Κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα το οικιστικό δίκτυο του ελληνικού χώρου εμφανίζει δυο περιόδους ανάπτυξης, με σημείο τομής την ίδρυση του εθνικού κράτους (1827). Από τον ενιαίο και υπόδουλο ελληνικό χώρο της πρώτης περιόδου ξεχωρίζουν οι μονογραφικές περιγραφές οικισμών, αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης του ορεινού χώρου στα χρόνια 1774-1821. Στη δεύτερη περίοδο (1821/1827-1913), που αποτελείται από δύο επιμέρους ενότητες, ο ελληνικός χώρος μετατρέπεται σε μη ενιαίο οικιστικά. Στην πρώτη ενότητα αντιστοιχούν τα ιστορικά οικιστικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας που ακολουθούν τη βαλκανική διαμόρφωση και δεν είναι σχεδιασμένα από ειδικούς. Στη δεύτερη ενότητα διακρίνουμε το οικιστικό δίκτυο που αντιστοιχεί στο νότιο και ελεύθερο τμήμα της Ελλάδας, το οποίο έχει υπόσταση κράτους. Οι οικισμοί είναι κατά κανόνα καινούργιοι και σχεδιασμένοι από ειδικούς μηχανικούς κατά το νεοκλασικό πρότυπο.
Κατά το τέλος της περιόδου του ενιαίου οικιστικού χώρου (1774-1821/1827), η οικονομική δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο συγκεντρώνεται: 1. Στα ορεινά βιοτεχνικά κέντρα διαμερισμάτων, όπως στη Μακεδονία, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. 2. Στις πλουσιότερες σταφιδοπαραγωγικές πεδινές περιοχές, όπου αναπτύσσεται και ο καινοτόμος μεταπρατικός αγροτικός χώρος, κυρίως της σταφίδας. 3. Στα ναυτικά νησιά, κυρίως Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, αλλά και Μύκονο, Πόρο, Κάσο, Σύμη, Σκόπελο, που αποκτούν, κάτω από τις διεθνείς συγκυρίες, εμπορικούς στόλους και συμμετέχουν στις διεθνείς μεταφορές.
Κατά την περίοδο του μη ενιαίου οικιστικού χώρου, οι πόλεις του βόρειου ελληνικού χώρου έχουν ιστορικά διαμορφώσει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα «αστικής ζωής», όπου κυριαρχεί η πολυεθνική/πολυπολιτισμική σύνθεση του πληθυσμού. Η κοινωνική κυριαρχία κάποιας από αυτές τις ομάδες προβάλλεται στον κεντρικό χώρο της πόλης. Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται αρχικά από το μοντέλο της «πόλης-παζαριού», που κυριαρχείται από την οθωμανική κουλτούρα. Από το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα εμφανίζεται το μοντέλο της «πόλης-πρακτορείου», που οφείλεται στην επικράτηση της χριστιανικής κυρίως κουλτούρας. Παράλληλα εμφανίζονται και άλλα μοντέλα οικισμών, όπως η «πόλη-λιμάνι» της Θεσσαλονίκης.
Στο νεοσύστατο εθνικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου αντιμετωπίζονται προνομιακά ο κεντρικός σχεδιασμός και η διευθέτηση της πόλης. Η Αθήνα καθορίζεται ως ο μοναδικός πόλος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Στην πρώτη υπο-φάση (1821-1880) της περιόδου των σχεδιασμένων πόλεων στο νότιο ελληνικό οικιστικό χώρο η αστικοποίηση είναι περιορισμένη. Έως το 1845 σχεδιάζονται όλα τα σημαντικά κέντρα του τότε ελληνικού κράτους με νεοκλασικά πολεοδομικά σχέδια, δίνοντας προτεραιότητα (α) στα τοπικά λιμάνια και (β) στους σημαντικούς οικισμούς μέσα στη διοικητική ιεραρχία (π.χ. Κόρινθος, Πάτρα, Ερέτρια, Σπάρτη, Ναύπακτος κ.ά.) ενώ έως το 1879 αποκτούν σχέδιο 93 οικισμοί (με 500 έως 25000 κατοίκους). Στην δεύτερη υπο-φάση (1880-1907/13) η χωρική πόλωση αυξάνεται. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ανακαινίζονται οι οικισμοί του νότιου ελληνικού χώρου και καλύπτονται παράλληλα οι ανάγκες στέγασης των πληθυσμών σε κατεστραμμένους από τις πολεμικές συγκρούσεις οικισμούς. Έως το 1912, 174 οικισμοί με 500 έως 20.000 κατοίκους αποκτούν νέο σχέδιο. Η ομογενοποίηση του αστικού χώρου σύμφωνα με τις νεοκλασικές αρχές σχεδιασμού αποτελεί μια κεντρική διχοτομία με τα υπόλοιπα αστικά κέντρα του βόρειου ελληνικού χώρου, που την ίδια εποχή αναπτύσσονται κατά το πρότυπο της βαλκανικής πόλης. Προς το τέλος του αιώνα, στο πλαίσιο της εσωτερικής ανασυγκρότησης, η βιομηχανική πόλη θα θέσει κοινούς προβληματισμούς, ανάλογους με αυτούς που εμφανίζονται στα άλλα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη.