Ολοκληρώθηκε με επιτυχία από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο η δεύτερη φάση αναστήλωσης του ναού του Διός στην Ολυμπία.

Ο ναός του Διός στην Ολυμπία στέγαζε το μεγάλο λατρευτικό άγαλμα του Διός, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, και θεωρείται κορυφαίο δείγμα του δωρικού αρχιτεκτονικού ρυθμού. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η ανωδομή και οι διαστάσεις του ερειπωμένου ναού μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές και κατανοητές μόνον από ειδικούς.

Για τον λόγο αυτό το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ανέλαβε τα τελευταία χρόνια, στη βάση ενός προγραμματικού σχεδίου (master plan) που εκπονήθηκε το 1992, τη διεξαγωγή μιας σειράς επεμβάσεων αποκαταστάσης και μερικής αναστήλωσης με χρήση των αυθεντικών σωζώμενων αρχιτεκτονικών μελών. Οι επισκέπτες του χώρου είχαν την ευκαιρία να αποκομίσουν μια ιδέα της τρίτης διάστασης του κτηρίου ήδη το 2004, όταν έγινε η επανατοποθέτηση ενός κίονα. Η δεύτερη φάση της αναστήλωσης ολοκληρώθηκε με επιτυχία στα τέλη Νοεμβρίου 2012. Η φάση αυτή είχε ως στόχο την όσο το δυνατόν πιο κατανοητή παρουσίαση της περιοχής του δυτικού οπισθοδόμου του ναού στους επισκέπτες.

Για τη μερική επανοικοδόμηση του οπισθοδόμου ήταν αρχικώς απαραίτητη η μετακίνηση 38 αρχιτεκτονικών μελών που είχαν παραμείνει εκεί από τις ανασκαφές τον 19ο αι. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τμήματα από σπονδύλους κιόνων και αδιάγνωστα θραύσματα που πιθανόν ανήκουν σε εμβόλιμους λίθους για τη στερέωση της ζωφόρου και τα οποία αποτέθηκαν παράλληλα με τη νοτιοδυτική οδό μπροστά από τον αρχαίο ερειπιώνα του ναού, ενώ 12 λίθοι τοίχων τοποθετήθηκαν στην ανώτερη στρώση του τοιχοβάτη (θεμελίου των τοίχων) του δυτικού τοίχου του σηκού. Μόνον κατόπιν αυτής της τακτοποίησης και του κλεισίματος της σειράς των λίθων του τοίχου κατέστη δυνατή η εμπειρία του οπισθοδόμου ως χώρου.

Οι ορθοστάτες της δυτικής παραστάδας που σώζονται σε καλή κατάσταση καθαρίστηκαν από τον λιθοτεχνίτη και συντηρητή F. Beuthan. Η βόρεια γωνία που λείπει αποκαταστάθηκε με οπλισμό τιτανίου και τη χρήση χυτού υλικού τεχνητού μείγματος με άπεργο τελείωμα που προσαρμόστηκε στην αρχαία επιφάνεια.

Ο στυλοβάτης του οπισθοδόμου απαλλάχθηκε από τη βλάστηση και τα βρύα, ενώ με τη χρήση λεπτότερου μείγματος τεχνητού λίθου κλείστηκαν λεπτές ρωγμές και ορισμένες βαθύτερες οπές προκειμένου να μην εισχωρήσει υγρασία και να αποσοβηθούν οι σχετικές φθορές από εδώ και στο εξής.

Ένα μεγάλο τμήμα του νοτίου κατώτερου σπονδύλου κίονα του οπισθοδόμου βρισκόταν κατά χώραν σπασμένο σε τρία κομμάτια. Τα θραύσματα αυτά συνδέθηκαν ξανά με ράβδους τιτανίου και το ελλείπον τμήμα συμπληρώθηκε με τεχνητό λίθο οπλισμού τιτανίου. Ακολούθησε, τέλος, η επεξεργασία των ραβδώσεων του κίονα με το χέρι σύμφωνα με την αρχαία τεχνοτροπία.

Καθαρίστηκαν επίσης και αναστηλώθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο (χωρίς όμως να συμπληρωθούν) τα δύο κιονόκρανα του οπισθοδόμου που βρίσκονταν στα δυτικά μπροστά από τον ναό. Στα μέσα Νοεμβρίου του 2012 έγινε η τοποθέτηση των πέντε αποκατασταθέντων αρχιτεκτονικών μελών με τη βοήθεια πενταξονικού γερανού. Για τη διαδικασία αυτή απαιτήθηκαν χειρισμοί ακρίβειας εκατοστών, καθώς έπρεπε να καμφθεί η απόσταση των 35 μέτρων σε μήκος και 7 μέτρων σε ύψος για τη μετακίνηση.

Το κατώτερο τμήμα του βορείου επικράνου της παραστάδας που ζυγίζει περίπου 2 τόνους τοποθετήθηκε πάνω στη συντηρημένη δυτική παραστάδα, κατά την αρχαιότητα ωστόσο βρισκόταν τοποθετημένο 8 μ. ψηλότερα.

Για τα αρχιτεκτονικά μέλη εκείνα που δεν μπορούν να τοποθετηθούν στην αρχική τους θέση, θα πρέπει σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων να δημιουργείται ένα κενό μεταξύ των γειτονικών μελών. Από τεχνικής άποψης το κενό αυτό δημιουργήθηκε με την προσθήκη ανοξείδωτων ατσάλινων παρεμβλημάτων ελληνικής κατασκευής από κράμα χρωμίου-μολυβδαινίου (ASTM 316L), συνολικού ύψους 15 εκ., αποτελούμενων από σωλήνα 11 mm και πλάκα βάσης 15×15 m για καλύτερη κατανομή της πίεσης στον σχετικώς μαλακό κογχυλιάτη λίθο. Τη ρύθμιση των διάστασεων από στατικής άποψης και τον υπολογισμό της αντισεισμικότητας των παρεμβλημάτων ανέλαβε ο μηχανικός Κ. Ζάμπας. Προκειμένου να αποφευχθεί η μεγάλη αντίθεση μεταξύ αρχαίου κογχυλιάτη και του στιλπνού σύγχρονου ατσαλιού, οι επιφάνειες του τελευταίου υπέστησαν επεξεργασία με αμμοβολή.

Ο νότιος κατώτερος σπόνδυλος κίονα που πλέον έχει αποκατασταθεί ως αρχιτεκτονικό μέλος τοποθετήθηκε στην αρχική του θέση. Με τη χρήση παρεμβλημάτων τοποθετήθηκε επ’ αυτού ο ανώτερος σπόνδυλος. Ακολούθησε η τοποθέτηση του νότιου κιονοκράνου του οπισθοδόμου βάρους σχεδόν 7 τόνων, που είναι και το καλύτερα σωζόμενο κιονόκρανο του ναού.

Λόγω της έλλειψης αυθεντικών αρχιτεκτονικών μελών του συνανήκοντος κίονα, το βόρειο κιονόκρανο του οπισθοδόμου τοποθετήθηκε ακριβώς επί του στυλοβάτη με τη χρήση παρεμβλημάτων. Με τον τρόπο αυτό ο οπισθόδομος πλέον παρουσιάζεται ξανά ως χώρος και τα δύο καλά σωζόμενα και εντυπωσιακά —λόγω και μόνον του μεγέθους τους— κιονόκρανα μπορούν να γίνουν αντιληπτά από κοντά.

Την επιστασία της αναστήλωσης είχε αρχικώς ο ερευνητής-αρχιτέκτονας της ανασκαφής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αρχαία Ολυμπία K.Herrmann και από τον Μάιο του 2010 ο ερευνητής-αρχιτέκτονας του Παραρτήματος Αθηνών του ΓΑΙ N. Hellner.

Το πρόγραμμα των εν λόγω επεμβάσεων ξεκίνησε κατόπιν σχετικής έγκρισης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) τον Μάιο του 2011 και χρηματοδοτήθηκε με την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη.