Ο ορεινός και δυσπρόσιτος όγκος των Τζουμέρκων κατοικήθηκε από την αρχαιότητα, και μάλιστα ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Οι ενδείξεις για κατοίκηση στην περιοχή πληθαίνουν κατά τους ιστορικούς χρόνους και αυξάνονται σημαντικά στους μεταγενέστερους χρόνους, κυρίως κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αδιάψευστοι μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης και της μακραίωνης ιστορίας των Τζουμέρκων στέκουν τα μνημεία τους, που χρονολογούνται από τους κλασικούς έως τους μεταβυζαντινούς και νεότερους χρόνους. Ωστόσο, λείπουν οι συστηματικές έρευνες στην περιοχή, που θα μας έδιναν σημαντικά στοιχεία για την ιστορία του τόπου κατά την αρχαιότητα, ενώ και τα ιστάμενα μνημεία των μεταβυζαντινών και των νεότερων χρόνων στην πλειονότητά τους δεν έχουν τύχει της ανάδειξης και της προβολής που τους αξίζει.

Η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων, το πνευματικό-πολιτιστικό σωματείο, η δράση του οποίου καλύπτει ολόκληρη την περιοχή των Τζουμέρκων και έχει ως στόχο την περισυλλογή, τη διάσωση και τη μελέτη του ιστορικού, αρχαιολογικού, γλωσσικού και λαογραφικού υλικού της περιοχής, καθώς και την πνευματική και πολιτιστική της ανάπτυξη, δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής και αδιάφορη. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας, μετά από πρόταση που διατυπώθηκε στη Γενική Συνέλευση του 2009, αποφάσισε τη συγκρότηση ενός πλήρους φακέλου, που θα αποτελούσε την αφετηρία της προσπάθειας για την αποκάλυψη, την ανάδειξη και την προστασία των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στα Τζουμέρκα, στην περιοχή της αρχαίας Αθαμανίας και του βυζαντινού Τζεμέρνικου. Έτσι, υπό την επιστημονική επιμέλεια της Καθηγήτριας της Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Χρυσηίδος Τζουβάρα-Σούλη, εκπονήθηκε από την Κωνσταντίνα Ζήδρου και την υπογράφουσα η μελέτη με τίτλο «Αρχαιολογικές επεμβάσεις και έρευνες στην περιοχή της αρχαίας Αθαμανίας και του βυζαντινού Τζεμέρνικου».

Η μελέτη, μετά από μία εισαγωγή με στοιχεία για την ιστορία της περιοχής, περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο με τα γεωμορφολογικά και γεωγραφικά στοιχεία για την περιοχή των Τζουμέρκων, το ιστορικό περίγραμμα της περιοχής για την προϊστορική εποχή, την κλασική αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο, τις μαρτυρίες των πηγών, όπως προκύπτουν από την αρχαία ελληνική, τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή γραμματεία, κατάλογο των σωζόμενων μνημείων ανά περίοδο, δηλ. τα αρχαία, τα βυζαντινά, τα μεταβυζαντινά και τα νεότερα μνημεία, την πρόταση για την ανάδειξη των μνημείων και τη μεθοδολογία υλοποίησής της, καθώς και τα αποτελέσματα που αναμένεται να προκύψουν από την έρευνα στην περιοχή και τέλος συγκεντρωμένη βιβλιογραφία. Τη μελέτη συμπληρώνει χάρτης της περιοχής και φωτογραφικό υλικό. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν μόνο τα μνημεία που εντάσσονται στην περιοχή των Τζουμέρκων και όχι, για παράδειγμα, μνημεία στην περιοχή των Ραδοβυζίων ή μνημεία της περιοχής των Αθαμάνων, που βρίσκονται στο χώρο της Θεσσαλίας.

Η ορεινή περιοχή των Τζουμέρκων βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κεντρικού τμήματος της οροσειράς της Πίνδου, στην επονομαζόμενη Αθαμανική ή κεντρική Πίνδο, και μοιράζεται ανάμεσα στα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας (σημ. 1). Η περιοχή διατρέχεται με κατεύθυνση από βόρεια προς νότια από την ενιαία οροσειρά των Αθαμανικών ορέων, με ψηλότερες κορυφές την Κακαρδίτσα και το Καταφίδι. Στην ανατολική πλευρά της ορίζεται από τη λεκάνη απορροής του Αχελώου, ενώ στη δυτική, βόρεια και νότια από την αντίστοιχη του ποταμού Αράχθου και των παραποτάμων του. Η περιοχή είναι κατεξοχήν ορεινή με έντονο ανάγλυφο, το οποίο χαρακτηρίζεται από επιβλητικές βραχώδεις κορυφογραμμές, υψηλές κορυφές, εκτεταμένα υποαλπικά οροπέδια, χαράδρες με επικλινείς πλαγιές, δάση και κατά τόπους δασωμένες εκτάσεις, μεγάλες περιοχές με εκτεταμένους και πυκνούς θαμνώνες και πυκνό υδρογραφικό δίκτυο, αποτελούμενο από μεγάλους ποταμούς και παραποτάμους με μόνιμη ή εποχιακή ροή καθώς και πολλούς καταρράκτες, ενώ οι επίπεδες επιφάνειες σπανίζουν. Το κλίμα, καταλυτικός παράγοντας που επηρεάζει την ανθρώπινη παρουσία και εξέλιξη, είναι κατά κύριο λόγο ηπειρωτικό ορεινό, με κύρια χαρακτηριστικά του τον τραχύ χειμώνα, με άφθονες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις και το δροσερό καλοκαίρι, με τοπικές βροχές (σημ. 2). Η εικόνα που σκιαγραφήθηκε δεν θα έχει μεταβληθεί ουσιαστικά από την αρχαιότητα ή τη μεσαιωνική περίοδο, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, τα νεότερα περιηγητικά κείμενα, επιστημονικές έρευνες αλλά και το γεγονός ότι το χρονικό διάστημα ακόμη και τεσσάρων χιλιετιών, από την εγκατάσταση στην περιοχή των Αθαμάνων, γεωλογικά δεν επαρκεί ώστε να προκληθούν ραγδαίες αλλαγές. Επομένως και η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, οι ποικίλες ανάγκες και οι δραστηριότητές του δεν έχουν μεταβληθεί καταλυτικά.

Οι πιο πρώιμες γνωστές έως σήμερα αρχαιολογικές μαρτυρίες για την κατοίκηση στην περιοχή των Τζουμέρκων ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού και προέρχονται από την περιοχή των Πραμάντων και το Κάτω Γραικικό. Συγκεκριμένα, ο Hammond βρήκε κοντά στην εκκλησία της Παναγίας των Πραμάντων λίθινο πέλεκυ ορθογώνιας διατομής και λεπίδα μικρού λίθινου πέλεκυ ή σμίλης τετράγωνης διατομής (σημ. 3). Από τους Χριστούς, στην περιφέρεια των Πραμάντων, προέρχεται χάλκινος αμφίστομος πέλεκυς, ένα αποτελεσματικό όπλο που διαδόθηκε στην Ηπειρωτική Ελλάδα από το Αιγαίο (σημ. 4). Τέλος, στο Κάτω Γραικικό, στο λόφο του Προφήτη Ηλία, ο Δάκαρης βρήκε τμήμα λίθινης αξίνας με οπή από γρανιτόλιθο (σημ. 5).

Στην περιοχή των Τζουμέρκων ειδικότερα και στην ευρύτερη περιοχή του άνω ρου του Αχελώου μεταξύ της Θεσσαλίας και της Ακαρνανίας εγκαθίστανται, από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., οι Αθαμάνες (σημ. 6), ένα από τα κυριότερα ηπειρωτικά φύλα, σύμφωνα με τον Στράβωνα (σημ. 7). Στα βόρεια των Αθαμάνων κατοικούσαν οι Αίθικες, στα δυτικά τους οι Μολοσσοί και στα νότια οι Αμφιλόχιοι. Οι Αθαμάνες, όπως και τα γειτονικά τους φύλα, διήγαν βίο ποιμενικό νομαδικό, μετακινούμενοι από τους χειμερινούς στους θερινούς βοσκοτόπους και αντίστροφα. Κατά συνέπεια, ο γεωγραφικός τους χώρος, για πολλούς αιώνες, δεν πρέπει να οριζόταν με σταθερά, συνεχή όρια, αλλά με καθαρά ποιμενικές διαιρέσεις (σημ. 8). Μόλις κατά τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. πέρασαν από την αγροτική κοινωνία στον αστικό τρόπο ζωής και τη διαβίωση σε οργανωμένους οικισμούς και πόλεις. Λόγω του τρόπου ζωής τους, οι Αθαμάνες πρέπει να φαίνονταν βάρβαροι στα μάτια των Ελλήνων των νοτιότερων περιοχών κατά τους ιστορικούς χρόνους. Έτσι ο Θουκυδίδης τους θεωρεί βαρβάρους, ενώ ο Στράβων αμφιβάλλει για το αν θα πρέπει να αποκαλούνται Έλληνες (σημ. 9). Ωστόσο, η ελληνικότητά τους είναι καταφανής από τα οκτώ γνωστά τοπωνύμια της Αθαμανίας (Αθήναιον, Αιθοπία, Άκανθος, Αργιθέα, Ηράκλεια, Θεοδωρία, Κραννών, Τετραφυλλία), από τα ανθρωπωνύμια και τις επιγραφές των νομισμάτων της, που είναι όλα ελληνικά (σημ. 10), καθώς και από τη θρησκευτική ζωή των κατοίκων, η οποία παράλληλα αντικατοπτρίζει και τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις (σημ. 11).

Η πρώτη ιστορική αναφορά στους Αθαμάνες ανάγεται στο 395 π.Χ., όταν μνημονεύονται ως μέλη της Κορινθιακής και στη συνέχεια της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (σημ. 12). Το 354 π.Χ., στον Ιερό πόλεμο, πολέμησαν εναντίον των Φωκέων και το 323 π.Χ., στο Λαμιακό πόλεμο, εναντίον των Μακεδόνων. Το 295 π.Χ. ο Πύρρος προσάρτησε στο βασίλειό του και τη χώρα των Αθαμάνων, επειδή απέβλεπε στην επίκαιρη γεωγραφική θέση και τον πληθυσμό της, ο οποίος έκτοτε ακολουθούσε το βασιλιά στις εκστρατείες του. Με την πτώση της βασιλείας το 232 π.Χ. και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, οι Αθαμάνες ανέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους. Κατά τα έτη 220-185 π.Χ. την περιοχή κυβερνούσαν οι βασιλείς Θεόδωρος και Αμύνανδρος. Ιδιαίτερα ο δεύτερος ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα και ασκούσε ευρύτερη πολιτική, έξω από τα στενά όρια της χώρας του. Ενδεικτικό της ευρύτερης πολιτικής των βασιλέων των Αθαμάνων είναι η αναγραφή των ονομάτων τους στον κατάλογο των θεωροδόκων των Δελφών και οι σχέσεις τους με άλλα ιερά, όπως της Δήλου και της Κλάρου.

Η Αθαμανία δεν πρέπει να απέφυγε την κοινή μοίρα της Ηπείρου το 167 π.Χ., όταν οι λεγεώνες του Αιμιλίου Παύλου κατέστρεψαν 70 ηπειρωτικές πόλεις και υποδούλωσαν 150.000 Ηπειρώτες. Βεβαίως, η χώρα δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά, καθώς από την εποχή του Αμυνάνδρου ή λίγο μετά το 167 π.Χ. και τουλάχιστον έως το 88/87 π.Χ., στην Αθαμανία λειτούργησε το Κοινό των Αθαμάνων. Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής εποχής, γίνεται απλή μνεία των Αθαμάνων, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας τους.

Η κίνηση της αστικοποίησης στην ενδοχώρα της Ηπείρου κατά τους κλασικούς χρόνους εντάθηκε λόγω της πολιτικοστρατιωτικής ανασφάλειας του 3ου και των αρχών του 2ου αι. π.Χ., όταν οι μακεδονικοί πόλεμοι και η ρωμαϊκή διείσδυση αναγκάζουν τους Ηπειρώτες, ακόμη και των πιο δυσπρόσιτων περιοχών, να συνοικίζονται σε οχυρωμένες πόλεις ή μικρότερα πολίσματα, εγκαταλείποντας την ύπαιθρο σε περίοδο κινδύνου. Τη συγκεκριμένη κίνηση ακολουθούν και οι Αθαμάνες, όπως μαρτυρούν οι τειχισμένοι οικισμοί, οι ακροπόλεις και οι μικρότεροι πύργοι-φυλακεία, που εντοπίζονται κυρίως κατά μήκος διαβάσεων που όριζαν και τις συνοριακές γραμμές (σημ. 13) (εικ. 1) Έτσι, οι ακροπόλεις και οι πύργοι που εντοπίζονται στην περιοχή των βόρειων Τζουμέρκων (για παράδειγμα στους Καλαρρύτες, τους Χουλιαράδες, το Μιχαλίτσι, το Αμπελοχώρι) ελέγχουν τα βόρεια όρια της περιοχής των Αθαμάνων με την περιοχή των Μολοσσών. Αντίστοιχα, το ανατολικό όριο της περιοχής των Αθαμάνων αποτελούσε η χαράδρα του Αράχθου και το φύλασσαν οι ακροπόλεις στην ανατολική πλευρά της χαράδρας (στους Ραφταναίους, την Πλάκα, τα Κουκούλια, τα Γουριανά). Οι ακροπόλεις που βρίσκονται στη δυτική πλευρά της, στο σημερινό Ξηροβούνι (στη Ροδαυγή, τα Πιστιανά), ανήκαν στην περιοχή των Μολοσσών και φύλασσαν τα όρια από τη δική τους πλευρά.

Στις εντοπισμένες αρχαίες θέσεις στην περιοχή των Τζουμέρκων δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα έρευνες, με εξαίρεση ολιγοήμερη ανασκαφή του Σωτήρη Δάκαρη στο Κάτω Γραικικό τη δεκαετία του 1950, απ’ όπου προέρχονται κυρίως ευρήματα των μεταβυζαντινών, αλλά και των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων (σημ. 14). Από άλλες θέσεις προέρχονται τυχαία μόνο ευρήματα, όπως για παράδειγμα σιδερένια όπλα που εντοπίστηκαν στην περιοχή των Αγνάντων κατά τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου (εικ. 2), ή ένας πήλινος λύχνος και πήλινες αγνύθες (υφαντικά βάρη) από τα Γουριανά (εικ. 3).

Η σημασία της Αθαμανίας, πάντως, έγινε αντιληπτή πρώτα από τους ίδιους τους αρχαίους συγγραφείς, όπως αποδεικνύεται από τις ποικίλες αναφορές στα έργα τους. Οι όροι Αθαμανία και Αθαμάνες απαντούν σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. και συνεχίζουν αδιάκοπα έως και την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, τον 2ο αι. μ.Χ. (σημ. 15). Εκτός από το μεγάλο χρονολογικό εύρος, αξιοσημείωτη είναι η ποικιλία των πηγών που περιλαμβάνουν σχετικές αναφορές και πληροφορίες. Πρόκειται για έργα ιστορικά, γεωγραφικά, περιηγητικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά. Μεγάλης σημασίας είναι τα αντλούμενα στοιχεία για τη θέση της περιοχής, τη γειτνίασή της με άλλα ηπειρωτικά και θεσσαλικά φύλα και τις σχέσεις της με τις όμορες επικράτειες. Επιπλέον, η μελέτη των πηγών συντελεί στη σκιαγράφηση της ιστορικής της πορείας κατά την κλασική αρχαιότητα, προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τον πολιτισμό της, διασώζοντας επιπρόσθετα και ορισμένες παραδόσεις και τέλος αποδεικνύει τη σημασία της και τη στρατηγική της θέση στα περάσματα που ένωναν την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Καθώς τα περάσματα αυτά παρέμεναν αμετάβλητα στους επόμενους αιώνες η περιοχή διατήρησε τη σπουδαιότητά της και κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως αποδεικνύεται αφενός από το γεγονός ότι η Αθαμανία, παρά την εγκατάλειψη και την παρακμή της μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, δεν λησμονήθηκε ποτέ από τους συγγραφείς, και αφετέρου από τα σημαντικά μνημεία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων που σώζονται στα Τζουμέρκα.

 

Ανθή Αγγέλη

Αρχαιολόγος