Σπαθάρειο Μουσείο

Ο Μπάρμπα Γιώργος του Ρούλια, Σπαθάρειο Μουσείο

Φιγούρα 67 εκ., Ο Μπάρμπα Γιώργος του Γιάννη Ρούλια
Κατασκευάστηκε από τον Σωτήρη Σπαθάρη μεταξύ του έτους 1948 – 1950, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι πεπιεσμένο χαρτί και σίδηρος (περτσίνια)
Είναι δωρεά του Ευγένιου Σπαθάρη στο Σπαθάρειο Μουσείο – Θέατρο Σκιών του Δήμου Αμαρουσίου κατά το έτος 1995.

Ο Μπάρμπα Γιώργος φοράει σκούφο, φουστανέλα, τσαρούχια και κρατά γκλίτσα. Έχει μουστάκι και φορά την τυπική ενδυμασία του Ρουμελιώτη βοσκού. Υπάρχουν σκαλίσματα στον σκούφο και έχουν δημιουργηθεί σκαλίσματα για να φανούν τα μαλλιά, το αυτί, το μάτι, το φρύδι, το μουστάκι, τα κουμπιά στο πουκάμισο και το γιλέκο. Φαίνεται μόνο το δεξί χέρι με το οποίο κρατά την γκλίτσα.

Οι αρθρώσεις της φιγούρας είναι :
3:δεξί ,αριστερό γόνατο και κοιλιά.
Η φιγούρα αυτή είναι απoμίμηση απ’ τον Σωτήρη Σπαθάρη της φιγούρας του Γιάννη Ρούλια οπού και την είχε εισάγει στο θέατρο, ο ήρωας των σκιών Μπάρμπα Γιώργος, γεννήθηκε το 1897 μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τον Ελληνισμό. Γιατί ήταν σε έξαρση το εθνικό αίσθημα μια και στην Ελλάδα επιβάλλονταν σκληρά οικονομικά μέτρα και γενικά υπήρχε εθνική κατάθλιψη, γιατί απομακρυνόταν το όνειρο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους.
Ο Μπάρμπα Γιώργος είναι, ένας Ρουμελιώτης τεράστιος λεβέντης βλάχος φουστανελάς που μοιράζει καρπαζιές και προστατεύει τους αδύναμους , ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι’ αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του αν και δεν έχει καλή ιδέα για τον ανιψιό του και «λουμποδύτ’» τον ανεβάζει και τον κατεβάζει. Αλλά και ο καραγκιόζης, σαν γνήσιος εξαθλιωμένος προλετάριος, τον ποτίζει διαρκώς με το φαρμάκι της αχαριστίας. Διαρκώς του κάνει «χουνέρια» και ο Μπάρμπα-Γιώργος μετά τα παθήματά του, του τις βρέχει αγρίως.
Σαν χαρακτήρας έχει κι αυτός τις αδυναμίες του, είναι τσιγκούνης, προληπτικός και πολύ ερωτιάρης. Ο προσωπικός αντίπαλος του Μπάρμπα Γιώργου είναι ο Δερβέναγας (Βεληγκέκα), το όργανο του πασά, που μέχρι την εμφάνιση του Μπάρμπα-Γιώργου τους έδερνε όλους. Τώρα σε κάθε τους συνάντηση ο δερβέναγας κατατροπώνεται.
Το κλαρίνο παίρνει τη θέση του και αρχίζει η πανηγυρική κάθοδος του Μπάρμπα-Γιώργου από την στάνη. Η φουστανέλα του με τις πεντακόσιες μάνες, η κεντημένη σκούφια, η ασημένια ταμπακέρα, η τσατσάρα, το καθρεφτάκι, η μαντέκα για το βάψιμο του μουστακιού, η γκλίτσα, το ζουνάρι, τα τσαρούχια με τη φούντα και η καπνοσακούλα.
Ο ερχομός στην πόλη αναγγέλλεται με τον μελωδικό ήχο κουδουνιών κυπριών γιδοπροβάτων και γαβγίσματα μαντρόσκυλων και το χαρακτηριστικό του τραγούδι,

«Ορέ του λεν, του λεν οι κούκοι στα βουνά
κι η πέρδικες στα πλάγια
του λέει κι ου πετροκότσυφας
στα κλέφτικα λημέρια»