Σπαθάρειο Μουσείο

Ο Σιορ Διονύσιος του Μίμαρου, Σπαθάρειο Μουσείο

Φιγούρα 64 εκ., Ο Σιορ Διονύσιος του Μίμαρου ή Μίμαρος (καπέλο).

Κατασκευάστηκε από τον Σωτήρη Σπαθάρη μεταξύ του έτους 1948 – 1950, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι πεπιεσμένο χαρτί.
Είναι δωρεά του Ευγένιου Σπαθάρη στο Σπαθάρειο Μουσείο – Θέατρο Σκιών του Δήμου Αμαρουσίου κατά το έτος 1995.

Ο Σιορ Διονύσιος, φορά επίσημο κουστούμι με φράκο και ημίψηλο καπέλο (ως κοντός που ήταν). Η παρουσία του δείχνει άνθρωπο της υψηλής κοινωνίας. Έχει επίσης μούσι και το ένα χέρι του το έχει στην τσέπη και το άλλο είναι παρατεταμένο μπροστά. Φορά επίσης παπιγιόν. Υπάρχουν σκαλίσματα που δείχνουν το μάτι, το φρύδι ,το μουστάκι, το αυτί, το καπέλο, το παπιγιόν, τα κουμπιά, την τσέπη του παντελονιού και οι ραφές στο σακάκι.
Οι αρθρώσεις της φιγούρας είναι :
1: κοιλιά
Η φιγούρα είναι εμπνευσμένη απ’ την αντίστοιχη φιγούρα του Μίμαρου. Την οποία δημιούργησε για πρώτη φορά ο Μίμαρος.

Ο Σιορ Διονύσης ή Νιόνιος, αποτελεί ένα εξαιρετικά πετυχημένο ελληνικό δημιούργημα. σατιρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από το Τζάντε της Ζάκυνθο γι’ αυτό και μπαίνει στη σκηνή τραγουδώντας, «Ωραία που, ωραία που ’ναι η Ζάκυνθος, να ‘τανε πιο μεγάλη, πό’χει τα σπίτια τα ψηλά, κάτου στο περιγιάλι», ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια συνέχεια αναφέρεται στη Δύση. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του όπως και οι συντοπίτες του και ξέρει να αραδιάζει τις πιο σπάνιες και περιποιημένες βρισιές. Τύπος δανδή. Πάντοτε όμως αποτυγχάνει στους έρωτες του. Επειδή είναι καλοντυμένος, φορά πάντα με βελάδα και ψηλό καπέλο και με καλούς τρόπους και η παλαιική ζακυνθινή προφορά του είναι γεμάτη από παραφρασμένες ιταλικές φράσεις και λέξεις, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης τον μεταχειρίζονται σαν δόλωμα σε διάφορες κατεργαριές και πάντα παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του και τις περισσότερες φορές τρώει ξύλο.
Τόσο στη μορφή όσο και στο χαρακτήρα είναι ο αντίποδας του άξεστου, μα αποτελεσματικού λεβέντη Μπάρμπα – Γιώργου.