Γεράσιμος Μέριανος, Οικονομικές ιδέες στο Βυζάντιο τον 12ο αιώνα. Οι περί οικονομίας απόψεις του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, “Μονογραφίες 13”, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 2008.
ISBN 978-960-371-055-4

Βιβλιοκρισία
Δεν είναι έξω από τα όρια προβληματισμών ενός διανοούμενου η προσέγγιση και διατύπωση απόψεων σε ζητήματα που σχετίζονται με την οικονομία ως καίριας εκδήλωσης συντεταγμένου πολιτικού και κοινωνικού βίου. Ίσως θα μπορούσε να ξενίσει τον σύγχρονο άνθρωπο η αρχιερατική ιδιότητα του προσώπου το οποίο διατυπώνει τέτοιες απόψεις. Ωστόσο, όταν πρόκειται για προσωπικότητα της ολκής του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευσταθίου – ενός από τους επιφανέστερους και σημαντικότερους διανοούμενους μιας κρίσιμης εποχής, όπως ο 12ος αιώνας για το Βυζάντιο – γίνεται αντιληπτό, ότι δεν θα ήταν δυνατό να τεθούν στο περιθώριο της σκέψης του τα μείζονα ζητήματα της εποχής και η προσέγγισή τους μέσα από το ισχυρό πρίσμα των αριστοκρατικών αντιλήψεων της βυζαντινής άρχουσας τάξης στην οποία ανήκε. Αυτό ακριβώς το θέμα πραγματεύεται ο Γεράσιμος Μέριανος στο βιβλίο του που εκδόθηκε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Βυζάντιο και Δύση». Ο Ευστάθιος υπήρξε μεγάλος νους. Bαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που τον 11ο αιώνα επηρεάζει καίρια τη σκέψη των Βυζαντινών, υπήρξε πολυγραφότατος με συγγραφικό έργο που εκτείνεται σε ποικίλους τομείς. Κορυφαίος φιλόλογος και σχολιαστής των ομηρικών επών και των έργων του Πινδάρου και του Διονυσίου του Περιηγητή υπήρξε παράλληλα ιστορικός, συγγραφέας του χρονικού της πολιορκίας και της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, βαθυστόχαστος θεολόγος και συγγραφέας θεολογικών και λειτουργικών έργων, ρητορικών κειμένων εκκλησιαστικού και άλλου περιεχομένου, κηρυγμάτων, επιταφίων και επιστολών, ενώ ως ιεράρχης πέρα από το ποιμαντικό έργο που επιτέλεσε υπήρξε οξυδερκής μεταρρυθμιστής του μοναστικού βίου.

Στο βιβλίο του Γεράσιμου Μέριανου εξετάζεται η σχετική με την οικονομία ιδεολογία του Ευσταθίου. Ο συγγραφέας ορθά διευκρινίζει, ότι ως ιδεολογία εννοείται η διανοητική απόπειρα λογικής ερμηνείας συμπεριφορικών προτύπων και στην περίπτωση του Ευσταθίου προτύπων της βυζαντινής άρχουσας τάξης κατά τον 12ο αιώνα. Αντικείμενο, λοιπόν, του βιβλίου είναι η εξέταση των αντιλήψεων για την οικονομία «ενός επιφανούς και αντιπροσωπευτικού μέλους της αριστοκρατικής διανόησης» της εποχής και συνάμα σημαίνοντος εκπροσώπου της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, μητροπολίτη της σημαντικότερης μετά τη βασιλεύουσα πόλης της αυτοκρατορίας. Ως ανώτατος κληρικός ο Ευστάθιος ήταν ενταγμένος στον κρατικό μηχανισμό και ως λόγιος ήταν συνεργός στη διαμόρφωση της άρχουσας ιδεολογίας, φορέας και διακινητής της αυτοκρατορικής πολιτικής και των ιδεών της βυζαντινής αριστοκρατίας με το έργο του. Αποσκοπώντας στην προσέγγιση της σκέψης και των αντιλήψεων του Ευσταθίου ο Μέριανος μελετά συστηματικά το συνολικό έργο του και παράλληλα διερευνά τα έργα των άλλων βυζαντινών συγγραφέων του 11ου και του 12ου αιώνα, του Ιωάννη Ζωναρά, του Μιχαήλ Ατταλειάτη, του Νικήτα Χωνιάτη, του αδελφού του Μιχαήλ Χωνιάτη, του Ιωάννη Κίνναμου, του Ευθύμιου Μαλάκη, του Ιωάννη Τζέτζη και άλλων, καθώς επίσης τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας που φαίνεται ότι άσκησαν επιρροή στη σκέψη του Ευσταθίου. Αλλά πέρα από αυτές τις πηγές επιρροών και συγγενικών αντιλήψεων είναι η χριστιανική παράδοση και η πατερική διδασκαλία που επιδρούν καταλυτικά στη σκέψη και διαμορφώνουν τη βιοθεωρία του Ευσταθίου: η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, τα πατερικά κείμενα, οι αποφάσεις των Συνόδων.

Το βιβλίο διαιρείται σε πέντε κύρια μέρη / κεφάλαια. Προηγείται, βέβαια, μια σχετικά σύντομη «Εισαγωγή» (σελ. 17-26) όπου ο συγγραφέας προϊδεάζει τον αναγνώστη για τις προθέσεις του και για το περιεχόμενο του βιβλίου και παρέχει το στίγμα της προσωπικότητας, της παιδείας και της εποχής του Ευσταθίου. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπως είναι μεθοδολογικά ορθό, είναι αφιερωμένο στην εξέταση των βιογραφικών δεδομένων του Ευσταθίου, φέρει τον τίτλο «Ο βίος του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης» (σελ. 27-61) και περιλαμβάνει δύο υποκεφάλαια: 1. «Η κωνσταντινουπολίτικη περίοδος» της ζωής του Ευσταθίου και 2. «Ο Ευστάθιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης». Ο συγγραφέας επισημαίνει αρχικά το δύσκολο του εγχειρήματος της ανασύνθεσης του βίου του ιεράρχη λόγω των αποσπασματικών και συχνά μη ασφαλών στοιχείων. Ωστόσο, επιχειρεί να παρουσιάσει με όσο το δυνατό πληρέστερη τεκμηρίωση και κριτική προσέγγιση των πηγών τα σπουδαιότερα γεγονότα της ζωής του Ευσταθίου, γεννημένου γύρω στο 1115 πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη. Aνιψιός και μαθητής του επιφανούς δασκάλου και κληρικού Νικολάου Καταφλώρον, ο Ευστάθιος δέχθηκε την εγκύκλια μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και υπηρέτησε ως διάκονος στην Αγία Σοφία, άσκησε υπουργήματα στην πατριαρχική υπηρεσία και παρέσχε διδακτικό έργο ως γραμματικός (δάσκαλος ποιητικών κειμένων) και αργότερα μαΐστωρ των ρητόρων.
    Το 1177 πιθανότατα, όντας σε μεγάλη πλέον ηλικία, ο διάκονος Ευστάθιος επιλέχθηκε ως μητροπολίτης Μύρων της Λυκίας, αλλά πολύ σύντομα και προτού χειροτονηθεί, το 1178, με απόφαση του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄Κομνηνού του ανατέθηκε η μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Στη συμβασιλεύουσα ο Ευστάθιος συνέχισε το διδακτικό και το συγγραφικό έργο που, σύμφωνα πάντοτε με τις μαρτυρίες των συγχρόνων του, είχε μέγιστη φήμη στην Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, μεταξύ των μαθητών του υπήρξαν σπουδαίες μορφές, όπως ο Γρηγόριος Αντίοχος και ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ο μετέπειτα μητροπολίτης Αθηνών. Εξ άλλου, στον κύκλο των φίλων του Ευσταθίου συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Ευθύμιος Μαλάκης, ο μητροπολίτης Αθηνών Νικόλαος Αγιοθεοδωρίτης και ο μετέπειτα πατριάρχης Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανός. Ο Ευστάθιος θεωρούσε την πόλη που ποίμαινε μακάρων γη, οποίαν ο μαθών ουκ αν έχοι λαθέσθαι αυτής, μολονότι ως ιεράρχης αντιμετώπισε πολλαπλές δυσχέρειες με τους Θεσσαλονικείς. Από την άλλη μεριά μέτοχος ήδη της αυτοκρατορικής εύνοιας ανήκει στο κλίμα της βυζαντινής αυλής και συμμετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη με αφορμή τους γάμους του Αλεξίου Κομνηνού με την Αγνή-Άννα της Γαλλίας το 1180 συντάσσοντας και εκφωνώντας λόγους πανηγυρικούς. To 1185 η Θεσσαλονίκη κυριεύθηκε από τους Νορμανδούς. Ο ιεράρχης περιγράφει τα τραγικά γεγονότα και επιρρίπτει ευθύνες στο πρόσωπο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α΄. Μετά την νορμανδική κατάκτηση, ο Ευστάθιος αιχμαλωτίστηκε από τον πρώην πειρατή Σίφαντο που ήταν στην υπηρεσία των Νορμανδών αλλά απελευθερώθηκε μη έχοντας δυνατότητα να καταβάλει τα λύτρα. Το 1191 ο μητροπολίτης πιεζόμενος από τα προβλήματα που του δημιουργούσαν οι εχθροί του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και προσέφυγε στον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄στην Αδριανούπολη, ο οποίος του ανέθεσε διπλωματική αποστολή στον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Α΄ τον Λεοντόκαρδο στην Παλαιστίνη. Στα επόμενα χρόνια επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου πιθανότατα πέθανε το 1195/6. Απέκτησε μετά θάνατο τη φήμη αγίου, γεγονός που μαρτυρείται από τις πηγές και επιβεβαιώνουν οι αγιογραφίες σε σερβικές μονές του 14ου αιώνα. Ωστόσο, μόλις το 1988 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αγιοποίησε τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο.

Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει «Το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της εποχής του Ευσταθίου (1081-1204)». Στο κεφάλαιο αυτό (σελ. 63-87) ο συγγραφέας προσεγγίζει και μελετά τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες που διαμόρφωσαν το κλίμα της εποχής και επέδρασαν στη σκέψη του Ευσταθίου. Πρόκειται για μια κρίσιμη εποχή της ιστορίας του Βυζαντίου που έχει αφετηρία την ανάρρηση στον θρόνο του Αλεξίου Α΄και καταλήγει στην οδυνηρή άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204. Είναι η εποχή που σφραγίζεται από τις δυναστείες των Κομνηνών και των Αγγέλων και που συνίσταται σε μια μακρά εκατονταετή περίοδο ακμής από το 1081 έως το 1180 που τη διαδέχεται περίοδος κάμψης, πολιτικής και οικονομικής παρακμής και δυναστικής κρίσης με κατάληξη την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Το κεφάλαιο περιλαμβάνει επίσης δύο υποκεφάλαια: 1. «Η εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου – Η εσωτερική πολιτική» και 2. «Θεσσαλονίκη, η μητρόπολη του Ευσταθίου». Στο πρώτο εξετάζονται τα μεγάλα προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αυτοκρατορία τόσο με την οικονομική ανάπτυξη της χριστιανικής Δύσης όσο και με την επιθετικότητα της μουσουλμανικής Ανατολής. Η νορμανδική απειλή αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις μετά την κατάληψη του Δυρραχίου το 1081 και την εισβολή στη δυτική Ελλάδα, τη νέα επιδρομή και λεηλασία στη δυτική και την κεντρική Ελλάδα το 1147 και την απόσπαση των νησιών του Ιονίου και την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1185. Από την άλλη μεριά, η αυτοκρατορία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σταυροφορική κίνηση και επιχειρεί να ελέγξει τη δυναμική της και να επιτύχει οφέλη. Ωστόσο, οι αμυντικές ανάγκες που αντιμετωπίζει η αυτοκρατορία οδηγούν τους αυτοκράτορες στην παραχώρηση εμπορικών προνομίων προς τις ναυτικές πολιτείες της Ιταλίας που ανοίγουν τον δρόμο για την οικονομική επικυριαρχία τους στην Ελληνική Ανατολή. Στη χερσόνησο του Αίμου η αυτοκρατορία αντιμετωπίζει την απειλή των Πετσενέγων και των Ούγγρων, τις τάσεις για ανεξαρτησία των Σέρβων και την εξέγερση Βουλγάρων, Κουμάνων και Βλάχων που οδήγησε στην ίδρυση του δεύτερου βουλγαρικού κράτους το 1188.
    Παρά τον συγκεντρωτισμό που διείπε την αυτοκρατορία των Κομνηνών συμμέτοχη στη διοίκηση ήταν η στρατιωτική γαιοκτητική αριστοκρατία. Αλλά μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α΄εκδηλώθηκαν φυγόκεντρες τάσεις και αποσχιστικά κινήματα, όπως του Ισαάκιου Κομνηνού στην Κύπρο το 1184 και λίγο αργότερα του άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρού στην κεντρική Ελλάδα (1203-1204). Ωστόσο, στη διάρκεια του 12ου αιώνα η πολιτική σταθερότητα εξυπηρέτησε την οικονομική ακμή, την αύξηση της παραγωγής, την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, τη δημογραφική ανάπτυξη και την αστικοποίηση. Στον γεωργικό τομέα παρατηρείται αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, καλλιέργεια νέων ειδών, διάδοση τεχνικών μέσων και εγγειοβελτιωτικά έργα που συνετέλεσαν στην αύξηση της παραγωγής. Αλλά παράλληλα συμβαίνει επικράτηση της μεγάλης γαιοκτησίας, μείωση του αριθμού των ελεύθερων καλλιεργητών και υποταγή των αγροτών στους γαιοκτήμονες. Το ίδιο το κράτος συμβάλλει στην αύξηση της μεγάλης γαιοκτησίας με την παροχή προνοιών σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, σε ανώτερους στρατιωτικούς και συγκλητικούς.
    Η νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄το 1092 με την αντικατάσταση του υποτιμημένου χρυσού νομίσματος με το υπέρπυρον επανέφερε το βυζαντινό νόμισμα σε επίπεδα σταθερότητας. Με τη φορολογική μεταρρύθμιση αυξήθηκαν οι επιβαρύνσεις των αγροτών με παράλληλη μείωση των υποχρεώσεων της γαιοκτησίας, ενώ η πολιτική παροχής προνομίων ωφέλησε τους δημόσιους αξιωματούχους και ορισμένους γαιοκτήμονες αλλά κυρίως τους δυτικούς εμπόρους ζημιώνοντας τη βυζαντινή οικονομία. Την ίδια εποχή παρατηρείται ανάπτυξη των πόλεων και του αστικού βίου, προώθηση της βιοτεχνίας, ανάπτυξη του εσωτερικού και του διαμετακομιστικού εμπορίου. Η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς διευκόλυνε την επιδίωξη του κέρδους και θεώρησε θεμιτό τον τοκισμό των κεφαλαίων. Έμποροι και τραπεζίτες επιδίδονται σε εμπορικές δραστηριότητες και χρηματικές συναλλαγές όχι μόνο στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας αλλά και στις υπερπόντιες αγορές της Μεσογείου αντιμετωπίζοντας τον σκληρό ανταγωνισμό των Ιταλών και άλλων Λατίνων εμπόρων.
    Στο δεύτερο υποκεφάλαιο ο συγγραφέας μελετά την οικονομική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης, της δεύτερης πόλης της αυτοκρατορίας με πληθυσμό γύρω στις 150.000 ψυχές. Με εύφορη ενδοχώρα, αναπτυγμένη βιοτεχνία (υαλουργία, μεταλλουργία, ιματισμός και γουνοποιία) και ασφαλές λιμάνι, όπου κατέληγαν οι χερσαίοι δρόμοι και οι μεγάλες θαλάσσιες γραμμές ήταν φυσικό να καταστεί το σημαντικότερο κέντρο του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου στη Βαλκανική. Ισχυρή πρέπει να ήταν η παρουσία των Λατίνων εμπόρων, καθώς επίσης Εβραίων και Αρμενίων. Η διεθνής οκταήμερη εμποροπανήγυρη του Οκτωβρίου που γινόταν με αφορμή τα Δημήτρια, τη γιορτή του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, ήταν η κορυφαία εκδήλωση της εμπορικής δραστηριότητας, όπου συνέρρεαν και συναλλάσσονταν έμποροι από την ανατολική και τη δυτική Ευρώπη διαθέτοντας παντοειδή και ποικίλης προέλευσης εμπορεύματα. Στο πλαίσιο της αγοράς της Θεσσαλονίκης διενεργούνταν ποικίλες εμπορικές, πιστωτικές και συναλλαγματικές δραστηριότητες. Η ακμαία οικονομία της πόλης την καθιστούσε ισότιμη προς τη βασιλεύουσα από την οποία υπολειπόταν μόνο ως προς την πολιτική επιρροή. Βιώνοντας το κλίμα της αγοράς ο Ευστάθιος διατύπωνε στα κηρύγματά του απόψεις και νουθεσίες που αντανακλούσαν τις εμπειρίες που είχε από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.

Τις πηγές της οικονομικής θεωρίας του Ευσταθίου διερευνά ο συγγραφέας στο τρίτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Οι επιδράσεις στην οικονομική φιλοσοφία του Ευσταθίου από τον χώρο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας» (σελ. 89-155) και που περιλαμβάνει τρία υποκεφάλαια: 1. «Εισαγωγικές παρατηρήσεις», 2. «Τα ομηρικά έπη» και 3. «Κλασικοί συγγραφείς». Η εποχή του Ευσταθίου γνωρίζει την ελληνική γραμματεία και η ουσιαστική ενασχόληση με τα κλασικά κείμενα επέτρεψε στους βυζαντινούς λογίους να διαμορφώσουν μια ορθολογική σκέψη, παρά τις τυχόν αντιδράσεις των φορέων της άρχουσας ιδεολογίας, και να οδηγηθούν σε γόνιμους προβληματισμούς σε πολλούς τομείς. Το γνωστότερο και εκτενέστερο έργο του Ευσταθίου είναι τα σχόλια στα έπη του Ομήρου που συνέταξε με σκοπό να χρησιμεύσουν στη μελέτη των νέων. Οι αναφορές στον Όμηρο είναι συχνές στα έργα του Ευσταθίου, πράγμα όχι ξένο προς τις τάσεις της βυζαντινής λογιοσύνης της εποχής. Ο Ευστάθιος εκτιμά ιδιαίτερα την ομηρική οικονομία. Στην Οδύσσεια κύριος θεσμός είναι ο αριστοκρατικός οίκος, που συνιστά οικονομικώς αυτάρκη μονάδα. Βάση της οικονομίας είναι η γαιοκτησία και ο αγροτικός βίος. Παρά την αυτάρκεια, η πρόσκτηση άλλων αγαθών, όπως δούλων και μετάλλων, γινόταν μέσω του πολέμου και της λαφυραγωγίας ή με την ανταλλαγή δώρων. Στον αριστοκρατικό κόσμο των ηρώων απουσιάζει η έννοια του εμπορίου και της αγοράς. Το εμπόριο ασκείται από κατώτερα κοινωνικά άτομα και ξένους όπως οι Φοίνικες και η επιδίωξη του κέρδους είναι καταφρονητέα. Όμως, ενώ στην Ιλιάδα η εργασία είναι θεϊκή τιμωρία, οι ήρωες στην Οδύσσεια αρέσκονται να εργάζονται με ελεύθερη επιλογή και ο Ευστάθιος αντιλαμβάνεται την εργασία ως φυσική ενέργεια του ανθρώπου αρεστή στον Θεό. Προσεγγίζοντας την ομηρική αντίληψη θεωρεί ότι, η γεωργία που αποσκοπεί στην αυτάρκεια είναι καλή μορφή εργασίας αντίθετα με το εμπόριο και τη βιοτεχνία που αποσκοπούν στο κέρδος. Και ακριβώς προβάλλοντας τις ανταλλακτικές συναλλαγές των ομηρικών χρόνων υποτιμά τη χρήση του χρήματος και καταδικάζει τον υπερβολικό πλουτισμό από το επικερδές εμπόριο. Είναι ιδιαίτερα εύστοχες οι παρατηρήσεις του Μέριανου για τις αναλογίες που παρουσιάζει το επικο-ηρωικό πνεύμα και οι αξίες της στρατιωτικής αριστοκρατίας και της δυναστείας των Κομνηνών – όπως εκφράζεται στα έργα του Ευσταθίου και στα έργα των άλλων λογίων της εποχής – με την ομηρική πραγματικότητα. Κατά τον Μέριανο η αυθεντία του Ομήρου παρείχε την ιδεολογική δικαίωση σε ορισμένες οικονομικές και κοινωνικές αριστοκρατικής νοοτροπίας αντιλήψεις του Ευσταθίου.
    Όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, στην αρχαιότητα ο όρος οικονομία δήλωνε τη διαχείριση του οίκου και κατ’ επέκταση τη διοίκηση ή την οργάνωση, ενώ στα έργα της αρχαίας γραμματείας δεν διαπιστώνεται «αυτούσια και ανεξάρτητη οικονομική σκέψη και ανάλυση», αλλά μόνο «κοινές, εμπειρικές και καθημερινές παρατηρήσεις του οικονομικού πράττειν». Ως προς την εργασία, υπήρχε αρνητική στάση, ιδιαίτερα μάλιστα εάν ο εργαζόμενος πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε άλλον, αντίληψη από την οποία δεν ξέφευγε και ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, είχε διαμορφωθεί μία κλίμακα διάκρισης σε ευγενείς και λιγότερο ευγενείς ασχολίες, όπως η βιοτεχνία και το εμπόριο, που ήταν κατάλληλες για τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις, τους ξένους και τους δούλους. Όπως στον Όμηρο, έτσι και στην κλασική εποχή η γεωργία αποτελούσε την πλέον αξιέπαινη ασχολία. Ο Ξενοφών (Οικονομικός) τη θεωρεί των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν και προσδιορίζει τις αρχές που πρέπει να διέπουν την ορθή οργάνωση της οικίας. Διασυνδέει μάλιστα ως αξίες τη γεωργία με την πολεμική τέχνη πράγμα που έμμεσα αποδέχεται και ο Ευστάθιος αντικατοπτρίζοντας τις αντιλήψεις της στρατιωτικής αριστοκρατίας γαιοκτημόνων της εποχής του. Αντίθετα, ακατάλληλα κατά τον Ξενοφώντα για τον ελεύθερο πολίτη, ως ανθυγιεινά και αντικοινωνικά, ήταν τα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Ανάλογες απόψεις διατύπωναν ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος. Κατά τον Αριστοτέλη οι χειρώνακτες είναι εξαρτημένοι από τους εντολείς των έργων και κατά συνέπεια η εργασία τους λίγο διαφέρει από δουλεία. Σε μια ιδανική πολιτεία, λοιπόν, δεν μπορούν να έχουν την ιδιότητα του πολίτη τεχνίτες και έμποροι. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Πλάτων. Αλλά, αντίθετα με τον Ξενοφώντα, ο Αριστοτέλης θεωρεί και τους γεωργούς ακατάλληλους για πολίτες, επειδή δεν διαθέτουν τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο.
    Ο Μέριανος μελετώντας τα Πολιτικά επιχειρεί μια ουσιαστική και συνεπή προσέγγιση της αριστοτελικής σκέψης ώς προς το εμπόριο και το χρηματικό κέρδος και αναλύει τις έννοιες της οικονομικής, της τέχνης διαχείρισης του οίκου, και της κτητικής ή χρηματιστικής, δηλαδή του προσπορισμού των αναγκαίων για τη διαβίωση ενός οίκου ή μιας πόλης, καθώς επίσης της αχρήματης ανταλλαγής αγαθών (μεταβλητικής) ή της εγχρήματης συναλλαγής με σκοπό την επάρκεια αγαθών, αλλά και των δύο μεθόδων συσσώρευσης χρήματος και πλούτου, της καπηλικής, δηλαδή της κερδοσκοπικής εμπορίας, και της οβολοστατικής, της καταδικαστέας τοκοληψίας. Ανάλογες απόψεις διατυπώνει και ο Ευστάθιος με προφανή την επιρροή του Αριστοτέλη.
    Με τα ίδια εργαλεία έρευνας προσεγγίζει ο Μέριανος τις αρχές που διατυπώνει ο Πλάτων, ο οποίος θεωρεί ότι η καπηλεία διαφθείρει τους ανθρώπους και βλάπτει τις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ ο χρυσός αποβαίνει καταστροφικός διότι η επιδίωξη κέρδους οδηγεί στην αποσύνθεση της πολιτείας λόγω ανταγωνισμού πλουσίων και φτωχών. Ο Πλάτων προτείνει την απαγόρευση στους πολίτες να ασκούν εμπόριο, απαγορεύει την τοκοληψία και εισηγείται την παρέμβαση του κράτους ως ρυθμιστή του κέρδους στην αγορά, άποψη που θα επηρεάσει τη βυζαντινή αντίληψη κρατικού παρεμβατισμού. Ο συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα της διάδοσης των έργων της κλασικής γραμματείας τον 11ο και τον 12ο αιώνα και της επίδρασης που άσκησαν στους Βυζαντινούς λογίους. Ιδιαίτερα προσφιλής ήταν η μελέτη των έργων του Αριστοτέλη και οι οικονομικές ιδέες που διατυπώνονται στα Πολιτικά και στα Ηθικά Νικομάχεια είχαν σημαντική απήχηση. Όπως παρατηρεί ο Μέριανος, οι Βυζαντινοί μελετητές και σχολιαστές «επιχειρούν να κατανοήσουν τις οικονομικές διεργασίες, όπως τον πληθωρισμό, την αξία και τη λειτουργία του χρήματος, τη διαμόρφωση των τιμών και των μισθών μέσω της προσφοράς και της ζήτησης». Βαθύς μελετητής και γνώστης του αριστοτελικού έργου ο Ευστάθιος δίδασκε την αριστοτελική φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη και χρησιμοποιούσε παραθέματα από τα κείμενα του αρχαίου φιλοσόφου για επίρρωση των θέσεών του. Ιδιαίτερα οι περί κοινωνικής δικαιοσύνης αντιλήψεις ακολουθούν την αριστοτελική σκέψη που μετασχηματισμένη από την πατερική διδασκαλία είχε επηρεάσει τη βυζαντινή θεωρία. Ο Μέριανος παραθέτει προσεκτικά τις ιδέες που αναπτύσσονται στα Ηθικά Νικομάχεια και συσχετίζει με αυτές τις αντιλήψεις του Ευσταθίου, που έχουν, βέβαια, επισφραγισθεί με τη χριστιανική παράδοση. Ο Ευστάθιος χρησιμοποιεί το αριστοτελικό υπόβαθρο για να υποστηρίξει αριστοκρατικές συντηρητικές απόψεις. Ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης και αντιδρά στην ανατρεπτική τάση του πλουτισμού μέσω του εμπορίου.  

Συστηματικότερα αναπτύσσεται η οικονομική ιδεολογία του Ευσταθίου στο επόμενο τέταρτο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Οι οικονομικές ιδέες του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης» (σελ. 157-244). Το κεφάλαιο αυτό διαιρείται σε δώδεκα υποκεφάλαια με πρώτο τις «Εισαγωγικές επισημάνσεις», όπου ο συγγραφέας αφού αναφερθεί στα νέα δεδομένα της εποχής που δημιουργούν η εξάπλωση της νομισματικής οικονομίας, η ανάδυση της ελεύθερης αγοράς και οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, επισημαίνει την αντίθεση της κυρίαρχης χριστιανικής αντίληψης για το κέρδος και την απουσία οικονομικών θεωριών στο Βυζάντιο και διαπιστώνει ότι και ο Ευστάθιος δεν έχει συγγράψει ειδική πραγματεία περί οικονομίας αλλά οι απόψεις του είναι διάσπαρτες στα έργα του. Ακολουθούν τα υποκεφάλαια που αναφέρονται στις ιδέες που διατυπώνει ο Ευστάθιος για ειδικά ζητήματα και θεσμούς: «Εργασία», «Γεωργία», «Αυτάρκεια», «Εμπόριο – βιοτεχνία», «Τοκοληψία», «Πλούτος – πενία», «Φιλανθρωπία – ελεημοσύνη», «Δουλεία – εξαρτημένη εργασία», «Φορολογία», «Πρόνοια» και τέλος «Χαριστική δωρεά – μοναστική περιουσία».
    Ο Ευστάθιος θεωρεί την εργασία ως φυσική κατάσταση που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα, του εξασφαλίζει την επιβίωση προσπορίζοντας υλικά και πνευματικά αγαθά. Αντίθετα κατακρίνει την απραξία των μοναχών που ουδέν κέρδος πνευματικόν αποφέρει. Κατά τον Ευστάθιο ευγενέστερη μορφή εργασίας είναι η γεωργική που εξασφαλίζει την αυτάρκεια, αντίληψη που συνδυάζει τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων και την πατερική διδασκαλία με τις τάσεις της αριστοκρατίας της εποχής σύμφωνη με την οικονομική πραγματικότητα του 12ου αιώνα. Άλλωστε ο ίδιος εμφανίζεται ως ικανότατος γεωργός και κηπουρός και προβάλλει το αγαθό της παραγωγής και της αυτάρκειας, ιδεώδες που φαίνεται ότι διέπει τη νοοτροπία της συντηρητικής βυζαντινής κοινωνίας παρά τις νέες τάσεις εκχρηματισμού της οικονομίας. Τον 12ο αιώνα, μολονότι εξακολουθεί η πρακτική των εις είδος αμοιβών και είναι ενεργός η ανταλλακτική οικονομία, η χρηματική συναλλαγή αποτελεί πλέον γενικευμένη πρακτική στη βυζαντινή αγορά. Ο Ευστάθιος δεν αντιτίθεται στην άσκηση του εμπορίου αλλά στην επιδίωξη χρηματικού κέρδους. Άλλωστε, η απόκρυψη αγαθών, η αισχροκέρδεια, η νοθεία και η πώληση ελλειποβαρών προϊόντων ήταν πρακτικές όχι σπάνιες και δημιουργούσαν την αντιπάθεια προς τους εμπόρους. Ανάλογα, εκτιμά και τα βιοτεχνικά χειρωνακτικά επαγγέλματα ως απαραίτητα, αν και τα θεωρεί υποδεέστερα ως προς τη γεωργία, με την προϋπόθεση ότι δεν οδηγούν στον χρηματισμό. Αλλά, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, τον 11ο και τον 12ο αιώνα «το εμπόριο και η βιοτεχνία απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία για την οικονομία και το κράτος, σημειώθηκε αύξηση της παραγωγής και του όγκου των συναλλλαγών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της οικονομικής άνθησης» με αποτέλεσμα την ανάδειξη πλουσίων εμπόρων και τραπεζιτών που απέκτησαν οικονομική αλλά και πολιτική δύναμη. Αυστηρότατα καταδικάζει την τοκοληψία που τη θεωρεί σοβαρότατο αμάρτημα, παρ’ όλο που η πρακτική του έντοκου δανεισμού ήταν νομικά ανεκτή και η υποθήκευση περιουσιακών στοιχείων για δανειοληψία συνηθισμένη. Ως προς τον πλούτο η στάση του Ευσταθίου είναι θετική αλλά αποδοκιμάζει τον άνομο πλουτισμό και τη φιλαργυρία. Από την άλλη μεριά συμπονεί τους εργαζόμενους που δεν αμείβονται ικανοποιητικά, τους φτωχούς και τους επαίτες. Η φτώχεια αντιμετωπιζόταν με τη φιλανθρωπία που ασκούσε το κράτος, η Εκκλησία και οι χριστιανοί. Αλλά για να ανταποκριθεί η Εκκλησία πρέπει να διαθέτει περιουσία που συχνά τη σφετερίζονταν οι λαϊκοί. Η ελεημοσύνη πέρα από φιλανθρωπία ήταν και μορφή οικονομικής συμπεριφοράς, αφού με αυτή γινόταν αναδιανομή του εισοδήματος. Οι πλούσιοι είναι απλοί διαχειριστές των αγαθών που κατέχουν, ενώ η εγωιστική συσσώρευση αργού πλούτου συντελεί στη διατήρηση της οικονομικής ανισότητας.
    Στο θέμα της δουλείας – θεσμού υπαρκτού και ανεκτού στο Βυζάντιο – ο Ευστάθιος είναι ιδιαίτερα σαφής, διατυπώνοντας την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει ελεύθερος και ότι η δουλεία προέκυψε από την απαίτηση των ισχυρών να ζουν χωρίς κόπο χρησιμοποιώντας μισθωτούς εργάτες και δούλους. Ιδιαίτερη απέχθεια του προκαλεί η κακή μεταχείριση και ο βίαιος σωφρονισμός των δούλων. Θεωρεί, λοιπόν, ότι ήταν αναγκαία η κατάργηση της δουλείας και ο ίδιος αποφασίζει την απελευθέρωση μετά τον θάνατό του των δούλων που κατείχε. Ο Μέριανος διευρύνει το πεδίο μελετώντας τον θεσμό από την άποψη του κανονικού δικαίου, αναφέρεται στην αντιμετώπιση της δουλείας από την Εκκλησία και την αυτοκρατορική πολιτική και αναφέρεται σε παράλληλες μορφές εξαρτημένης εργασίας. Τον ιεράρχη απασχολεί, επίσης, έντονα το ζήτημα της φορολογίας και των πιεστικών φοροεισπρακτόρων και υπερασπίζεται τους πιστούς απέναντι στις υπέρμετρες απαιτήσεις εκείνων που συχνά ανάγκαζαν τους φορολογούμενους να προσφύγουν σε τοκογλύφους για να πληρώσουν τους εισπράκτορες των φόρων. Υποστηρίζει προσέτι τον θεσμό της προνοίας, της παραχώρησης γης ως αμοιβή στρατιωτικής υπηρεσίας προς την αυτοκρατορία, ακόμη και προς ξένους – μιξοβαρβάρους κατά τον αντιτιθέμενο Νικήτα Χωνιάτη – που χάρη στην αυτοκρατορική γενναιοδωρία εγκαθίστανται στα βυζαντινά εδάφη συμβάλλοντας στη δημογραφική ανάκαμψη της περιοχής. Εξίσου υποστηρίζει και τον θεσμό της χαριστικής δωρεάς, δηλαδή της παραχώρησης της διαχείρισης μοναστηριών ή ευαγών ιδρυμάτων και της περιουσίας τους σε εκκλησιαστικούς ή λαϊκούς, που απάλλασσε τους μοναχούς από διοικητικές μέριμνες και εγκόσμιες ενασχολήσεις. Τη θέση αυτή υπαγόρευε, όπως εύστοχα υποδεικνύει ο Μέριανος, η τάση των μοναχών για αποφυγή του ελέγχου των επισκόπων και αυτόνομη δράση, φαινόμενο που εντείνεται τον 12ο αιώνα. Ο συγγραφέας παρατηρεί επίσης ότι οι απόψεις του Ευσταθίου εύρισκαν δικαίωση στη μοναστηριακή πολιτική του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄που επεδίωξε τον περιορισμό της έγγειας ιδιοκτησίας των μονών και άσκησε οικονομικό έλεγχο σε ναούς και μονές. Ο Ευστάθιος κατακρίνει και την «υποκριτική άσκηση» ιδιόρρυθμων ασκητών (στυλιτών, δενδριτών, σαλών, σπηλαιωτών) που επιδείκνυαν την οσιότητά τους.

Στο τελευταίο κεφάλαιο μελετάται «Η επίδραση της πολιτικής και κοινωνικής ιδεολογίας του Ευσταθίου στη διαμόρφωση της οικονομικής φιλοσοφίας του» (σελ. 245-299). Η ύλη του κεφαλαίου κατανέμεται σε δύο υποκεφάλαια όπου μελετάται 1. «Η επίδραση των πολιτικών αντιλήψεών του» και 2. «Η επίδραση των κοινωνικών αντιλήψεών του». Στο πρώτο ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι οι οικονομικές ιδέες του Ευσταθίου απηχούν τις αξίες της βυζαντινής αριστοκρατίας τη φύση της οποίας εξετάζει με βάση τις υπάρχουσες ειδικές μελέτες διακρίνοντας την κατώτερη επαρχιακή γαιοκτητική και την ανώτερη αυτοκρατορική αριστοκρατία, που την αποτελούσαν οι κάτοχοι έγγειας κτήσης στρατιωτικοί των περιφερειακών επαρχιών (στρατιωτική αριστοκρατία) και οι αριστοκρατικοί οίκοι της αυτοκρατορικής υπηρεσίας που αποδέχονταν και νέμονταν κρατικά αξιώματα (υπαλληλική αριστοκρατία) και διακρίνονταν ως στελέχη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην εποχή των Κομνηνών η στρατιωτική αριστοκρατία διαμορφώνει ένα συνασπισμό οικογενειών που μονοπωλεί τα ανώτατα αξιώματα στηρίζοντας την αυτοκρατορική ισχύ και δημιουργώντας ρήγμα στις σχέσεις με την υπαλληλική αριστοκρατία που υποβαθμίζεται. Η στρατιωτική αριστοκρατία θα καταρρεύσει επι Ανδρονίκου Α΄και θα ενισχυθεί η υπαλληλική αριστοκρατία. Ο Ευστάθιος υπήρξε υποστηρικτής της πολιτικής των Κομνηνών, ανήκε άλλωστε στον πατριαρχικό κλήρο και ως ανώτερος κληρικός προερχόταν από τον χώρο της αριστοκρατίας. Ο ιεράρχης, ενώ εκθειάζει τις αρετές των ευγενών στρατιωτικών αριστοκρατών, εκδηλώνει την αντιπάθειά του προς την υπαλληλική αριστοκρατία, προς τους νεόκοπους γραφειοκράτες με ταπεινή καταγωγή που αναδεικνύονται την εποχή του Ανδρονίκου Α΄και προς τους συγκλητικούς που συνεργάζονται μαζί του, καταφέρεται εναντίον της οχλοκρατίας της βασιλεύουσας και καταδικάζει τη σφαγή των Λατίνων από τον όχλο της Κωνσταντινούπολης το 1182. Ο Ευστάθιος δεν διστάζει να καταγγείλει την υποκριτική διαγωγή των πολιτικών που παρασύρουν τη βουλή και τον δήμο με στόχο να επικρατήσουν.
    Στο δεύτερο υποκεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει το υπόστρωμα των κοινωνικών αντιλήψεων του Ευσταθίου, όπως προσδιορίζεται από την αποστροφή του ιεράρχη απέναντι στα απαιχθή αστικά στοιχεία που υποστήριξαν το φαύλο καθεστώς του Ανδρονίκου Α΄, τη γραφειοκρατία, μέρος της Συγκλήτου και τον όχλο. Ο Ευστάθιος δέχεται την κοινωνική ανισότητα ως φυσική κατάσταση θείας προέλευσης και κατά συνέπεια την ύπαρξη πλούσιων και φτωχών σε μια κοινωνία τη θεωρεί ως έργο της Θείας Πρόνοιας. Ο πλούτος δεν αποτελεί ιδιωτικό αλλά κοινό αγαθό που ο κατέχων πλούσιος επιφορτίζεται με τη συνετή διαχείρισή του. Ο αριστοκράτης ιεράρχης απορρίπτει την επιδίωξη μεταβολής της κοινωνικής θέσης των ανθρώπων θεωρώντας ότι μόνο μέσω του πλουτισμού θα ήταν δυνατή η κοινωνική άνοδος ατόμων με ταπεινή καταγωγή. Ωστόσο, ο ίδιος καταδικάζει την πλεονεξία, τη φιλαργυρία και την κερδοσκοπία και συμμερίζεται την αριστοκρατική στάση κατά των νεόπλουτων εμπόρων και τεχνιτών που διεκδικούν κοινωνικά προνόμια. Βέβαια, ο Ευστάθιος αντιλαμβάνεται ότι στην διαστρωμάτωση της βυζαντινής κοινωνίας ανάμεσα στους φορολογούμενους πένητες (μικρούς) και στους δυνατούς (μεγάλους ή λογαδικούς άνδρες) είχε διαμορφωθεί μια μεσαία τάξη πλουσίων, οι μέσοι που ασκούσαν το εμπόριο και βιοτεχνικά επαγγέλματα. Ο ιεράρχης αποδοκιμάζει τους φιλοκερδείς εμπόρους και τεχνίτες της Θεσσαλονίκης που παραβλέπουν ακόμη και τα θρησκευτικά καθήκοντα χάρη των ασχολιών στην αγορά. Από την άλλη μεριά διαπιστώνει το ευμετάβλητο των κοινωνικών συνθηκών στην πόλη που ποίμαινε. Πρεσβεύοντας την κυρίαρχη ιδεολογία της στρατιωτικής αριστοκρατίας αποστρεφόταν το εμπόριο και το κέρδος που υπέσκαπταν την κοινωνική τάξη, θέσεις που τον έφερναν σε ρήξη με το ποίμνιό του. Όμως, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο, την αύξηση της κυκλοφορίας του νομίσματος και την άνοδο της μέσης τάξης των εμπόρων και των βιοτεχνών. Αλλά το φαινόμενο αυτό εμποδίζεται από την πολιτική των Κομνηνών που σε συνεργασία με την Εκκλησία επιδιώκουν να παγιώσουν την αντίληψη της ιεραρχημένης κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο η οικονομική δύναμη των εμπόρων και των τραπεζιτών της Κωνσταντινούπολης αυξανόταν λόγω «των ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών της βυζαντινής οικονομίας του 12ου αιώνα», αλλά και η εικόνα του εμπορικού κόσμου απέβαινε οικειότερη. Γενικά παρατηρείται η αντίθεση ανάμεσα στην αριστοκρατική αντίληψη που αντιμετωπίζει με καχυποψία και περιφρόνηση την εμπορική δραστηριότητα και σε ορισμένη μερίδα της βυζαντινής λογιοσύνης λαϊκότερης προέλευσης που την υποστηρίζει.
    Κατά τον Ευστάθιο, είναι απαραίτητη η επιδίωξη της κοινωνικής αρμονίας με τη διατήρηση της ιεραρχίας που έχει επιβληθεί από τον Θεό και επιτηρείται από τον αυτοκράτορα. Οι αντιλήψεις του απηχούν την επίσημη αριστοκρατική ιδεολογία που είχε διαμορφωθεί στο αυτοκρατορικό περιβάλλον των πρώτων Κομνηνών. Η ανατροπή αυτού του κλίματος με την ανάρρηση στον θρόνο του Ανδρονίκου Α΄κατέδειξε την πραγματική ροή των εξελίξεων.

Η συγγραφή του Γεράσιμου Μέριανου κλείνει με τα «Συμπεράσματα» (σελ. 301-307), όπου συνοψίζονται οι κυριότερες οικονομικές ιδέες του Ευσταθίου τις οποίες ο συγγραφέας τις θεωρεί απότοκες της αριστοκρατικής προέλευσης, των εμπειριών που είχε αποκομίσει από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη και της ιδιότητας του ποιμενάρχη σε μια πόλη όπου λαϊκοί και μοναχοί επιδίδονταν σε αγοραίες δραστηριότητες με στόχο το κέρδος. Ανήκοντας στον χώρο της αριστοκρατικής διανόησης ο ιεράρχης πρέσβευε, διαμόρφωνε και διέδιδε τις αντιλήψεις της άρχουσας τάξης που συγκρούονταν με τις διαθέσεις της ανερχόμενης αστικής εμποροβιοτεχνικής τάξης. Βέβαια, πολλές από τις απόψεις του Ευσταθίου εμφορούνται από χριστιανικό πνεύμα, όπως όταν αναφέρεται στην εκμετάλλευση των αδυνάτων και έλκουν επιρροές τόσο από την πατερική διδασκαλία όσο και από την κλασική παράδοση. Όπως συμπεραίνει ο συγγραφέας «οι αντιλήψεις του Ευσταθίου αποτελούν ένα ανθρωπιστικό και πεφωτισμένο μείγμα χριστιανικής και αριστοτελικής ηθικής».
    Το βιβλίο επισφραγίζεται με το τεχνικό μέρος που περιλαμβάνει τη συστηματική «Βιβλιογραφία – Συντομογραφίες» (σελ. 311-350) πηγών και δευτερεύουσας βιβλιογραφίας και το «Ευρετήριο» (σελ. 351-362) κυρίων ονομάτων και όρων.

Στην όντως αξιόλογη αυτή μονογραφία ο Γεράσιμος Μέριανος πείθει ότι μελέτησε με σοβαρότητα το πολύπλευρο έργο του Ευσταθίου. Δεν αποδελτίωσε μόνο τα στοιχεία που θα ενδιέφεραν άμεσα το αντικείμενο του βιβλίου αλλά διεύρυνε τον ορίζοντα της έρευνας σε όλο το φάσμα των ιδεών του ιεράρχη αποκαλύπτοντας και ανασυνθέτοντας τα στοιχεία της προσωπικότητας και της ιδεολογίας του. Ερεύνησε με προσοχή και αντιληπτική  ικανότητα τις πηγές στις οποίες θεμελιώνεται η κοινωνική και η οικονομική ιδεολογία του, κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, της χριστιανικής παράδοσης και της πατερικής διδασκαλίας. Ανέτρεξε στην πλούσια βιβλιογραφία και χειρίστηκε με σύνεση τις πληροφορίες που παρέχει διακρίνοντας συσχετίσεις, αναλογίες, αντιδιαστολές κατά εποχές και πολιτισμικά κλίματα, επιτυγχάνοντας να διακριβώσει τη συνάφεια του βυζαντινού 12ου αιώνα με το παρελθόν του ελληνικού κόσμου. Οι παρατηρήσεις του Μέριανου στις απόψεις του Ευσταθίου για την κοινωνία και την οικονομία είναι συστηματικές και πραγματιστικές: εκφράζουν γνώση, στοχασμό και ορθολογική κρίση. Και είναι επίσης άξιο προσοχής, ότι με αφορμή τη μελέτη και την προβολή των απόψεων του Ευσταθίου εξετάζονται οι γενικότερες αντιλήψεις για την κοινωνία και την οικονομία σε μια εποχή όπου η παγιωμένη αριστοκρατική θεώρηση της βυζαντινής άρχουσας τάξης οδηγήθηκε στην ανατροπή με την ανάδειξη της τάξης των εμπόρων και των βιοτεχνών μέσω της χρηματιστικής οικονομίας της αγοράς. Η πληρέστατη τεκμηρίωση και βιβλιογραφία δεν περιορίζεται στον ακραιφνώς βυζαντινολογικό χώρο αλλά επεκτείνεται σε τομείς θεωρίας της ιστορίας και της οικονομίας, ενώ η παράθεση χωρίων από τις πηγές επαυξάνει την αμεσότητα της πληροφορίας. Ο συγγραφέας δεν παραθέτει απλά τις επισημάνσεις του αλλά εξετάζει, αναλύει και ερμηνεύει με πειστικά επιχειρήματα τις μαρτυρίες των πηγών, παραθέτει τεκμήρια, προσφεύγει στη βιβλιογραφία, συζητεί, χρησιμοποιεί ή ανασκευάζει απόψεις που έχουν διατυπωθεί από παλαιότερους μελετητές. Τα πολλαπλά ζητήματα που αναφύονται από τη μελέτη του αντικειμένου αντιμετωπίζονται με νηφαλιότητα και μεθοδικότητα.

Ν. Γ. Μοσχονάς, Ιστορικός
Διευθυντής Ερευνών ΙΒΕ/ΕΙΕ