Νίκος Γ. Μοσχονάς (επιστημονική επιμέλεια), Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσμος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Βυζάντιο και Δύση», Συλλογικά Έργα [“Το Βυζάντιο Σήμερα 5”], Αθήνα 2008, 471 σελ., χάρτες και ευρετήριο.
ISSN 1107-06765, ISBN 978-960-371-045-5.

Βιβλιοκρισία
Από την εποχή, που ο Edward Gibbon (1737-1794) αντιλήφθηκε το φαινόμενο των Σταυροφοριών ως «ιστορία μιας παγκόσμιας διαμάχης», η επιστημονική έρευνα δεν έπαψε να επιβεβαιώνει ότι η ύπαρξη και η θέση του Βυζαντίου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, έως τον 11ο αιώνα, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται οι σταυροφορικές κινήσεις, ισορροπούσε με μοναδικό τρόπο τις αντιθέσεις ανάμεσα σε δυο κόσμους που έβλεπαν διαφορετικά ο ένας τον άλλον. Από αυτή την πλευρά, ερεύνησε το θέμα ολοκληρωμένα πρώτος ο ιστορικός και βυζαντινολόγος Steven Runciman (1903-2000), ο οποίος αξιολόγησε το φαινόμενο των Σταυροφοριών ως μείζον γεγονός του Μεσαίωνα και εξέδωσε το τρίτομο σχετικό έργο του το 1951. Ο πρώτος τόμος αυτού του έργου για τις Σταυροφορίες εγκαινιάζεται με τον 7ο αιώνα, εποχή κατά την οποία σημειώνεται η αρχή της αραβικής εξάπλωσης, πράγμα που υποδηλώνει, ότι η αντιμετώπιση των επιδρομών και της επέκτασης των Αράβων από το Βυζάντιο, καθώς και η συντήρηση της κρατικής και στρατιωτικής δομής του, υπήρξαν παράγοντες σταθερότητας για πολλούς αιώνες. Από την άλλη πλευρά, οι Σταυροφορίες ολοκλήρωσαν την τάση της επέκτασης της Δύσης στην Ανατολή, που είχε αρχίσει να εμφανίζεται πολύ νωρίτερα με πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, αλλάζοντας τους συσχετισμούς του μεσαιωνικού κόσμου με τρόπο οριστικό.

Ένα εμπεριστατωμένο περίγραμμα των συνεπειών αυτών των αλλαγών  αλλά και των συνθηκών επιβίωσης των νέων κρατών και ηγεμονιών, που συγκροτήθηκαν στον ελλαδικό και μικρασιατικό χώρο, καθώς και των όρων ανασύστασης των βυζαντινών αρχών (κρατικών και εκκλησιαστικών) στην Ήπειρο, τη Νίκαια και την Τραπεζούντα μετά το 1204, επιχειρείται να δοθεί στο συλλογικό έργο, που εκδόθηκε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών με τίτλο: Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσμος. Σημαντικό μέρος του εγχειρήματος είναι και η παρουσίαση εκείνων των συντελεστών της Δ΄ Σταυροφορίας, που αντιμετώπισαν στρατιωτικά το Βυζάντιο και έγιναν διεκδικητές του θρόνου του, των εδαφών και του πολιτισμού του με αίσθημα αυτοδίκαιου κληρονόμου. Εξετάζεται μάλιστα, γιατί οι Δυτικοί έφτασαν να εκφράζονται με επιθετικότητα έναντι του Βυζαντίου, στοχεύοντας σε οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη, και γιατί ο ρόλος των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν πλέον επαρκής να παράσχει τα διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα για να αντιμετωπίσει αυτές τις διαθέσεις των Δυτικών.
Η συγκρότηση βιογραφιών για τους επιφανείς κοσμικούς και εκκλησιαστικούς δυτικούς αξιωματούχους, που συνέβαλλαν στη Δ΄ Σταυροφορία με την ενίσχυση και προτροπή των ισχυρών κέντρων εξουσίας της Δύσης, και η διερεύνηση της στάσης τους έναντι των βυζαντινών αρχών, συμβάλει στην ερμηνεία των επεκτατικών τους προθέσεων σε ένα χώρο, που δεν περιλαμβανόταν στις αρχικές σταυροφορικές επιδιώξεις. Η διερεύνηση αυτή πραγματώνεται επιτυχώς στις επιμέρους θεματικές του τόμου, που έχουν καλυφθεί από ειδικούς στο αντικείμενο επιστήμονες. Ιδιαίτερη συμβολή αποτελεί επίσης η εξέταση του αντίκτυπου της Δ΄ Σταυροφορίας στην εξέλιξη της συμβίωσης των Ελλήνων και  Δυτικών, καθώς και των πολιτικών θρησκευτικών και πολιτισμικών συνεπειών της, που λειτούργησαν με τη σειρά τους ως κινητήριοι μοχλοί για τη δημιουργία νέων αντιλήψεων. Αντικείμενο της μελέτης γίνεται και το νέο φαινόμενο της συνύπαρξης των διάδοχων του Βυζαντίου αυτοκρατορικών σχηματισμών με τις δυτικές κυριαρχίες στον ελληνικό και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Οι τελευταίες έμελλαν μάλιστα να παραμείνουν σε ελλαδικό έδαφος ως αυτοτελείς οντότητες για πολλούς ακόμη αιώνες και να μεταφέρουν σε αυτές θεσμικές λειτουργίες (πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές).

Ο Νίκος Γ. Μοσχονάς, που επιμελήθηκε τον τόμο, επέλεξε να τοποθετήσει στο εξώφυλλό του ένα ζωγραφικό έργο, που βρίσκεται στο Μέγαρο των Δουκών της Βενετίας, και απηχεί την ηγεμονική θέση των Βενετών στην Ανατολή, η πολιτική κυριαρχία των οποίων καταλύθηκε με τη συνθήκη του Campo-Formio το 1797. Όπως επισημαίνεται από τον ίδιο μελετητή στον πρόλογο του έργου (σ. 11-12), ο πίνακας, που περιγράφει τη σκηνή της στέψης του Βαλδουίνου της Φλάνδρας ως αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης από τον Βενετό δόγη, Ερρίκο Δάνδολο, είναι δημιούργημα του Αντωνίου Βασιλάκη, ζωγράφου, που έζησε στη Βενετία με το παρωνύμιο L’Αliense (O Ξένος). Η περίπτωση αυτού του εικαστικού δημιουργού αποτελεί ταυτόχρονα ένα παράδειγμα της διασποράς των βυζαντινών λογίων και καλλιτεχνών, σε μια εποχή πνευματικής αναγέννησης στη Δύση, όπου το Βυζάντιο είχε αφήσει σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα ένα ιδιαίτερα σημαντικό υπόστρωμα πολιτισμού.

Η παρουσίαση του τόμου, που εκδόθηκε με αφορμή την επέτειο των οκτακοσίων χρόνων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ακολουθεί τη σειρά των ειδικών μελετών, επιχειρώντας να προβάλει την τεκμηρίωση και τα πορίσματα κάθε μιας  ξεχωριστά.  Οι επίσημες σχέσεις Βυζαντίου-Βενετίας από τον 6ο έως τον 13ο αιώνα παρουσιάζονται από τη Χρύσα Μαλτέζου στη μελέτη, που εγκαινιάζει τον τόμο, με τίτλο: Βυζάντιο-Βενετία: μια σχέση αγάπης και μίσους (σ. 13-25). Η τάση αυτονόμησης της Βενετίας ήδη κατά την πρώιμη βυζαντινή της φάση (6ος αι.) υπήρξε αποτέλεσμα μιας χαλαρής εποπτείας από την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν εκδηλώθηκε άμεσα, καθώς σε επίσημα έγγραφα συνέχιζε να αναφέρεται ο βυζαντινός αυτοκράτορας και να διατηρούνται στοιχεία από τη βυζαντινή τιτλοφορία (10ος αι.). Το χρυσόβουλλο του 992 συμπίπτει με την απαρχή της ακμής της, που οικονομικά στηρίχθηκε στο εμπόριο αλατιού και δούλων και εγκαινίασε μια σειρά αυτοκρατορικών εγγράφων, στα οποία διαδοχικά θα απεικονίζεται η προνομιακή θέση της Βενετίας. Επόμενος σταθμός είναι το χρυσόβουλλο του 1082, που εκχωρούσε πλήθος προνομίων των Βενετών σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια έναντι βοήθειας για την αντιμετώπιση των Νορμανδών. Ακολούθως, επήλθε ανατροπή των συμμαχικών σχέσεων Βυζαντίου-Βενετίας και η εμφάνιση των αντιλατινικών αισθημάτων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ, στο μεταξύ, η οικονομική άνοδος της Βενετίας θα την οδηγήσει στην τελευταία βαθμίδα της εξέλιξής της, η οποία θα είναι η ηγεμονική θέση της σε πολλές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Η μελέτη της Ιουλιανής Χρυσοστομίδου με τίτλο: Η διείσδυση της δυτικής οικονομίας στη βυζαντινή αυτοκρατορία (σ. 27-42), αναλύει τις προϋποθέσεις για την εξάπλωση των οικονομικών δραστηριοτήτων των Δυτικών στο Βυζάντιο, ανατρέχοντας στα ολοένα αυξανόμενα οικονομικά προνόμια, που οι Βενετοί και στη συνέχεια οι Γενουάτες αποσπούσαν από το Βυζάντιο ως αντάλλαγμα πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης. Πολλοί από τους εμπορικούς θεσμούς, που ήταν ήδη γνωστοί στη βυζαντινή οικονομία, όπως οι επιχειρηματικές δραστηριότητες υπό τη μορφή συνεταιρισμών (κοινωνίαι, συντροφίαι) γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη την εποχή αυτή. Η αδυναμία επιμερισμού των κερδών των νέων οικονομικών συναλλαγών σε ευρύτερα τμήματα του βυζαντινού πληθυσμού, πέρα τα από μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και κυρίως το περίπλοκο πρόβλημα της «εθνικότητας», που στερούσε από τους Βυζαντινούς φορολογικά εισοδήματα, και τη δυνατότητα να συντηρούν επιχειρήσεις, ανέδειξαν τους δυτικούς εμπόρους ως μόνους ρυθμιστές της διακίνησης και του ανεφοδιασμού των αγαθών ακόμη και στις μεγάλες βυζαντινές πόλεις.

Ο Πάρις Γουναρίδης στη μελέτη με τίτλο: Η εικόνα των Λατίνων (σ. 43-60) εξετάζει τη βαθμιαία διαμόρφωση των αντιλατινικών αισθημάτων από την Πρώτη έως τη Δ΄ Σταυροφορία. Η δυσαρέσκεια έναντι της λατινικής Εκκλησίας ήταν εξάλλου εμφανής, από την εποχή του πατριάρχη Φωτίου αλλά γίνεται εντονότερη μεταγενέστερα στα κείμενα του Νικήτα Χωνιάτη και του Κωνσταντίνου Στιλβή, όπως και στις κρίσεις του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, που απηχούσαν και τη γενικότερη δυσφορία για την αδυναμία των Δυτικών να εκτιμήσουν τον τρόπο ζωής των Βυζαντινών. Τα αισθήματα αυτά δεν ήταν πάντοτε αποδεκτά από τα λαϊκά στρώματα, που φαίνεται ότι εκμεταλλεύονταν την παρουσία των Λατίνων και συνεργάζονταν μαζί τους. Η περαιτέρω πολεμική οδήγησε, ωστόσο, στη στηλίτευση μιας σειράς εθίμων ή καθημερινών συνηθειών των Λατίνων, που σχετίζονταν με την ένδυση ή τη διατροφή, χωρίς όμως να εμποδίσει τη διαμόρφωση της ιδέας της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, που θα βρει πιο πρόσφορο έδαφος και θα εμπεδωθεί μετά το 1453. Ο Νίκος Γ. Μοσχονάς στη μελέτη με τίτλο: Οι Σταυροφορίες∙ το όραμα και η δράση (σ. 61-97) εξετάζει το ιστορικό των Σταυροφοριών, ανιχνεύοντας τη διαμόρφωση των συσχετισμών από την επέκταση των Αράβων στη Μεσόγειο από τη μια πλευρά, και τη θεμελίωση της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου από την άλλη, ενώ παρακολουθεί και την ιστορική διαδρομή του παπικού πρωτείου, που είχε οδηγήσει στη διάσπαση της χριστιανικής οικουμένης με τα σχίσματα του 867 και του 1054. Όπως τονίζεται, προάγγελοι των Σταυροφοριών υπήρξαν οι μετακινήσεις προσκυνητών προς τους Αγίους Τόπους, ενώ οι αντιδράσεις στη Δύση για την επέκταση των Σελτζούκων. έδωσαν εναύσματα για την εκστρατεία με σκοπό την προστασία της Ανατολής. Ανεξάρτητα από τις  αφετηρίες των Σταυροφοριών, η ιστορική αποτίμησή τους οδηγεί στη διαπίστωση ότι αποτέλεσαν πρόπλασμα για την ανάπτυξη της μεταγενέστερης ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής πολιτικής.

Ο Ταξιάρχης Γ. Κόλιας στη μελέτη με τίτλο: Βυζάντιο και Σταυροφορίες: Η διαχείριση της σταυροφορικής κίνησης από το Βυζάντιο. Ένα γενικό πλαίσιο (σ. 99-113) αναλύει τους τρόπους αντιμετώπισης των τεσσάρων Σταυροφοριών από τους Βυζαντινούς. Οι προϋποθέσεις, που είχαν δημιουργήσει τις κινήσεις αυτές στη Δύση, ήταν εντελώς διαφορετικές από τις πολιτικές παραδόσεις του Βυζαντίου και είχαν αναδείξει ένα σημαντικό αριθμό ανερχόμενων ηγεμόνων και βασιλέων, καθώς και το ρυθμιστικό ρόλο του πάπα. Στο Βυζάντιο αντίθετα, ο ρόλος των αυτοκρατόρων ήταν πάντοτε κυρίαρχος, ενώ, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα, είχαν αναδειχθεί στρατηγοί αυτοκράτορες, που με τις επιτυχίες τους είχαν διασφαλίσει την οικονομική και δημογραφική επιβίωση του κράτους. Από τα μέσα του 11ου αιώνα όμως, η αστάθεια στα βυζαντινά σύνορα, με τις πιέσεις των Νορμανδών στη Δύση και των Σελτζούκων στην Ανατολή, δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί. Υπό αυτήν την πραγματικότητα, η εμφάνιση του φαινομένου των Σταυροφοριών υπαγόρευε την εκατέρωθεν αναπροσαρμογή των παλαιότερων μέσων της διπλωματίας και του πολέμου. Οι ποικίλες τακτικές, που ακολουθούσαν τα βυζαντινά ιππικά σώματα -άλλοτε ελαφρότερα και άλλοτε βαρύτερα οπλισμένα-, αλλά και η αποφυγή του πολέμου σε ανοικτό πεδίο προκαλούσαν έκπληξη και δυσφορία στους δυτικούς στρατιώτες, οι οποίοι όμως στη συνέχεια, εξαναγκάστηκαν να λάβουν υπόψη τους τα νέα αυτά δεδομένα και να υιοθετήσουν τις πολιορκητικές τεχνικές των Βυζαντινών. Κατά την Δ΄ Σταυροφορία έγινε έκδηλη πάντως, η αδυναμία να ελεγχθούν οι συνδυασμένες κινήσεις των Σταυροφόρων, ώστε ούτε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ούτε και οι υπέρτερες στρατιωτικές της δυνάμεις δεν μπόρεσαν να καλύψουν την αμέλεια των Βυζαντινών να αναδιοργανώσουν το ναυτικό τους.

Η Μαρία Ντούρου-Ηλιοπούλου στη μελέτη με τίτλο: Η Δ΄ Σταυροφορία: Οργάνωση της κίνησης και παρέκκλιση των στόχων (σ. 115-129) σκιαγραφεί το πολιτισμικό υπόβαθρο των Σταυροφοριών και τις κοινωνικές, οικονομικές και στρατιωτικές τους υποδομές. Ειδικά για την Δ΄ Σταυροφορία επισημαίνεται η σημασία της ανάμειξης του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄, ο οποίος ενοποίησε, υπό την θρησκευτική του επιστασία, τη δράση των ευγενών και κληρικών με εκείνην των μεγάλων ηγεμόνων της Ευρώπης. Η συνεννόηση με τη Βενετία για τη ναυτική υποστήριξη των Σταυροφόρων αλλά και η διχαστική διαμάχη στο βυζαντινό θρόνο, η οποία καλλιέργησε το έδαφος για αλλεπάλληλες επεμβάσεις των Δυτικών, επέτειναν το εκατέρωθεν κλίμα σύγχυσης και καχυποψίας. Στις δυτικές πηγές εντοπίζεται πάντως, η προσπάθεια να δικαιολογηθεί η πολιτική και στρατιωτική δράση των Σταυροφόρων και να αναζητηθούν ηθικά άλλοθι για την επιθετικότητά τους έναντι των ανθρώπων και των μνημείων της Κωνσταντινούπολης.

Τα πορτραίτα των κοσμικών και εκκλησιαστικών ηγετών της Δύσης και του Βυζαντίου, που έπαιξαν τους κεντρικούς ρόλους κατά την Δ΄ Σταυροφορία, παρουσιάζει η Κατερίνα Νικολάου στη μελέτη με τίτλο: Οι πρωταγωνιστές της Δ΄ Σταυροφορίας (σ. 131-146). Τα ποικίλα στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα των επιφανών ανδρών από Δύση και Ανατολή, κατά την Δ΄ Σταυροφορία, είναι διαφωτιστικά για τη δράση, τις επιλογές και τη στάση τους έναντι των προκλήσεων που εμφανίστηκαν την εποχή αυτή. Ο αριστοκρατικής καταγωγής διανοούμενος πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, ο οποίος κατάφερε να συνενώσει υπό την προοπτική της Δ΄ Σταυροφορίας βασιλείς, ηγεμόνες και απλούς ιππότες, καθώς και τις αντιμαχόμενες ιταλικές πόλεις, υπήρξε ένας από τους εμπνευστές και καθοδηγητές της σταυροφορικής κίνησης. Το έργο του πάπα θα είχε οπωσδήποτε άλλη συνέχεια, αν οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν με την προτροπή του δεν έκλειναν τη συμφωνία με τη Βενετία, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ένας ικανός διπλωμάτης με αποστολές παλαιότερα στην Κωνσταντινούπολη. Σημαντική θέση στην εξέλιξη της Σταυροφορίας είχε επίσης ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός, οι συγγενικοί δεσμοί του οποίου ξεκινούσαν από ισχυρές οικογένειες της Δύσης, που μέσω  βυζαντινών συνοικεσίων, κατέληγαν σε επιγαμίες στην Ανατολή. Η εμπλοκή των χρονικογράφων Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου και Ροβέρτου του Κλαρί στα ίδια τα τεκταινόμενα της Δ΄ Σταυροφορίας, η κοινωνική τους προέλευση και τα ιδανικά της δυτικής ιπποσύνης, από τα οποία διαπνέονται, δικαιολογούν την τόσο διαφορετική ματιά που κυριαρχεί στα έργα τους σε σχέση με την άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Το φαινόμενο της κοινωνικής ανόδου της τάξης των εμπόρων και βιοτεχνών, που φαίνεται ότι υπήρξε κοινό σε Δύση και Ανατολή, εξετάζει η Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, στη μελέτη με τίτλο: Η δυναστική κρίση στο Βυζάντιο (σ. 147-164). Σχολιάζεται επίσης το εγχείρημα της ένταξης αυτών των στρωμάτων στη συγκλητική τάξη αλλά και η εκχώρηση συγκλητικών τίτλων σε μέλη της βασιλικής οικογένειας στο Βυζάντιο, με βάση τον βαθμό συγγενείας και τη σειρά γεννήσεως. Η διεκδίκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας από τα μέλη αυτής της αριστοκρατίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση συνωμοσιών, εξεγέρσεων και στασιαστικών κινημάτων, που συνέβαλαν στην αναπόδραστη, όπως αποδείχθηκε, κατάρρευση του βυζαντινού αυτοκρατορικού θεσμού. Ο Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, στη μελέτη με τίτλο: Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 κατά τις δυτικές πηγές. Ερμηνευτική  προσέγγιση στο ζήτημα της «εκτροπής» (σ. 165-201), παρουσιάζει σε τέσσερα μέρη τα δυτικά αφηγηματικά χρονικά και τους συγγραφείς τους, Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο και Ροβέρτο του Κλαρί, ενώ παράλληλα αναφέρεται και στα βενετικά χρονικά αλλά και στα «επίσημα» βενετικά ή φραγκικά έγγραφα καθώς και στις επιστολές του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄. Στο πρώτο μέρος αξιολογούνται επιγραμματικά οι πηγές αυτές με βάση όσα καταγράφουν για την εκτροπή της Δ΄ Σταυροφορίας και επισημαίνεται η εκμετάλλευσή τους από τη διεθνή και την ελληνική βιβλιογραφία. Στο δεύτερο εντοπίζονται -μέσω των αποκλίσεων των δυτικών χρονικών- η διάκριση των ρόλων των Βενετών και των υπόλοιπων Σταυροφόρων, η διαφοροποίηση της εικόνας του Βονιφατίου Γ΄ του Μομφερράτου ανάμεσα σε δυο δυτικά χρονικά και τέλος, τα τεκμήρια που υπάρχουν στα δυο αυτά έργα για τον δίκαιο πόλεμο και τον ρόλο του πάπα. Με την αλληλογραφία του Ιννοκεντίου Γ΄, η οποία κυρίως εξετάζεται αναφορικά με την εκτροπή, ολοκληρώνεται η εμπεριστατωμένη περιγραφή των πηγών, που συντάχθηκαν στη Δύση, παράλληλα με την ανακεφαλαίωση των σημαντικότερων κινήτρων που είχε καθένας από τους συντελεστές της Δ΄ Σταυροφορίας.

Στη μελέτη με τίτλο: Βυζαντινές πηγές για την άλωση του 1204 (σ. 203-238) η Τριανταφυλλίτσα Μανιάτη-Κοκκίνη παρουσιάζει την αφήγηση των γεγονότων, τη διατύπωση των απόψεων και την έκφραση των συναισθημάτων για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους στο έργο του αυτόπτη μάρτυρα και λόγιου ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη. Η φόρτιση του συγγραφέα, που διαπνέει ολόκληρη την ιστορική διήγηση, αποτυπώνεται ανάγλυφα μέσω της λόγιας και αρχαιοπρεπούς γλώσσας του. Η αναλυτική προσέγγιση του ιστορικού κειμένου δείχνει ότι ο Χωνιάτης χρησιμοποιεί μια γλώσσα που αντιστοιχεί σε μια ιδανική πνευματικότητα, η οποία διαψεύδεται από την πραγματικότητα της εποχής. Η μελέτη πλαισιώνεται από τρεις πίνακες με ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, που αποτυπώνουν τον τρόπο παρουσίασης και τις κρίσεις που καταγράφονται  στις παραπάνω πηγές αναφορικά με τη βυζαντινή ηγεσία και τους στρατιωτικούς της αντιπάλους. Ο πρώτος αφορά τους χαρακτηρισμούς προσώπων στις πηγές (Οι Βυζαντινοί κρίνουν τη βυζαντινή ηγεσία). Οι δυο επόμενοι απεικονίζουν τις δύο πλευρές των πολιορκούμενων και πολιορκητών στις βυζαντινές πηγές. Σε αυτούς τους πίνακες συνοψίζονται τα «εθνικά χαρακτηριστικά», τα τοπικά χαρακτηριστικά, και η σύγκριση Δυτικών (σταυροφόροι κατακτητές, Δυτικοί κάτοικοι του Βυζαντίου ή Δυτικοί γενικά) και Βυζαντινών ή των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης στη μελέτη με τίτλο: Ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους (σ. 239-249) αναφέρεται στην επακόλουθη της Δ΄ Σταυροφορίας δραστηριοποίηση για τη διατήρηση της επίσημης επικυριαρχίας Βενετών και Σταυροφόρων στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Γίνεται αναλυτική αναφορά στα άρθρα του pactum comune, του συντάγματος της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, που καθόριζαν τη διεύρυνση της κατάληψης της Ανατολής, την κατανομή των χρημάτων και των λαφύρων, την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της Βενετίας, την εκλογή και τη δικαιοδοσία του Λατίνου αυτοκράτορα και του πατριάρχη, τον όρκο πίστης του στρατού, την επιτροπή για την κατανομή των φεούδων, τις διπλωματικές σχέσεις Κωνσταντινούπολης-Βενετίας, τον παπικό αφορισμό για όσους παρέβαιναν το pactum και τον όρκο του Λατίνου αυτοκράτορα. Ο μερισμός των εδαφών της αυτοκρατορίας επισημοποιήθηκε με την Partitio terrarum Imperii Romanie, που μας έχει σωθεί ως έγγραφο αχρονολόγητο και ανυπόγραφο, και η έρευνα έχει καταλήξει να τοποθετήσει τη σύνταξή του ανάμεσα στη 12η Απριλίου και την 9η Μαΐου 1204. Η μόνη περιοχή που οι δυνάμεις των Σταυροφόρων δεν κατάφεραν να ελέγξουν απόλυτα ήταν η Μικρά Ασία, στην οποία ιδρύθηκε η αυτοκρατορία της Νίκαιας, απ’ όπου ξεκίνησε και η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Ο Ηλίας Γιαρένης στη μελέτη με τίτλο: Τα κράτη της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας έως το 1230. Δράση, αντιπαραθέσεις, αντοχές συμβιβασμοί (σ. 251-268) προσεγγίζει το φαινόμενο της διατήρησης της βυζαντινής εξουσίας, που εκκινούσε από την αντιλατινική δράση, που ασυντόνιστα είχαν αναλάβει οι άρχοντες της περιοχής του Μαιάνδρου (Μ. Ασία) και συνέχισαν τα τρία κράτη που ιδρύθηκαν μετά το 1204. Η πολιτική και στρατιωτική συγκρότηση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, αλλά και τα έργα του πολιτισμού της, καταδεικνύουν ότι υπήρξε η αυθεντικότερη προέκταση του Βυζαντίου. Η ίδρυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στηρίχθηκε στη γεωγραφική της περιχαράκωση και στην οικονομική της αυτοτέλεια, που της προσέφεραν τα τελωνειακά έσοδα αλλά και οι ισορροπίες της εξωτερικής της πολιτικής. Η διασφάλιση των σχέσεων με την Γεωργία, το Σουλτανάτο του Ικονίου και τις Ιταλικές πόλεις σταθεροποίησε για πολύ καιρό τις κρατικές λειτουργίες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων, που ευνοήθηκε και από την γεωγραφική απομόνωση και την τοπική αντίσταση κατά των Λατίνων, υπήρξε ο πιο σημαντικός παράγοντας για την εδραίωση του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, σφετεριστή του θρόνου των Λασκαριδών στη Νίκαια, υπήρξε όμως, πάνω απ’ όλα η πιο σημαντική πράξη για την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ώς το 1453. 

Ο Χαράλαμπος Γάσπαρης, στη μελέτη με τίτλο: Ο Ελληνισμός μετά την άλωση του 1204 (σ. 269-286) αποτιμά τον τρόπο της οργάνωσης των δυτικών κυριαρχιών στον ελληνικό χώρο και τις αντιδράσεις που επέφερε αυτή η πολιτική, διοικητική και οικονομική διαχείριση, που ποίκιλλε από περιοχή σε περιοχή μετά τη Διανομή των εδαφών της Ρωμανίας (Partitio terrarum Imperii Romanie) το 1204. Η επιβολή των Φράγκων δεν ήταν ούτε πολιτικά ούτε γεωγραφικά ομοιογενής. Περισσότερο οργανωμένη ήταν η βενετική κυριαρχία, οι πρώιμες εμπειρίες της οποίας στην Κρήτη, κατά την υποκατάσταση των ντόπιων ανώτατων κοσμικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων με Βενετούς, αξιοποιήθηκαν για τη μεταγενέστερη μακρόχρονη εδραίωσή τους στον ελλαδικό χώρο, ενώ τα φραγκικά κράτη είχαν στο μεταξύ αρχίσει να χάνονται. Η αντίδραση του Λέοντα Σγουρού στην επέκταση του Βονιφατίου Μομφερρατικού στη Νότια Ελλάδα και η σθεναρότερη και μοιραία για τον Βαλδουίνο σύγκρουση με τον Βούλγαρο ηγεμόνα Ιωαννίτζη αλλά και οι υποτονικές αντιδράσεις στην Πελοπόννησο, όπου επιβλήθηκε ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, είναι οι εμφανέστερες πρώιμες κινήσεις εναντίωσης στη φραγκική επιβολή. Ακολούθως, στα επόμενα μέρη της μελέτης που επιγράφονται: «Οι Λατίνοι Κυρίαρχοι», «Η Διανομή των εδαφών της Ρωμανίας και η πραγματικότητα» και «Ο λατινικός πληθυσμός στον ελληνικό χώρο», σκιαγραφείται η εξέλιξη της εικόνας της λατινικής κυριαρχίας και η συγκρότηση των φραγκικών και ιταλικών κρατιδίων, η οποία τελικά δεν ήταν ακριβώς εφαρμογή της Partitio. Ο άμεσος τρόπος διοίκησης των εδαφών υπό τους Βενετούς και τους Ανδεγαυούς ευνόησε πάντως, την επέκτασή τους μετά το 13ο αιώνα στον ελληνικό χώρο, αλλά ο σχεδιασμός των πρώτων να κρατήσουν  στα χέρια τους τις περιοχές που τους ενδιέφεραν εμπορικά, ήταν η βασικότερη προϋπόθεση της διατήρησής τους και μετά την οθωμανική κατάκτηση. Ο Σπύρος Ν. Τρωιάνος στη μελέτη με τίτλο: Το δίκαιο στα χρόνια της Δ΄ Σταυροφορίας. Δυτικές επιδράσεις (σ. 287-298) παρουσιάζει τις «Δυτικές δικαϊκές επιδράσεις», που εμφανίζονται στη δικονομική πρακτική μετά το 1204, ιδιαίτερα σε ορισμένες μορφές αποδεικτικής διαδικασίας. Η θεοκρισία, γνωστή ως αποδεικτικό μέσο από την αρχαιότητα, εμφανίζεται στις βυζαντινές νομικές και φιλολογικές πηγές είτε ως δοκιμασία με πυρακτωμένο σίδερο είτε ως δικαστική μονομαχία. Η αναφορά της σε τρία εκκλησιαστικά έγγραφα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (δυο αποφάσεις του Ιωάννη Αποκαύκου και μια του Δημητρίου Χωματιανού) κάνει  προφανείς τις δυτικές επιδράσεις στη συχνή χρήση της πρακτικής μετά το 1204 -αλλά στα κοσμικά δικαστήρια-, εφόσον οι εκκλησιαστικοί δικαστές και η ηγεσία της Εκκλησίας διακήρυσσαν ανέκαθεν ότι η διαδικασία αυτή ήταν άγνωστη στους ρωμαϊκούς νόμους, στους εκκλησιαστικούς κανόνες και στην εκκλησιαστική παράδοση. Γενικότερα, το ιδιωτικό δίκαιο, αντίθετα από το δημόσιο, έδειξε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε επιρροές προερχόμενες από τη Δύση, ενώ η ορολογία του δυτικού δικαίου, η επίδραση του οποίου είναι εμφανής στο περιεχόμενο των συμφωνιών, διατηρήθηκε σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις.

Στα προσχήματα για τη λεηλασία των κοσμικών και εκκλησιαστικών θησαυρών της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ΄ Σταυροφορία, τις καταγραφές των πολύτιμων αντικειμένων σε βυζαντινές και δυτικές πηγές και στην περαιτέρω τύχη τους σε ευρωπαϊκά ιδρύματα αναφέρεται η Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη στη μελέτη με τίτλο: Λεηλασία και μεταφορά λαφύρων και κινητών πολιτισμικών αγαθών στη Δύση (σ. 299-325). Οι υπεσχημένες οικονομικές πληρωμές προς τους σταυροφόρους που δεν πραγματοποιήθηκαν, η έλλειψη σταθερής αυτοκρατορικής αρχής στη βυζαντινή πρωτεύουσα και οι εμφύλιες διαμάχες, που απέπνεαν την αίσθηση ότι η Κωνσταντινούπολη είχε πλέον παραδοθεί σε νέους κυριάρχους, οδήγησαν σε εκτεταμένες καταστροφές και στην καταλήστευση των κοσμικών και εκκλησιαστικών της θησαυρών. Οι βυζαντινές και οι λατινικές πηγές συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι αρπαγές δεν περιορίστηκαν μόνο σε πολυτελή αντικείμενα αλλά επεκτάθηκαν ακόμη και στα γλυπτά που κοσμούσαν τους δημόσιους χώρους. Σημαντικότερο τμήμα των λαφύρων ήταν πάντως τα ιερά λείψανα και τα ιερά κειμήλια. Η απόσπαση πολύτιμων αντικειμένων από τις εκκλησίες της  βυζαντινής πρωτεύουσας και το Ιερό Παλάτιο, συνεχίστηκε και μετά τα γεγονότα της άλωσης, όπως η απόσπαση της σταυροθήκης του παρακοιμώμενου Βασιλείου, η οποία το 1207, μετά την άνοδο του Βαλδουίνου στο θρόνο, μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Limburg (κοντά στη Φρανκφούρτη). Η μετακίνηση των αντικειμένων αυτών στη Δύση απέκτησε και συμβολικό χαρακτήρα, καθώς η μεταβίβαση της δικαιοδοσίας των κειμηλίων στους Βενετούς αποδόθηκε σε προτροπή της θείας βούλησης, μέσω της οποίας η ισχύς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφερόταν στους νέους υπερασπιστές της χριστιανοσύνης.

Η ιδιαίτερη έλξη για τις ελληνικές υποθέσεις έναν αιώνα πριν από την άλωση του 1204 δεν πρέπει να ξενίζει, εφόσον η παράδοση της ελληνομάθειας στη Δύση  ήταν μακρά. Τούτο συνάγεται στο εισαγωγικό τμήμα της μελέτης του Στέλιου Λαμπάκη: Οι ελληνομαθείς λόγιοι στο πλαίσιο των πνευματικών αλληλεπιδράσεων Ανατολής–Δύσης από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα (σ. 327-341). Οι εντατικές εμπορικές συναλλαγές ευνόησαν οπωσδήποτε την ελληνομάθεια των Δυτικών που είχαν βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πιο εύγλωττες είναι οι περιπτώσεις των απεσταλμένων που λάμβαναν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Παραδείγματα λογίων πρέσβεων, που ανέλαβαν μεταφράσεις από τα ελλληνικά, ήδη τον 12ο αι., όπως ο Cerbano Cerbani, ο Πέτρος Grossolano, ο Ιάκωβος από τη Βενετία (Iacobus Veneticus Graecus), ο Βουργούνδιος από την Πίζα και ο Μωυσής από το Bergamo και άλλοι, που μετέφρασαν θεολογικά, αγιολογικά και κοσμικά έργα, απηχούν το εύρος των σπουδών της ελληνικής γλώσσας. Παράλληλα συνεχιζόταν η μαζική αντιγραφή κωδίκων στην Κάτω Ιταλία, που ήταν ήδη καθιερωμένη τον 10ο και κράτησε ώς τον 15ο αι. Πολλά επίσης από τα χειρόγραφα που βρίσκονται στη Δύση είχαν μεταφερθεί απευθείας από την Κωνσταντινούπολη, οι κομιστές ή οι κάτοχοι μερικών από τα οποία ήταν επιφανείς ελληνομαθείς μεταφραστές. Όπως τονίζεται στην κατακλείδα της μελέτης, οι λόγιοι αυτοί αποτέλεσαν τους μεσολαβητές προς τους μεγάλους ανθρωπιστές και τους στοχαστές του Quattrocento.

Η Αγγελική Πανοπούλου, στη μελέτη με τίτλο: Οι συνέπειες της Σταυροφορίας στο εκκλησιαστικό πεδίο. Πνευματική δικαιοδοσία, επιρροές και ανατροπές (σ. 343-364) εξετάζει τις συνέπειες της παπικής πολιτικής που κινητοποίησε τα μοναστικά τάγματα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, έθεσε υπό την προστασία της τις οικογένειες και τις περιουσίες των στρατιωτών και κινητοποίησε τους χριστιανούς (βασιλείς και λαό) να ενισχύσουν οικονομικά την Δ΄ Σταυροφορία. Οι δραστηριότητες αυτές, όπως τονίζεται στη μελέτη, θα είχαν ίσως διαφορετικό χαρακτήρα και έκβαση, αν επικεφαλής της Εκκλησίας της Ρώμης δεν ήταν ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216), με το όνομα του οποίου συνδέθηκαν τα πρώτα βήματα της λατινοκρατίας και της φραγκοκρατίας στον ελληνικό χώρο. Οι τομείς της παπικής επιρροής διακρίνονται σε πέντε άξονες α) στα μέτρα κατά των ορθοδόξων β) στην οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας στις κατακτημένες περιοχές γ) στην εκμετάλλευση της περιουσίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Καθολικούς δ) στο ρόλο των καθολικών μοναστικών και στρατιωτικών ταγμάτων και ε) στη γενικότερη κατάσταση της  Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Ο διορισμός του Βενετού Θωμά Μοροζίνη ως Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αν και δυσαρέστησε τον Ιννοκέντιο, δεν τον εμπόδισε να αναλάβει ρόλο για τον εκλατινισμό των Ελλήνων και την Ένωση των Εκκλησιών. Οι κινήσεις αυτές δεν έμειναν χωρίς απάντηση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός ήταν από τους πρώτους που αντέδρασαν. Ακολούθησαν ο Ιωάννης και ο Νικόλαος Μεσαρίτης, ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, ο μητροπολίτης Κρήτης Νικόλαος, ο επίσκοπος Ευβοίας Θεόδωρος, ο μητροπολίτης Κέρκυρας Βασίλειος Πεδιαδίτης και ο Κωνσταντίνος Στιλβής. Αν και η Καθολική Εκκλησία δεν αλλοίωσε την διοικητική οργάνωση των μητροπόλεων και επισκοπών και έσπευσε να διορίσει αρχικά στις μεγάλες μητροπόλεις τους αντιπροσώπους της (Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Κόρινθος, Αθήνα, Θήβα) και να δημιουργήσει νέες επισκοπές στη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, η παραμονή των Λατίνων επισκόπων στον ελληνικό χώρο δεν επεκτάθηκε. Η πρόθεση για  οικονομική εκμετάλλευση των λατινικών επισκοπών είχε ήδη εκφραστεί στις σχετικές διατυπώσεις της  Partitio Romanie αλλά η Καθολική Εκκλησία επέβαλε και τη δεκάτη, μια φορολογική πρακτική άγνωστη μέχρι τότε για τις εκκλησιαστικές αρχές, η οποία ωστόσο δεν ήταν αποτελεσματική, ενώ προβλήματα συναντούσε συνεχώς το μοίρασμα των γαιών και των φόρων ανάμεσα στους κοσμικούς και κληρικούς Λατίνους κυριάρχους. Η εγκατάσταση εξάλλου, μοναστικών ταγμάτων σε βυζαντινά μοναστήρια αλλά και η ίδρυση καινούργιων από Κιστερκιανούς, Δομινικανούς, Φραγκισκανούς κ.ά., και η συμβολή των στρατιωτικών ταγμάτων των  Ναϊτών, των Ιωαννιτών Ιπποτών και των Τευτόνων στην κατάκτηση της κεντρικής Ελλάδας, παρότι άφησαν ορατά ίχνη στην αρχιτεκτονική των ναών, δεν ενέπνευσαν τους τοπικούς πληθυσμούς να μεταστραφούν στον Καθολικισμό. Γενικά όμως, η κατακτητική τάση των Δυτικών και ο φόβος απέναντι στις προσηλυτιστικές διαθέσεις τους δεν ευνοούσε πάντοτε την επικοινωνία Καθολικών και Ορθοδόξων.

Οι ιστορικές εξελίξεις μετά την κατάκτηση των ελληνικών εδαφών από τους Φράγκους και τους Βενετούς εξετάζονται από την Αναστασία Παπαδία-Λάλα στη μελέτη με τίτλο: Τα μετά το 1204. Ιστορικές πραγματικότητες και ιδεολογικές κατευθύνσεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αιώνες) (σ. 365-381). Η ανάδειξη της ισχυρής και μακρόβιας κυριαρχίας των Βενετών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν ήταν ευθύγραμμη, καθώς είχε να αντιμετωπίσει πολλές αλλαγές, που συντελέστηκαν μετά την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1261, την παράλληλη κυριαρχία άλλων Λατίνων και την επικράτηση των Οθωμανών μετά το 1453. Η βενετική κυριαρχία, αν και τον 13ο αιώνα ήταν περιορισμένη στην Κρήτη, αντιμετώπιζε πολλές αντιδράσεις όπως και  στη Μεθώνη και την Κορώνη τον 14ο αι., αλλά εξαιτίας του τουρκικού  κινδύνου άρχισε να αποκτά περισσότερες βάσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Το 1453 οι Βενετοί στάθηκαν στο πλευρό των Βυζαντινών, ένα χρόνο αργότερα έκλεισαν, ωστόσο, εμπορική συμφωνία με τους Οθωμανούς. Τον 15ο αι. απέκτησαν την Αίγινα, τη Σκύρο, τη Σκιάθο, τη Σκόπελο και την Μονεμβασία. Με τους βενετοτουρκικούς πολέμους (β΄ μισό 15ου – αρχές 18ου αι.) το βενετικό κράτος γνώρισε πολλές αυξομειώσεις. Το 1669 έχασε την Κρήτη, εκτός από τις βάσεις της Σούδας, της Σπιναλόγκας και της Γραμβούσας, αλλά με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς εξασφάλισε και επίσημα την κυριαρχία σε ήδη, κατακτημένες περιοχές της Πελοποννήσου, της Λευκάδας, και της Αίγινας. Η περιορισμένη βενετική επικράτεια στον ελληνικό χώρο διατηρήθηκε έως το 1797, οπότε τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα αποβιβάστηκαν στα Ιόνια νησιά. Αν και υπήρξαν θεμελιώδεις ανατροπές στην εκκλησιαστική τάξη, οι Βενετοί ανέχθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις την ύπαρξη ορθόδοξων επισκοπών, ενώ μετά τον 15ο αι. σημειώνεται άνθηση των ορθόδοξων μοναστηριών και άμβλυνση των αντιθέσεων Ορθοδόξων-Καθολικών. Έντονη ήταν επίσης η ανάδυση την εποχή αυτή πολιτισμικών φαινομένων που χαρακτηρίζονταν από σύνθεση βυζαντινών και δυτικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα, η Κρητική Λογοτεχνία. Από τις κορυφαίες εκφάνσεις αυτής της ανάπτυξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας ήταν και η διάδοση της ζωγραφικής (θρησκευτικής και κοσμικής) και μάλιστα της φορητής εικόνας.

Η Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, στη μελέτη με τίτλο: Η Τέταρτη Σταυροφορία και οι επιπτώσεις στα Βαλκάνια (σ. 383-399) παρουσιάζει τις αφετηρίες των συγκρούσεων, και των ανταγωνισμών ανάμεσα στη Δύση και το Βυζάντιο από τον 11ο αι. Ήδη, κατά τις τρεις πρώτες σταυροφορίες η Βαλκανική Χερσόνησος είχε γνωρίσει λεηλασίες και αναστατώσεις που κλόνισαν την εγχώρια αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και την επιτόπια διοίκηση. Το κύρος της βυζαντινής εξουσίας είχε δεχθεί καίρια πλήγματα, ενώ η πολιτική κρίση μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού, δεν άφησε περιθώρια αντιμετώπισης των αποστασιών. Πολύ σύντομα, ο Στέφανος Νεμάνια (1166-1196) αποτίναξε τη βυζαντινή κηδεμονία και οι δυο αδελφοί Πέτρος και Ασέν δημιούργησαν προϋποθέσεις για την ίδρυση του Β΄ Βουλγαρικού Κράτους. Την ίδια εποχή στην κεντρική Αλβανία ιδρύθηκε η μικρή ηγεμονία της Κρόϊας (1190-1216). Η διέλευση του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα κατά την Γ΄ Σταυροφορία από τα Βαλκάνια, που έγινε σε συνεννόηση με Σέρβους και Βουλγάρους, είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τους πληθυσμούς της Θράκης. Οι βουλγαρικές επιθέσεις εντάθηκαν, όταν ανέλαβε ο Καλογιάν, ο Ιωαννίτζης των Βυζαντινών (1197-1207), ενώ οι διεκδικητές διάδοχοι του Στέφανου Νεμάνια στράφηκαν για βοήθεια στην παπική Εκκλησία, όπως και ο Ιωαννίτζης, ο οποίος απαίτησε την ίδρυση ανεξάρτητου Βουλγαρικού Πατριαρχείου, με σκοπό την αναγνώριση της βασιλικής του ισχύος. Ο Ιννοκέντιος Γ΄ έσπευσε πάντως, ενώ οι σταυροφόροι βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, να στείλει την ευλογία του και το pallium του αρχιεπισκόπου στον επίσκοπο Ζαγοράς (Τιρνόβου). Η Δ΄ Σταυροφορία λειτούργησε ως καταλύτης σε αυτές τις συνθήκες. Τα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα με τη νέα πραγματικότητα, που επέβαλε ανάλογη προσαρμογή της πολιτικής τους. Από τον οικουμενικό πατριάρχη Μανουήλ άλλωστε, ο τριτότοκος γιος του Νεμάνια, Σάββας, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος και η σερβική Εκκλησία αναγνωρίσθηκε ως αυτοκέφαλη. Με ανάλογο τρόπο αντέδρασε και ο Βούλγαρος Ιβάν-Ασέν (1218-1241) ο οποίος, μετά τη μάχη της Κλοκοτινίτσας (1230), συνήψε συμμαχία με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη και ο αρχιεπίσκοπος Τιρνόβου αναγορεύθηκε πατριάρχης. Οι πνευματικοί και πολιτικοί δεσμοί ανάμεσα στους ηγεμόνες και τις Εκκλησίες της Σερβίας και της Βουλγαρίας και το Βυζάντιο θα ενισχυθούν μετά την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1261 και την ακμή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, που θα επηρεάσει πνευματικά τους Βαλκανικούς λαούς. Η μελέτη πλαισιώνεται από χάρτη της κεντρικής Βαλκανικής την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας.

Ο ογκώδης τόμος ολοκληρώνεται  με το χρονολόγιο της Δ΄ Σταυροφορίας  (σ. 401-414) και την επιλεγμένη βιβλιογραφία (σ. 417-433), που συντάχθηκαν από τον Αθανάσιο Κονδύλη και την Μαρίνα Κουμανούδη αντίστοιχα. Το Γενικό Ευρετήριο (σ. 435-471), που περιλαμβάνει πρόσωπα και τόπους, είναι έργο του Ηλία Γιαρένη. Όλες οι εργασίες ακολουθούνται από συνοπτικούς καταλόγους των πηγών και των σημαντικότερων επιστημονικών δημοσιευμάτων, αναφορικά με την επιμέρους θεματική που εξετάζει η κάθε μια ξεχωριστά. Την έκδοση συνοδεύει αναλυτικός χάρτης για τα λατινικά κράτη και τις βυζαντινές εστίες αντίστασης. Όλα τα κείμενα του τόμου είναι πλούσια σε τεκμηρίωση και σε θεματολογία, που προσεγγίζεται πρωτότυπα αναδεικνύοντας έτσι, ποικίλες πλευρές του ζητήματος που απασχολούν τη σύγχρονη έρευνα.

Μαρία Λεοντσίνη
Ερευνήτρια Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών ΕΙΕ