Το πρωτοποριακό αυτό συνέδριο με θέμα «Το χρήμα στους αγώνες του ελληνικού κόσμου» διοργανώθηκε από την Brigitte Le Guen, καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας στο γαλλικό Πανεπιστήμιο Paris 8. Συγκέντρωσε φιλολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους και επιγραφολόγους γύρω από το ζήτημα της χρηματοδότησης των αρχαίων αγώνων, και ειδικά των θεατρικών, με σύνθημα τη ρήση του Αριστοφάνη (Πλούτος 1162-1163): « Το χρήμα, το πιο χρήσιμο που μπορεί να κάνει είναι να χρηματοδοτήσει μουσικούς και γυμνικούς αγώνες » (Πλούτῳ γάρ ἐστι τοῦτο συμφορώτατον, ποιεῖν ἀγῶνας μουσικοὺς και γυμνικούς).

Ενώ οι ειδικοί έχουν ασχοληθεί με τις πολιτικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές διαστάσεις των εορτών και των αγώνων, το θέμα της χρηματοδότησής τους, των επενδύσεων και των εξόδων έχει αγνοηθεί ή μελετηθεί κατά τρόπο εξαιρετικά επιφανειακό. Ωστόσο, τα λογοτεχνικά, επιγραφικά, αρχαιολογικά και νομισματικά τεκμήρια για το συγκεκριμένο θέμα υπάρχουν, όπως φαίνεται από τις ανακοινώσεις που έγιναν στο συνέδριο.

Ο Eric Csapo σε συνεργασία με τον Peter Wilson (De la chorégie à l’agonothésie à Athènes au IVe siècle av. J.C.) ασχολήθηκαν με την περίοδο της μετάβασης ανάμεσα στους δυο θεσμούς, την χορηγία και την αγωνοθεσία. Μέχρι σήμερα θεωρούσαμε ότι αυτό συνέβη στην Αθήνα κατά την περίοδο της ολιγαρχικής διακυβέρνησης του Δημητρίου του Φαληρέα (317-307 π.Χ.), ο οποίος θα αποφάσισε την αντικατάσταση της χορηγίας από την αγωνοθεσία για οικονομικούς λόγους. Όμως, σε ένα τιμητικό ψήφισμα των Αχαρνέων του 314 π.Χ. για έναν επιμελητή των Διονυσίων, ο Csapo πιστεύει ότι βρήκε την απόδειξη ότι ο αγωνοθέτης δεν είχε ακόμη καθιερωθεί, συμπεραίνοντας ότι πρόκειται ακόμη για μια περίοδο μετάβασης. Βασιζόμενος σε ένα τιμητικό ψήφισμα από την Αθήνα πρότεινε ότι η χορηγία καταργήθηκε όχι από τον Δημήτριο, αλλά αμέσως μετά την φυγή του, από την αποκατεστημένη δημοκρατία του 307 π.Χ.

Ο Léopold Migeotte (Le financement de concours dans les cités hellénistiques : essai de typologie) εξέθεσε τους διαφορετικούς τύπους χρηματοδότησης των αγώνων στο σύνολο των ελληνιστικών πόλεων, τη φύση των οικονομικών πόρων, τη διαχείριση και την εξέλιξη, καθώς και τις τοπικές ιδιαιτερότητές τους. Ανέλυσε οκτώ περιπτώσεις, επαρκώς τεκμηριωμένες από τις επιγραφές (Δήλος, Αμοργός, Ανακτόριον, Ίλιον, Ιασός, Βαργύλια, Τανάγρα και Λεβάδεια), καθώς και τα διαφορετικά μέσα χρηματοδότησης που χρησιμοποιούσαν οι πόλεις. Αποδεικνύεται ότι τα πιο συνήθη από αυτά ήταν τα ιερά εισοδήματα, τα ιδρύματα, οι δημόσιοι πόροι και οι λειτουργίες.

Ο Peter Wilson (L’argent des Dionysies rurales) αναλύοντας τις σχετικές επιγραφές για τη χρηματοδότηση των «κατ’ αγρούς» Διονυσίων, εξέτασε τις δομές και τις στρατηγικές που εφάρμοζαν οι δήμοι για να χρηματοδοτήσουν το θέατρό τους. Συμπέρανε ότι μόνο για τους δήμους έχουμε μαρτυρίες σχετικές με την εκμίσθωση των θεάτρων σε ιδιώτες επιχειρηματίες με σκοπό να κατασκευάσουν ή να οργανώσουν τις θέσεις (εδώλια), ενώ υπάρχουν και αρκετές παραλλαγές της λειτουργίας της χορηγίας που μαρτυρούν την πιθανή αλλαγή και εξέλιξη του θεσμού. Έτσι, η πρακτική των δήμων, που απέχει από το να είναι μια μηχανική μίμηση αυτής της πόλεως, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την κατανόηση της εξέλιξης του θεάτρου εν γένει.

Η Daniela Summa (Recherches sur la vie théâtrale et sur son financement en Locride) αναζήτησε στοιχεία της θεατρικής οργάνωσης στις δυο γνωστές Λοκρίδες, τονίζοντας ότι στη δυτική Λοκρίδα δεν υπάρχουν, με εξαίρεση κάποια σπάνια ίχνη, πηγές σχετικές με τους καλλιτέχνες του θεάτρου, τις εορτές και τους αγώνες. Αντίθετα, πολλοί ποιητές και μουσικοί της ανατολικής Λοκρίδας έχουν συμμετάσχει με βεβαιότητα στους αγώνες της Αθήνας (4ος – 3ος αι. π.Χ.) και άλλων πόλεων. Ακόμα, τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά επιγραφικά κείμενα δείχνουν ότι οι εορτές χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από ιδιωτικούς πόρους γενναιόδωρων πολιτών που κατείχαν τα αξιώματα των ευεργετών, των χορηγών ή των αγωνοθετών.

Ο Denis Knoepfler (La contribution des cités béotiennes au financement du concours fédéral des Basileia de Lébadée) πραγματεύθηκε το ποσό της εισφοράς των βοιωτικών πόλεων στην περίπτωση των αγώνων του «Κοινού των Βοιωτών» με το όνομα Βασίλεια, παρουσιάζοντας ένα κείμενο αντιγραμμένο από τον P. Roesch, που μέχρι σήμερα έχει μείνει ανέκδοτο, και που περιέχει έναν κατάλογο των πόλεων των επιφορτισμένων με την πληρωμή μιας εισφοράς. Αυτή η χρηματοδοτική συμμετοχή των πόλεων στην οργάνωση των Βασιλείων είναι εξάλλου επιβεβαιωμένη από μια νέα στήλη της Λεβαδείας, την οποία θα δημοσιεύσει σύντομα ο Άγγελος Ματθαίου.

Η Silvia Milanezi (Le prix de la victoire : à propos des athlothètes dans les cités grecques) σημείωσε ότι ενώ οι αθηναίοι αθλοθέτες απασχόλησαν συστηματικά τους ιστορικούς, η αθλοθεσία δεν αποτέλεσε το αντικείμενο παρά μόνο μιας σύνθεσης. Αφού κατάρτισε έναν κατάλογο των αθλοθετών και άλλων αξιωματούχων επιφορτισμένων με την ανταμοιβή των νικητών στις γιορτές των πόλεων ή στις πανελλήνιες γιορτές, εξέτασε τα προνόμιά τους και τα χρηματικά ποσά που διαχειρίζονταν.

Ο Jean- Charles Moretti (Le coût et le financement des théâtres grecs) σημείωσε ότι η χρηματοδότηση των θεατρικών κτηρίων είναι γνωστή από πολλά κείμενα, κυρίως επιγραφικά. Αυτά τα τεκμήρια, χρονολογημένα μεταξύ του 4ου αι. π.Χ. και του 5ου αι. μ.Χ., επιβεβαιώνουν τους τρόπους χρηματοδότησης και το κόστος των εργασιών κατασκευής, επισκευής ή συντήρησης θεάτρων ή ωδείων. Τα πιο πλούσια αποσπάσματα προέρχονται από τη Δήλο, της οποίας το θέατρο ανέλαβε το ιερό ταμείο. Σε άλλες πόλεις, τα θέατρα χτίζονταν με τα χρήματα του δημόσιου ταμείου, χάρη σε βασιλικές δωρεές ή με τη βοήθεια ιδιωτών που αναλάμβαναν την ανέγερση του ενός ή του άλλου τμήματος του κτηρίου, εξυπηρετούσαν την πολιτεία με δάνεια χωρίς τόκους, συμμετείχαν στις εισφορές ή προόριζαν ένα μέρος της κληρονομιάς τους για την κατασκευή.

Η Virginie Mathé (Coût et financement des stades et des hippodromes grecs) ασχολήθηκε με τη χρηματοδότηση της κατασκευής και της διαχείρισης των σταδίων και των ιπποδρόμων, που είναι γνωστά κυρίως από φιλολογικές μαρτυρίες, τιμητικά ψηφίσματα και λογαριασμούς. Είναι επίσης δυνατό να εκτιμήσουμε την αναλογία της συμμετοχής της πόλης, του ιερού και των ιδιωτών (οι τελευταίοι αρκετά σπάνιοι) στη χρηματοδότηση αυτών των κτηρίων. Από τη ρωμαϊκή εποχή η ευεργεσία ενισχύεται με τον πολλαπλασιασμό των αγώνων και με την ανάπτυξη των ρωμαϊκών αγώνων του ιπποδρόμων.

Ο Wolfgang Decker (Siegespreise im Sport in prämonetärer Zeit) εξηγεί ότι πριν την επινόηση του νομίσματος (γύρω στα 600 π.Χ.) τα έπαθλα των αγώνων αποτελούσαν κυρίως αντικείμενα. Η αρχαιότερη ένδειξη ενός επάθλου αγώνων είναι ένας σουμερικός χάλκινος δακτύλιος (περίπου 2000 π.Χ.) για τον νικητή της πάλης. Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα έπαθλα στην ομηρική εποχή: στην εποχή των επιτάφιων αγώνων προς τιμήν του Πατρόκλου στην Ιλιάδα οι νικητές λάμβαναν λέβητες, τρίποδες, άλογα, μουλάρια, βόδια, γυναίκες, σίδηρο, χρυσό, όπλα. Στην Οδύσσεια το έπαθλο στον αγώνα των μνηστήρων είναι το χέρι της Πηνελόπης και την ίδια στιγμή το βασίλειο της Ιθάκης.

Ο William Slater (Prizes for victors: the historical development) συγκέντρωσε μια σειρά μαρτυριών για την πληρωμή του επάθλου στους νικητές των αγώνων και εξέτασε της εξέλιξη. Συμπέρανε ότι αυτές οι μαρτυρίες συχνά διαστρεβλώνονται από την παραδοσιακή ιδεολογία της αίγλης των ελληνικών στεφανιτών αγώνων (αγώνες στους οποίους προσφέρονταν στους νικητές στέφανοι από φύλλα φυτών, σε αντίθεση με τους χρηματίτες, στους οποίους προσφέρονταν αντικείμενα αξίας ή χρήματα), από τις διαφορετικές αξίες που επιβλήθηκαν από τη Ρώμη και τους αυτοκρατορικούς αγώνες και από την επιρροή των συντεχνιών των καλλιτεχνών. Μελέτησε επίσης το υψηλό κόστος των δραματικών σε σύγκριση με άλλους αγώνες, τη συμμετοχή των συντεχνιών των καλλιτεχνών στην οργάνωση των αγώνων, την πληρωμή επιδομάτων στους ζώντες νικητές στον ελληνικό κόσμο, πριν την εποχή του Τραϊανού.

Η Gwenola Cogan (Les concours des cités grecques à l’époque de Pindare. Panhelléniques et chrématites ?) ανέλυσε τις αναφορές του Πινδάρου σε έναν μεγάλο αριθμό αγώνων στους οποίους συμμετείχαν αθλητές που εξύμνησε ο ίδιος. Αν αυτοί οι αθλητές περιηγούνταν την Ελλάδα συμμετέχοντας στους αγώνες των πόλεων, η φύση αυτών των αγώνων δεν μοιάζει πια «τοπική», αλλά γίνεται σχεδόν «πανελλήνια». Ο Πίνδαρος προσδιόριζε επίσης τη σημαντική θέση που είχαν τα έπαθλα σε αυτούς τους αγώνες και ήδη τόνιζε ότι αυτοί οι στεφανίτες αγώνες είχαν επίσης έναν χαρακτήρα χρηματικό.

Ο Sylvain Perrot (Récompenses et rémunérations des musiciens à Delphes) διερεύνησε σε ποιο σημείο η παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ των στεφανιτών αγώνων και των χρηματιτών αγώνων είναι βάσιμη στους Δελφούς, μέσα από το παράδειγμα των μουσικών και την ιστορία του ιερού.

Η Katherine M.D. Dunbabin (The prize tables: crowns, palms and moneybags in Roman art) έδειξε ότι τα υλικά σύμβολα της νίκης κατείχαν μια σημαντική θέση στην αγωνιστική εικονογραφία της ρωμαϊκής τέχνης της μέσης και ύστερης αυτοκρατορίας. Παρά τις πρόσφατες σημαντικές εργασίες για τους νικητήριους στεφάνους (J. Rumscheid, D. Salzmann, D. Klose, N. Duval), παραμένουν ακόμη πολλά σκοτεινά ως προς την ανάπτυξη και τη χρήση των ειδικών αντικειμένων και ως προς τη σημασία τους σε διαφορετικές περιστάσεις. Η Dunbabin εξέτασε αυτά τα ζητήματα ξεφεύγοντας από την εικονογραφική θεώρηση και αναλύοντας το αθλητικό μωσαϊκό του Batten Zammour της Τυνησίας με τη λεπτομερή παρουσίαση της τράπεζας των επάθλων. Πραγματεύθηκε επίσης τις διαφορετικές παραλλαγές των απεικονιζόμενων νικητήριων στεφάνων και τη γεωγραφική και χρονολογική τους διάδοση.

Το συνέδριο φώτισε νέες πτυχές στη θεματική της χρηματοδότησης των αρχαίων αγώνων, και ειδικά των θεατρικών -που απουσιάζουν από τις μελέτες και τις μονογραφίες για το αρχαίο θέατρο-, συμπληρώνοντας ένα μεγάλο κενό στις έρευνες για την αρχαιότητα.

Δρ Daniela Summa
Inscriptiones Graecae, Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften
summa@bbaw.de

Μετάφραση από τα γαλλικά: Φωτεινή Κοκκίνη