Οι χριστιανοί της πρώτης και της δεύτερης γενιάς είχαν στραμμένη τη σκέψη τους στο μέλλον. Αγωνιούσαν να μάθουν πότε θα έρθει η συντέλεια του κόσμου. Κανείς όμως από τους επιφανείς δασκάλους της Καινής Διαθήκης δεν είχε θελήσει να δεσμευτεί γι’ αυτό. Στις αμέσως επόμενες γενιές εμφανίστηκαν διάφοροι προφήτες, οι «μοντανιστές», που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να προβλέψουν τον ακριβή χρόνο αλλά και τον τόπο της Δευτέρας Παρουσίας.
Χωρίς να χάσουν τελείως το ενδιαφέρον τους για το μέλλον, οι χριστιανοί άρχισαν σταδιακά να στρέφουν το βλέμμα τους στο παρελθόν. Ο πρώτος λόγος που έκανε ορισμένους δασκάλους του χριστιανισμού να ασχοληθούν με την ιστορία ήταν απολογητικός. Μια από τις σοβαρότερες κατηγορίες που βάραινε τους χριστιανούς του 2ου αιώνα ήταν ο νεοτερισμός τους. Εκείνοι απαντούσαν διεκδικώντας την ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση που πήγαινε πίσω ως τον Μωυσή και ακόμη μακρύτερα, ως τους πατριάρχες και τον Αδάμ. Επιπλέον, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της προτεραιότητας της ιουδαϊκής σοφίας έναντι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, ο Μωυσής ήταν παλαιότερος από τον Όμηρο.
Κάποιοι χριστιανοί άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους στο παρελθόν και για πολιτικούς λόγους. Πίστεψαν ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στα χρόνια του Αυγούστου από θεϊκή πρόνοια. Θεώρησαν ότι η εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας και η εξάπλωση του Χριστιανισμού ήταν δυο εξελίξεις προορισμένες να συνεργήσουν για το καλό της ανθρωπότητας. Άρχισαν να φαντάζονται μια εκχριστιανισμένη οικουμενική αυτοκρατορία με έναν αυτοκράτορα και ένα Θεό.
Ο τρίτος λόγος που έκανε τους χριστιανούς να στραφούν στο παρελθόν ήταν ιστοριογραφικός. Ο συσχετισμός του Μωυσή με τον Όμηρο και του Ιησού με τον Αύγουστο δημιούργησε ιστοριογραφικά προβλήματα που οδήγησαν τους χριστιανούς στην αναζήτηση πληροφοριών σε όποιες πηγές ήταν πρόσφορες: στα γραπτά των Ιουδαίων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων αλλά και στα χρονικά ανατολικών πολιτισμών. Στη διάρκεια αυτής της αναζήτησης, συνειδητοποίησαν ότι μεγάλο εμπόδιο στεκόταν η έλλειψη ενός κοινού χρονολογικού συστήματος. Έτσι, αντικαθιστώντας διάφορα εθνικά ή τοπικά συστήματα, συνέλαβαν την ιδέα να τοποθετήσουν στην αρχή όλων των ιστορικών γεγονότων τη δημιουργία του κόσμου. Τον 6ο αιώνα η ιδέα αντικαταστάθηκε από μιαν άλλη, που τοποθέτησε τον Ιησού στο κέντρο της ιστορίας και καθιέρωσε τις προ Χριστού και μετά Χριστόν χρονολογίες. Η ιστορική συνείδηση της πρώιμης χριστιανοσύνης χτίστηκε πάνω σε μια πίστη, που γεφύρωσε το ενδιαφέρον τους για το παρελθόν με τις προσδοκίες τους για τη συντέλεια του κόσμου.