Το άρθρο αναφέρεται στους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής και περιορίζεται στις περιπτώσεις οικισμών για τους οποίους υπάρχει κάλυψη από ασφαλείς πηγές έρευνας, όπως είναι οι αρχειακές οθωμανικές πηγές. Έμφαση δίνεται σε τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας.
Σε συνθήκες που κατά τον πρώτο αιώνα της οθωμανικής κατοχής ευνοούσαν την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, στα περισσότερα χωριά ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε. Στην αγροτική ενδοχώρα, τα πληθυσμιακά μεγέθη και οι μεταβολές τους στο χρόνο προσδιορίζονταν από πολλούς παράγοντες, με σπουδαιότερους όσους αφορούσαν το παραγωγικό δυναμικό της κάθε περιοχής και τις μετακινήσεις πληθυσμών από μια περιοχή σε άλλη.
Τα θετικά μεγέθη πληθυσμιακών μεταβολών στις πόλεις από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα, οφείλουν να συνεξεταστούν με τα στοιχεία της υπαίθρου. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι παράγοντες μηχανικής αύξησης του πληθυσμού, όπως είναι οι συνθήκες καταμερισμού εργασίας πόλης-υπαίθρου. Παράλληλα, με την πρακτική μετακινήσεων πληθυσμού και σε συνδυασμό με στοιχεία διοίκησης-φορολογίας, διασφαλίζονταν και η οικονομία και ο πληθυσμός της υπαίθρου. Η διερεύνηση των στοιχείων για την παραγωγική δραστηριότητα και την άσκηση επαγγελμάτων στις πόλεις, ιδίως μέσα από το πλαίσιο των εθνικο-θρησκευτικών κατηγοριών του πληθυσμού, αναιρεί παλαιότερες απόψεις της ελληνικής ιστοριογραφίας, όπως εκείνη που υποστήριζε ότι ο γηγενής χριστιανικός πληθυσμός των πόλεων «πήρε τα βουνά» μετά την οθωμανική επικράτηση.
Στο πλαίσιο των αναπτυξιακών ωθήσεων που γνώρισαν οι πόλεις και τα χωριά στην πρώιμη τουρκοκρατία, ο κτισμένος χώρος της όψιμης Βυζαντινής και Φράγκικης περιόδου ανασυντάχθηκε και οργανώθηκε σε διαφορετική βάση. Τα παλαιά μεσαιωνικά τείχη προσδιόριζαν κατά κανόνα την τριπλή διαίρεση των πόλεων σε Κάστρο/Χώρα/Εξέχωρο. Σε πολλές περιπτώσεις σταδιακά τα τείχη γκρεμίστηκαν και οι πόλεις επεκτάθηκαν σημαντικά στην περιοχή του Εξέχωρου. Στις μεγαλύτερες πόλεις η εικόνα και η φυσιογνωμία του κτισμένου χώρου μεταβλήθηκε ριζικά με την ανέγερση των νέων κτιρίων, όπως τα τζαμιά, τα χαμάμ, οι μεντρεσέδες, τα μπεζεστένια, τα χάνια κ.ά. Πάντως αυτός ο νέος χαρακτήρας στις πόλεις δεν υποδεικνύει μια, δήθεν, διαδικασία ισλαμοποίησης των πρώην βυζαντινών κέντρων.
Για την ανάπτυξη των πόλεων, μια συνολική δέσμη μέτρων έλεγχε και κατεύθυνε την πολεοδομική εξέλιξη. Οι μαχαλάδες, που διαφοροποιούνταν σαφέστατα κατά εθνικο-θρησκευτικές κατηγορίες πληθυσμού, συνιστούσαν το «μοναδιαίο» στοιχείο πολεοδομικής συγκρότησης, το οποίο είχε ένα κέντρο αναφοράς μια εκκλησία ή ένα τζαμί. Το κέντρο της πόλης αποτελεί μια διακεκριμένη ενότητα με δημόσια κτίρια, εργαστήρια και καταστήματα, από την οποία απουσιάζει η κατοικία. Το δίκτυο των δρόμων που συνδέει το κέντρο της πόλης με την αγροτική της ενδοχώρα υπακούει σε μια ιεραρχία κινήσεων. Η μέση πυκνότητα στις πόλεις δεν ξεπερνούσε συνήθως τα 80 άτομα/εκτάριο. Οι αξίες της γης ήταν συνάρτηση του ανταγωνισμού για την κατάληψη των θέσεων με κύρος που βρίσκονταν στο εμπορικό-διοικητικό κέντρο της πόλης, την αγορά. Η πληθώρα των κτιρίων που αναφέρονταν σε θρησκευτικές και κοσμικές-διοικητικές λειτουργίες όριζαν μια ισχυρή πολεοδομική ενότητα, το bazaar, της οποίας μέρος μόνο συνιστούσε η οικονομική λειτουργία της αγοράς. Η ύπαρξη τρουλοσκέπαστων αγορών σε πόλεις όπως η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη ήταν ευθέως συναρτημένη με το ρόλο των πόλεων αυτών ως κέντρων διαμετακομιστικού εμπορίου.