Το κτίριο των παλαιών ανακτόρων, που σήμερα στεγάζει τη Βουλή, άρχισε να κτίζεται το 1836. Συγκεκριμένα ο θεμέλιος λίθος του κατατέθηκε στις 16 Φεβρουαρίου. Τα σχέδια ήταν του Βαυαρού αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Γκαίρτνερ, ο οποίος μισούσε ιδιαίτερα τον Κλέντσε, τον αρχιτέκτονα που κάλεσε ο Όθωνας για να εκπονήσει το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, λόγω της εύνοιας που έδειχνε προς αυτόν ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος.

Η εποχή που αρχίζουν να κτίζονται τα ανάκτορα είναι μια εποχή που στην Ευρώπη επικρατεί η μοναρχία, επομένως το παλάτι θα έπρεπε να αποτελεί το κυρίαρχο κτίριο της χώρας, κτισμένο με επιβλητικότητα και πολυτέλεια, πάντα σε κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας, αποτελώντας το επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Έτσι και τα σχέδια των ανακτόρων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους συντάσσονται από τον Γκαίρτνερ με όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να αποτελέσουν το επιβλητικότερο κτίριο της Αθήνας. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τετραγωνικά του κτιρίου ήταν περισσότερα από αυτά των ανακτόρων του Μπάκιγχαμ και ότι τα ανάκτορα ήταν το πρώτο ογκώδες κτίριο στη νεότερη Αθήνα, λιτό και επιβλητικό, με τελείως διαφορετική αρχιτεκτονική από εκείνη των άλλων κτιρίων. Συγκρινόμενο δε με τα μικρά σπίτια που ήταν γύρω του, φαινόταν πραγματικά γιγαντιαίο, αφού η περιοχή των ανακτόρων ήταν έρημη και δεν αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Εμπορικό κέντρο παρέμενε η παλιά αγορά που υπήρχε από την εποχή της Τουρκοκρατίας και αργότερα η περιοχή που ήταν μεταξύ των δρόμων Σταδίου, Ερμού και Αιόλου.

Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ (και που τελικά δεν εφαρμόστηκε λόγω του μεγάλου πλάτους των δρόμων, που θα απαιτούσε πολλές αποζημιώσεις οικοπεδούχων), το παλάτι τοποθετήθηκε στη σημερινή πλατεία Ομονοίας με μέτωπο προς την Ακρόπολη και γύρω του το διοικητικό κέντρο της πρωτεύουσας. Ο Κλέντσε που τροποποίησε τα σχέδια των δύο αρχιτεκτόνων, μικραίνοντας το πλάτος των δρόμων και καταργώντας τις πολλές πλατείες, μετέφερε τα ανάκτορα στην περιοχή του Κεραμεικού, στο λόφο του Αγίου Αθανασίου, θέση που δεν άρεσε ιδιαίτερα στους Αθηναίους.

Σχέδια κτιρίου νεοκλασικού για ανάκτορα εκπόνησε επίσης ένας άλλος Βαυαρός αρχιτέκτονας, ο Λούντβιχ Λάνγκε, όπως επίσης και ο Σίνκελ που τοποθέτησε τα ανάκτορα πάνω στην Ακρόπολη. Ευτυχώς ο Λουδοβίκος αντέδρασε σε αυτή την παράλογη απόφαση και έτσι σώθηκε ο ιερός βράχος από μια τέτοια παρέμβαση. Τελικά, ως καταλληλότερα σχέδια θεωρήθηκαν αυτά που προτάθηκαν από τον Γκαίρτνερ, καθώς η θέση όπου πρότεινε να τοποθετηθεί το κτίριο ήταν πλεονεκτική γιατί βρισκόταν ψηλότερα και είχε καλύτερο κλίμα και καλύτερη θέα. Επιπλέον γινόταν μια προσπάθεια να απομακρυνθεί η νέα από την παλιά πόλη και έτσι να αρχίσει να αναπτύσσεται και η περιοχή γύρω από τα ανάκτορα, που ήταν απομακρυσμένη και δύσβατη για τους Αθηναίους.

Η κατασκευή των ανακτόρων κόστισε 100.000 λίρες, που έδωσε ο Λουδοβίκος από το προσωπικό του ταμείο σαν άτοκο δάνειο. Ο Όθωνας επέστρεψε τις 2.000 λίρες και τις υπόλοιπες 98.000 τις έδωσε το ελληνικό κράτος το 1878. Το πρόβλημα της έλλειψης χρημάτων ήταν η βασική αιτία που οδήγησε στο να τροποποιηθούν τα αρχικά σχέδια, τα οποία ήταν πιο μεγαλοπρεπή, και να γίνουν πολλές απλουστεύσεις. Από τα έγγραφα των αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών διαπιστώνεται ότι η ξυλεία ήλθε από την Κωνσταντινούπολη ειδικά για την κατασκευή του παλατιού.

Η αρχιτεκτονική του αποτέλεσε χαρακτηριστικό δείγμα κλασικού κτιρίου με αυστηρές γραμμές ως προς τον όγκο του και με ανάπτυξη σε επίπεδα, λόγω της κλίσης του εδάφους, με κυρίαρχο στοιχείο την ευθεία και συνεχή γραμμή. Γενικά, το κτίριο χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα λιτό, χωρίς όμως να χάνει και την επιβλητικότητά του, με καταπληκτική θέα προς όλη την Αθήνα, λόγω της υψομετρικής διαφοράς. Ο ρυθμός που επικρατεί στις όψεις είναι δωρικός (προπύλαια και κολόνες). Η γύρω περιοχή είχε ειδικούς όρους δόμησης και απαιτείτο υποχρεωτική έγκριση σχεδίων από τον Όθωνα.

Στις 11 Ιανουαρίου του 1840 τοποθετήθηκε το πρώτο δοκάρι της στέγης και στις 20 Ιανουαρίου έγινε μεγάλη τελετή για να εορταστεί η κατασκευή της στέγης. Ψήθηκαν 500 αρνιά και καταναλώθηκαν 4.000 μπουκάλια κρασί. Στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου έφτασαν από το Μόναχο στην Αθήνα 20 καλλιτέχνες μαζί με τον Γκαίρτνερ για να ασχοληθούν με τη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων. Στις 24 Μαρτίου του 1841 ο Γκαίρτνερ συνόδευσε την κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, τη βαρόνη Νόρδενπφλυχτ, να δει τις ημιτελείς τοιχογραφίες και αυτή έμεινε έκθαμβη από τη θέα που είχαν τα δωμάτια, βλέποντας «τη θάλασσα, στο βάθος τα νησάκια, την Ακρόπολη, τους στύλους του Ολυμπίου Διός, την πύλη του Αδριανού, την πόλη των Αθηνών και τον βασιλικό κήπο». Για το εσωτερικό παρατήρησε: «τα δωμάτια είναι υψηλά, ευρύχωρα και ως εκ του πλάτους των τοίχων δροσερά, η δε ζωογόνος θαλάσσια αύρα διεισδύει διά των παραθύρων».

Ο Άντερσεν με θαυμασμό γράφει: «Κάθε πέτρα είναι ένα κομμάτι πεντελικό μάρμαρο» και δεν κρύβει το ενδιαφέρον του για τα πορτρέτα των Ελλήνων αγωνιστών της Επανάστασης που κοσμούν το εσωτερικό, ενώ ο Σαρλ Λεβέκ αναφέρεται στην αξία του πεντελικού μαρμάρου και στη θέα των αγρών που οργώνονται σε απόσταση μόλις λίγων ποδιών από το μπαλκόνι των ανακτόρων. Άλλος περιηγητής εντυπωσιάζεται από την ύπαρξη ενός μεγαλοπρεπούς παλατιού σε μια πρωτεύουσα στην οποία δεν υπάρχει χαραγμένος καλά-καλά ούτε ένας δρόμος. Τέλος, ενδιαφέρον έχουν οι σημειώσεις του Ελβετού Σομπ για την έντονη δυσαρέσκεια που διαπίστωσε μεταξύ των Ελλήνων για το γεγονός ότι για τα ανάκτορα επιλέχθηκε Βαυαρός αρχιτέκτονας και όχι Έλληνας, και για την αντιζηλία μεταξύ του Λουδοβίκου και του Όθωνα για το ποιος θα τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο.

Φυσικά δεν λείπουν και οι επικριτές του κτιρίου, όπως ο Ντεμπρί, σύμφωνα με τον οποίο το κτίριο το χαρακτηρίζει τετράγωνη μάζα με τη βόρεια όψη του να μοιάζει με στρατώνα, και ο Αμπού που αναφέρει ότι έχει δει στρατώνες πολύ πιο κομψούς. Ο ίδιος συνεχίζει, κατηγορώντας και το εσωτερικό: «διατρέχοντας τους διαδρόμους πέφτεις στις βρωμομυρουδιές της κουζίνας, οι διάδρομοι είναι στενοί και οι σκάλες άθλιες, ενώ δεν υπάρχει ούτε ένα έργο τέχνης, ούτε ένας πίνακας Δασκάλου». Φυσικά ως προς την υπερβολή αυτή του Αμπού, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο εσωτερικό του παλατιού εργάστηκαν περίφημοι ζωγράφοι της Γερμανίας, όσο δε για το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως στρατώνα, δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς τη δωρική μορφή των όψεων και την απλότητα που επέβαλλε ο ρυθμός σύμφωνα με τον οποίο κτίστηκε το κτίριο.

Το κτίριο των ανακτόρων κινδύνεψε δύο φορές από πυρκαγιά, το 1884 και το 1909, ενώ το 1930 έγιναν πολλές τροποποιήσεις και νεωτερισμοί, όπως τοποθέτηση ρολών στα παράθυρα των όψεων και πολλές εσωτερικές αλλαγές στη χρήση των χώρων, από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, για να στεγάσει τη Βουλή των Ελλήνων. Το κόστος για τις τροποποιήσεις ανήλθε στο ποσό των 150.000.000 δραχμών.

Μπροστά από τα ανάκτορα δέσποζε ο βασιλικός κήπος. Ως πρότυπο για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ο κήπος του Μονάχου και υπήρξε η σκέψη να επεκταθεί μέχρι το Θησείο, γεγονός που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις, λόγω των αρχαίων που υπήρχαν σ’ εκείνη την περιοχή. Τα σχέδια του κήπου είχε συντάξει ο αρχικηπουρός των ανακτόρων Σμιτ, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο. Τα πρώτα δένδρα που ξεπερνούσαν τις 15.000 ήλθαν από την Ιταλία το 1839 και το 1841 φυτεύτηκαν και ελληνικά. Η έκταση του κήπου καταλάμβανε περίπου 175 στρέμματα.

Το συμπέρασμα είναι ότι το κτίριο ως ανάκτορο τότε και ως Βουλή των Ελλήνων αργότερα αποτελούσε και αποτελεί σημείο αναφοράς της Νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας και παραμένει εμβληματικό και μεγαλοπρεπές.

 

Γιώργος Τουρσούνογλου

Αρχιτέκτων-Μηχανικός DESA Παρισίων

Δρ Πανεπιστημίου Σορβόννης IV

Αναπληρωτής Καθηγητής Ανωτάτης Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων