C. Gallazzi, B. Kramer, S. Settis (επιμ.), Il papiro di Artemidoro, Edizioni Universitarie de Lettere Economia Diritto, Μιλάνο 2008, 630 σελ.
ISBN 978-88-7916-380-4, Τιμή 480€.

Βιβλιοκρισία
Η μνημειακή έκδοση αυτού του σημαντικού παπύρου αποτελείται από εισαγωγές (σ. 7-11), μια εκτενή βιβλιογραφία (σ. 13-50), μια κριτική αποτίμηση του παπύρου ως υποστηρικτικού υλικού του κειμένου (σ. 53-86), την έκδοση με σχόλια στο κείμενο του Αρτεμιδώρου (σ. 87-272), τον γεωγραφικό χάρτη (σ. 273-308), τα σχέδια που βρίσκονται τόσο στο verso του παπύρου (σ. 309-460) όσο και στο recto (σ. 461-577), καθώς και ένα δοκίμιο πάνω στη συνεισφορά του παπύρου στην ολοκλήρωση των γνώσεών μας γύρω από την αρχαία τέχνη (σ. 579-616). Ένας δεύτερος τόμος με πίνακες παρέχει πλήρη φωτογραφική αποτύπωση του παπύρου.
Η επιστημονική ποιότητα αυτού του γόνιμου βιβλίου είναι αυτόχρημα εντυπωσιακή.
Το σωζόμενο μέρος του κειμένου του Αρτεμιδώρου αποτελείται από την εισαγωγή στο δεύτερο βιβλίο της γεωγραφικής του πραγματείας, καθώς και την αρχή της περιγραφής της Ισπανικής χερσονήσου. Η εισαγωγή επικεντρώνεται στη φύση και τη σημασία της Γεωγραφίας.
Η επιλογή του Αρτεμιδώρου να τοποθετήσει μια τέτοια γενική εισαγωγή στην αρχή του δεύτερου βιβλίου της δικής του πραγματείας πάνω στο αντικείμενο, αποτέλεσε το παράδειγμα που ακολουθήθηκε τόσο από τον Ουάρρωνα, ο οποίος τοποθέτησε τη γενική του εισαγωγή στο De re rustica στην αρχή του δεύτερου βιβλίου της πραγματείας του, όσο και από τον Βιτρούβιο, ο οποίος ξεκινά και αυτός το δεύτερο βιβλίο του De architectura με μια σημαντική εισαγωγή.
Τα σχόλια στην περιγραφή της Ισπανίας του Αρτεμιδώρου δείχνουν τον όγκο των πληροφοριών που μπορούμε να πάρουμε για την περιοχή κατά τους ύστερους χρόνους της δημοκρατίας από αυτήν την πολύτιμη πηγή.
Ο ημιτελής χάρτης που υπάρχει στον πάπυρο αναλύεται εις βάθος: γίνονται προσπάθειες ταυτοποίησης της περιοχής της Ισπανίας που παρουσιάζεται, χωρίς όμως να οδηγούμαστε σε ολοκληρωμένα συμπεράσματα.
Πολλά εξωτικά ή εξωπραγματικά ζώα εμφανίζονται σε ζωγραφιές στο verso του παπύρου και εκδίδονται σε έναν αναλυτικό κατάλογο, ο οποίος αποκαλύπτει το εύρος της σημασίας που έχει ο πάπυρος αυτός ως πηγή γύρω από τη γνώση για τα ζώα στον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό. Πράγματι, διάφορα ζώα τα οποία έως σήμερα γνωρίζαμε μόνο κατ’ όνομα, εκπροσωπούνται στο πλαίσιο όλου του επιβιώσαντος οπτικού αποδεικτικού υλικού της κλασικής αρχαιότητας αποκλειστικά σε αυτόν τον πάπυρο. Σε άλλες περιπτώσεις, γνωστά σε μας ζώα φέρουν ονόματα διαφορετικά από τα συνήθη. Αυτό εξηγείται μάλλον από την επίδραση της λαϊκής παράδοσης της Αιγύπτου, η οποία συχνά διατηρούσε διαφορετική ορολογία από εκείνη που πρότειναν συγγραφείς «επιστημονικών» πραγματειών στο βασίλειο.
Κεφάλια, χέρια και πόδια ανθρώπινων σωμάτων απεικονίζονται στο recto του παπύρου και θεωρούνται αντίγραφα καλουπιών ανατομικών μελών από γύψο. Τα σχέδια αυτά θεωρείται ότι εξυπηρετούσαν διδακτικούς σκοπούς. Οι ασκήσεις αυτές γίνονταν από νέους μαθητές του εργαστηρίου κάποιου ζωγράφου χάριν εξάσκησης των δεξιοτήτων τους στην απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος.
Τα τελευταία αυτά σχέδια περιλαμβάνουν: πορτραίτο του φιλοσόφου της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου Μητροδώρου (αρ. R1), κεφαλή του Χρόνου κατά το ύφος της Μέσης Ελληνιστικής περιόδου (αρ. R2), ένα πόδι σύμφωνο με το ύφος του Πολύκλειτου (αρ. R3), ένα χέρι εμπνευσμένο από την απεικόνιση θεοτήτων κατά το ύφος του Φειδία, του ύστερου 5ου αιώνα (αρ. R4), ένα άλλο κατά το ύφος του πλούσιου ρυθμού (αρ. R5), ένα πόδι εμπνευσμένο από το αυστηρό ύφος (αρ. R6), ένα άλλο χέρι που συγκρίνεται με με παραδείγματα αττικής τέχνης του ύστερου 5ου αιώνα π.Χ. (αρ. R7), ένα άλλο πόδι που ακολουθεί το ύφος του Πολύκλειτου (αρ. R8), ένα κακοδιατηρημένο πόδι που δεν επιδέχεται κριτικής ανάλυσης (αρ. R9), ένα χέρι εμπνευσμένο από άγαλμα του κύκλου του Φειδία (αρ. R10), ένα χέρι εμπνευσμένο από τον Πολύκλειτο ή πρότυπο του ύστερου 5ου αιώνα (αρ. R11), ένα άλλο χέρι που μοιάζει να κρατά λύχνο (αρ. R12), ένα πόδι παραπλήσιο με το R6 (αρ. R13), ένα χέρι παραπλήσιο με το αριστερό χέρι του χάλκινου αγάλματος της Αθηνάς του Πειραιά (αρ. R14), ένα πόδι που ακολουθεί το ζύγισμα του Πολύκλειτου (αρ. R15), ένα χέρι που συγκρίνεται με το αντίστοιχο χέρι στο άγαλμα του Ποσείδιππου (αρ. R16), ένα πόδι το γενικότερο σχήμα του οποίου δεν επιτρέπει ταύτιση με αρχέτυπο (αρ. R17), ένα άλλο χέρι, πιθανώς κρατώντας δόρυ, που μπορεί να συγκριθεί με το μαρμάρινο ανάγλυφο υπ’ αρ. 695 του Μουσείου της Ακροπόλεως στην Αθήνα (αρ. R18), ένα χέρι που μάλλον αντιγράφηκε από το αντίστοιχό του στην απεικόνιση του Μιλτιάδη (αρ. R19), ένα κεφάλι, πιθανώς του Απόλλωνα, που προσεγγίζει αυτό του Citharoedus Apollo στην Πομπηία (αρ. R20), ένα άλλο κεφάλι εμπνευσμένο από την ύστερη κλασική εικονογραφία της Σκύλλας (αρ. R21), μια κορδέλα (αρ. R22), ένα κεφάλι που μπορεί να συγκριθεί με τις κεφαλές του Σκόπα στον Ηρακλή Lansdowne και τον Μελέαγρο (αρ. R23), και τέλος δύο κεφάλια που δεν σώζονται αρκετά ώστε να έχουμε εικόνα του σχήματός τους. Το χέρι αρ. R12 κατά την άποψή μου είναι το αριστερό χέρι του Έρωτα με τόξο του Λύσιππου. Βλέποντας όλο αυτό το υλικό μαζί, φαίνεται ότι όποιος ζωγράφισε αυτά τα σχέδια σκόπευε να ειδικευθεί στον κλάδο της ανδριαντοποιίας, παρά αυτόν της αγαλματοποιίας. Τα «πρότυπα» ανήκουν στην Πρώιμη Κλασική, την Ύστερη Κλασική, την Πρώιμη Ελληνιστική και τη Μέση Ελληνιστική περίοδο.
Η πελοποννησιακή παράδοση του Άργους υπερτερεί. Το γεγονός αυτό ίσως είναι απότοκο της επιρροής της κριτικής της τέχνης, η οποία, από τον Ξενοκράτη έως τον Αντίγονο, πιθανώς έδωσε έμφαση σε αυτή τη σχολή θεωρώντας την ως την πιο σημαντική στον χώρο της ελληνικής χαλκοπλαστικής, η οποία καθόρισε τόσο το πρώιμο κλασικό ύφος με τον Πολύκλειτο, όσο και το ύστερο κλασικό ύφος με τον Λύσιππο.
Το καταληκτικό δοκίμιο του Settis επικεντρώνεται στη ζωγραφική τέχνη της αρχαίας Ελλάδας, τόσο στη λογοτεχνική παράδοση (και την κριτική τέχνης), όσο και στα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα. Στο πλαίσιο αυτών των ευρημάτων υπογραμμίζεται και η σημασία των σχεδίων του παπύρου του Αρτεμιδώρου. Οι απεικονίσεις ζώων θεωρούνται εργαστηριακά πρότυπα. Οι απεικονίσεις μελών του σώματος πιθανότατα έγιναν από καλούπια και ήταν σχέδια μαθητών.
Ο πρώτος τόμος της έκδοσης κλείνει με αναλυτικά ευρετήρια.
Ο δεύτερος τόμος είναι μια συλλογή πινάκων οι οποίοι δίνουν μια άριστη και συστηματική φωτογραφική αποτύπωση του παπύρου. Οι φωτογραφίες συγκεντρώνονται σε ένα DVD το οποίο εσωκλείεται στον τόμο των πινάκων.
Καταλήγοντας, πρόκειται για γόνιμο έργο πάνω σε ένα πολύ σημαντικό νέο τεκμήριο
και αποτελεί μεγάλη πρόοδο στους τομείς της λογοτεχνίας, της χαρτογραφίας, του «οπτικού πολιτισμού» της αρχαιότητας (γύρω από τα ζώα αλλά και το ανθρώπινο σώμα).
Η άποψη που διατυπώνεται από μερικούς επιστήμονες ότι ο πάπυρος είναι πλαστός θα πρέπει να απορριφθεί. Μόνο ένας επιστήμονας με εγκυκλοπαιδική γνώση πάνω σε αρχαία γεωγραφικά συγγράμματα, χάρτες, τις γνώσεις των αρχαίων για τα ζώα, καθώς και σε αρχαία πρότυπα θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει ένα τόσο πειστικό πλαστό έγγραφο.
Αυτή η πιθανότητα είναι, όμως, μάλλον απίθανη!

Antonio Corso
Μέλος της Numismatica e Antichità Classiche,
Επιμελητής έκδοσης του περιοδικού Quaderni Ticinesi