Σε πρόσφατη συνεδρίαση, το Συμβούλιο Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού γνωμοδότησε ομόφωνα για το κτιριολογικό πρόγραμμα των εγκαταστάσεων της πρώην Βιοτεχνίας Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ), στο Μεταξουργείο. Το ακίνητο της π. ΒΕΜ πρόκειται να διαμορφωθεί σε έναν πολυδύναμο πολιτιστικό χώρο που θα αναβιώνει την παραδοσιακή τέχνη του σταμπωτού ενδύματος και, παράλληλα, θα κρατά ζωντανή τη μνήμη της τυποβαφικής τέχνης. Στο κτιριολογικό πρόγραμμα προβλέπεται εκθεσιακός χώρος-μόνιμη έκθεση, χώρος αρχείου, γραφεία διοίκησης, εργαστήρια χειροτεχνίας, χώροι πολλαπλών χρήσεων, χώρος περιοδικών εκθέσεων και πολλαπλών χρήσεων, χώρος εστίασης και πωλητήριο. Το πρόγραμμα συνέταξε το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού (ΜΝΕΠ), το οποίο θα αναλάβει την ευθύνη της λειτουργίας του χώρου.
Μετά την ομόφωνη έγκριση του κτιριολογικού προγράμματος από το Συμβούλιο Μουσείων, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Η Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών αποτελεί μοναδικό δείγμα τυποβαφικού εργαστηρίου σταμπωτών παραδοσιακών μαντηλιών στον ελληνικό χώρο, με συνεχή λειτουργία επί εκατό και πλέον χρόνια. Με την ολοκλήρωση της αποτύπωσης του κτιρίου και τη θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου Μουσείων επί του κτιριολογικού προγράμματος ανοίγει ο δρόμος για την εκπόνηση των μελετών για την αποκατάσταση και την επανάχρηση του κτιριακού συγκροτήματος, προσαρμοσμένη στις νέες λειτουργίες. Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού είναι ο χώρος της πρώην Βιομηχανίας Ελληνικών Μαντηλιών να λειτουργήσει ως Παράρτημα του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, σε άμεση συνάφεια και συνέργεια με τις νέες μουσειακές εγκαταστάσεις στο Μοναστηράκι. Να εξελιχθεί σε ένα ζωντανό Κέντρο Χειροτεχνίας στην ιστορική γειτονιά του Μεταξουργείου. Με την ανάπτυξη συνεργειών με αντίστοιχα κύτταρα, τα οποία διατηρούν ζωντανές τις σπάνιες παραδοσιακές τεχνικές, το οικοδόμημα που για πολλά χρόνια στέγαζε μια σημαντική παραδοσιακή παραγωγική δραστηριότητα, μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστική παρέμβαση αναβίωσης μιας παραδοσιακής τεχνικής, σε άμεση σύνδεση με τον τομέα της σύγχρονης δημιουργίας, και ταυτόχρονα να συμβάλει καταλυτικά στην αναβάθμιση της περιοχής».
Το ηλικίας 130 ετών κτίριο, το οποίο ήταν ενεργό έως τα τέλη της δεκαετίας του ’90, είναι συνδεδεμένο με την τέχνη του σταμπωτού υφάσματος. Το 1995 κηρύχθηκε μνημείο από το ΥΠΠΟΑ, όπως και το σύνολο του εξοπλισμού του, συμπεριλαμβανομένων και κινητών αντικειμένων που αποτελούσαν μέρος της βιοτεχνικής παραγωγής. Το 1999 παραχωρήθηκε από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου στο Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ το 2003 το ΥΠΠΟΑ προχώρησε στην εξαγορά του μηχανολογικού και κινητού εξοπλισμού του εργαστηρίου και ακολούθησε η καταγραφή και φύλαξη του υλικού. Το ακίνητο με εμβαδόν οικοπέδου 827 τ.μ. αποτελεί σήμερα συγκρότημα κτιρίων που οικοδομήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις στη διάρκεια του 20ού αιώνα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών της βιοτεχνικής παραγωγής και τη βαθμιαία ενσωμάτωση των νέων τεχνολογικών μέσων.
Οι εργασίες αποτύπωσης του κτιριακού συγκροτήματος ολοκληρώθηκαν, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του ΥΠΠΟΑ, από τη Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων. Ταυτόχρονα ξεκινά η εκπόνηση των αναγκαίων μελετών αποκατάστασης και επανάχρησης των κτιρίων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κτιριολογικό πρόγραμμα ο χώρος προβλέπεται να λειτουργήσει ως:
—Μουσείο Τυποβαφικής Τέχνης και Παραγωγής Μαντηλιών της ΒΕΜ, με στόχο τη διατήρηση και ανάδειξη των υλικών τεκμηρίων της παραδοσιακής τέχνης της τυποβαφικής και του τυποβαφικού εργαστηρίου στη διαχρονία του από τα τέλη του 19ου έως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα,
—Κέντρο Χειροτεχνίας του Υφάσματος, με στόχο τη διαφύλαξη και αξιοποίηση των άυλων στοιχείων (τεχνικές, τεχνογνωσία, μοτίβα) της παραδοσιακής χειροτεχνίας και τη διασύνδεσή της με πολιτιστικούς φορείς παραδοσιακών τεχνών, τις κοινότητες παραδοσιακών τεχνιτών, αλλά και με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, το σύγχρονο βιομηχανικό σχέδιο και την παραγωγή και τους τομείς της δημιουργικής οικονομίας (design, διακόσμηση, μόδα).