Εισαγωγή: Το ερευνητικό πρόγραμμα του Νεολιθικού Οικισμού Αυγής

Το Ανασκαφικό/Ερευνητικό Πρόγραμμα του Νεολιθικού Οικισμού Αυγής Καστοριάς (www.neolithicavgi.gr) ολοκλήρωσε ήδη την πρώτη 10ετία (2002-2012) παρουσίας του στο επιστημονικό γίγνεσθαι της Nεολιθικής Aρχαιολογίας στη Μακεδονία (εικ. 1-2). Ως ωριμότερο πλέον αυτό το Πρόγραμμα αναστοχάζεται την πορεία του σε επίπεδο ανασκαφικής μεθοδολογίας και θεωρητικών εργαλείων ανάλυσης και ερμηνείας του αρχαιολογικού υλικού (εικ. 3-4), αξιοποίησης ειδικών μελετών στο πεδίο και το εργαστήριο καθώς και της παραγωγικότερης αλληλεπίδρασης και συνεργασίας του με την επιστημονική κοινότητα (σημ. 1). Πεδίο σταθερού ενδιαφέροντος του Προγράμματος αποτελεί η διάδρασή του με τον αποδέκτη της αρχαιολογικής δραστηριότητας, τη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών, ιδιαίτερα τα παιδιά, με εφαλτήριο το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα «Στην Αυγή των πρώτων αγροτών» (εικ. 5), το οποίο υλοποιείται με επιτυχία από το 2009 κ.ε. σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της ΠΕ Καστοριάς καθώς και την υποστήριξη της ΚΘ΄ ΕΠΚΑ, του Δήμου Καστοριάς (2011-13) και του Ιδρύματος Ι.Φ. Κωστοπούλου (2011, 2013).

Οι ανασκαφές στη Νεολιθική Αυγή πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2002-2008 από την ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με επικεφαλής πολυμελών ομάδων επιστημονικού και άλλου προσωπικού τη γράφουσα. Η απαρχή των ανασκαφών ήταν προϊόν του ενδιαφέροντος για τη διάσωση του απειλούμενου από τη μακροχρόνια μηχανική καλλιέργεια νεολιθικού οικισμού Αυγής, που ήταν ήδη γνωστός μερικά χρόνια πριν (σημ. 2). Οι πρώτες φάσεις των ανασκαφών (2002-2004) είχαν χαρακτήρα σωστικό και συνάμα διερευνητικό. Τα αποτελέσματα του σωστικού ανασκαφικού έργου απέφεραν εξαρχής ενδιαφέροντα οικιστικά και άλλα αρχαιολογικά κατάλοιπα, που επέβαλαν τη συστηματική ανασκαφική διερεύνηση της θέσης. Έτσι, άρχισε να συγκροτείται ένα διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα σε επίπεδο ανασκαφικής πρακτικής και πραγμάτευσης του αρχαιολογικού υλικού τόσο στον άξονα της διαχρονίας, όσο και –με έμφαση μάλιστα – στην αναλυτική προσέγγιση και σύνθεση των αρχαιολογικών συνευρημάτων (contextual analysis) σε μικροκλίμακα. Κι αυτό γιατί το πρόγραμμα στοχεύει στη μελέτη της βιογραφίας του νεολιθικού τοπίου στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς, με έμφαση στην εξέταση του κύκλου ζωής, των διαδικασιών δημιουργίας και εξέλιξης του νεολιθικού οικισμού Αυγής, δηλαδή της βιογραφίας της θέσης στο σύνολό της, αλλά και σε επιμέρους στοιχεία της, εκείνα των αρχιτεκτονικών κατασκευών, ειδικότερα των οικημάτων, που υπό την έννοια του «νοικοκυριού» αποτελούσαν βασικές μονάδες παραγωγής, αναπαραγωγής και κατανάλωσης και επομένως θεμελιώδεις κοινωνικές δομές του οικισμού (Στρατούλη 2004, σ. 661-663). Οι στοχεύσεις αυτές, όμως, θα ήταν ανέφικτες χωρίς την ουσιαστική συνεργασία με ειδικευμένους επιστημονικούς συνεργάτες και πανεπιστημιακά ή άλλα ιδρύματα της αλλοδαπής και ημεδαπής στα αντικείμενα –μεταξύ άλλων– της γεωφυσικής, των ραδιοχρονολογήσεων, της γεωλογίας, της γεωαρχαιολογίας και μικρομορφολογίας, της βιοαρχαιολογίας (π.χ. μελέτη ανθρακολογικών, αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων) και ειδικών μελετών άλλου αρχαιολογικού υλικού, όπως οι αρχιτεκτονικές και οι θερμικές κατασκευές, τα λίθινα εργαλεία και η κεραμική (σημ. 3).

Επιπλέον, η υλοποίηση ενός νέου ανασκαφικού/ερευνητικού πρoγράμματος για τη Νεολιθική στην ακόμη ελάχιστα ερευνημένη περιοχή της Καστοριάς (Στρατούλη 2004, σ. 662), και μάλιστα στο γεωμορφολογικό περιβάλλον της ιζηματογενούς Μεσοελληνικής Αύλακας, που υπόκειται σε συνεχείς μεταβολές λόγω διάβρωσης και αποθέσεων ρεμάτων, συνιστούσε επιστημονική πρόκληση και εγχείρημα συμβολής τόσο στην ανασκαφική εμπειρία και μεθοδολογία, όσο και στην αρχαιολογική θεωρία και ερμηνεία.

Προϋπόθεση, όμως, για την υλοποίηση των παραπάνω ήταν η δυνατότητα πραγματοποίησης εκτεταμένης ανασκαφικής έρευνας. Και ο στόχος αυτός έγινε εφικτός χάρη στην αποδοτική συνεργασία της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ με τον τέως Δήμο Αγίας Τριάδας, την τέως Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς καθώς και την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, με αποτέλεσμα τη χρηματοδότηση των Ανασκαφών Αυγής από το Διασυνοριακό Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα INTERREG IIIA/Γειτνίαση Ελλάδα-Αλβανία (2005-2008) και το Πρόγραμμα ΠΙΝΔΟΣ του τέως Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (2006-2008).

Οι ανασκαφές των ετών 2002-2008 στον Νεολιθικό Οικισμό Αυγής, που πραγματοποιήθηκαν σε επιφάνεια 2.000 τ.μ., έφεραν στο φως τμήματα ενός εκτεταμένου τύπου αγροτικού οικισμού με έκταση περίπου 50-55 στρέμματα και διάρκεια ζωής περί τα 1.000 χρόνια (~5650-4500 σε βαθμονομημένες τιμές ραδιοχρονολογήσεων=calibrated/cal BC). Στις τρεις διασωζόμενες και στρωματογραφικά διακριτές φάσεις της Νεολιθικής Αυγής αποτυπώνονται ενδιαφέρουσες αλλαγές στην οικιστική και κοινωνική οργάνωση της θέσης, την οικοδομική τεχνολογία και τον υλικό πολιτισμό της καθώς και στις ιδεολογικές/συμβολικές πρακτικές της.

Η φάση ΑΥΓΗ Ι (~5650-5000/4900) χαρακτηρίζεται από την παρουσία εκτεταμένων καταλοίπων καμένων κτιρίων και μεγάλων ανοιχτών-κοινόχρηστων χώρων («αυλές»). Στις αρχές της 5ης χιλιετίας, στη φάση ΑΥΓΗ ΙΙ (~4900-4700), πάνω στα ερείπια της ΑΥΓΗΣ Ι, ο οικιστικός χώρος μοιάζει να αναδιοργανώθηκε, ίσως και να μετατοπίστηκε, και συμπεριέλαβε την ισχυρή συμβολική παρουσία ενός ταφικού χώρου καύσεων. Η ύστερη σωζόμενη φάση της θέσης, η ΑΥΓΗ ΙΙΙ (~4700-4500), αντικατοπτρίζει ένα νέο πρόγραμμα ενδοκοινοτικής οργάνωσης με μεγάλα κτίρια σε νέο, μάλλον ενιαίο ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό και παράλληλη διάταξή τους στον άξονα Δ-Α και σε διαδοχικά επίπεδα –σχεδόν αμφιθεατρικά– από Ν προς Β, οριοθέτηση του οικισμού, πιθανόν και επιμέρους κτιρίων, και επιπλέον στοιχεία δομημένης εναπόθεσης υλικών σε μια σειρά μικρών και μεγάλων λάκκων.

Η θέση και το περιβάλλον της

Το νεολιθικό τοπίο στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς (Αληχανίδης 2008, Andreou κ.ά. 1996, Ασλάνης 2010, Γραμμένος 2010, Korkuti 1995, 2003, Mitrevski 2003, Στρατούλη 2004, σ. 662, Tasić / Tasić 2003, Χονδρογιάννη-Μετόκη 2009, Χουρμουζιάδης 2002) απόκτησε πολύ πριν από τα μέσα της 6ης χιλιετίας, περί το 5650 π.Χ., μια νέα εγκατάσταση γεωργοκτηνοτρόφων.

Η νέα αυτή θέση, σε υψόμετρο περί τα 740 μ., βρίσκεται στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Αυγής, στα βόρεια και σε απόσταση 500 μ. από την πλατεία του χωριού, 7 χλμ. δυτικά από το Άργος Ορεστικό και περίπου 10 χλμ. ΝΔ της Λίμνης Ορεστίδας (εικ. 1-2). Ιδρύθηκε σε λοφώδες τοπίο με πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, το οποίο συνέβαλε στην ισχυρή διάβρωση της περιοχής και στην απόθεση άφθονων αργιλικών ιζημάτων (εικ. 6). Στο πλούσιο φυτικό περιβάλλον του νεολιθικού τοπίου της Αυγής κυριαρχούσαν δάση μαύρης πεύκης και δρυοδάση με πολλά άλλα φυλλοβόλα είδη καθώς και υγρόφιλη βλάστηση γύρω από ρέματα και σε υγρές περιοχές των δασών (Ντίνου 2008). Η θέση παρουσιάζει οριζόντια και κάθετη διάβρωση και εδράζεται σε έναν άλλοτε εκτεταμένο στα ανατολικά και τα νότιά της αναβαθμό (Κραχτοπούλου 2008).

Το βόρειο τμήμα της θέσης, στο οποίο ακόμη και σήμερα αναβλύζει πηγή πόσιμου νερού, οριζόταν από υδρόρεμα (εικ. 7). Αυξομειώσεις της παροχής του και μεταβολές της κοίτης του πρέπει να επηρέασαν σημαντικά την οργάνωση και οριοθέτηση αυτού του τμήματος του οικισμού.

Το νότιο τμήμα της θέσης έχει διαβρωθεί ισχυρά από χείμαρρο των μεταχριστιανικών αιώνων. Πρόσφατες βαθιές δοκιμαστικές τομές στο νοτιοδυτικό τμήμα αυτής της περιοχής κατάδειξαν την παρουσία ταφροειδών ορυγμάτων, που ο αριθμός, η μορφή, η διάταξη και η λειτουργία τους χρειάζεται να τεκμηριωθούν συστηματικά σε επικείμενη έρευνα.

Στο δυτικό τμήμα του οικισμού, παρά τη σημαντική διάβρωσή του και την απώλεια περίπου 1,50 μ. επιχώσεων, μεταξύ άλλων και των ιστορικών χρόνων καθώς και νεότερων περιόδων, διασώζονται τα κατάλοιπα ενός πιθανώς διπλού συστήματος οριοθετημάτων, της Τάφρου Α και της Τάφρου Β, έργα συλλογικής απόφασης, εκτέλεσης και διαχείρισης/συντήρησης (εικ. 7). Η παρουσία τους υποδείχθηκε αρχικά από τη γεωφυσική διασκόπηση (Τσόκας κ.ά. 2005) και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε με εγκάρσια διερευνητική τομή (Στρατούλη 2005, 2007).

Τα ταφροειδή ορύγματα

Η Τάφρος Α, διατομής σχήματος U, αποτελούσε ένα ευρύ και βαθύ όρυγμα με πλάτος άνω των 5,50 μ. και αρχικό βάθος μεγαλύτερο των 3,00 μ. Πρέπει να περιέβαλε τον νεολιθικό οικισμό, πιθανότατα κατά την ύστερη φάση του (ΑΥΓΗ ΙΙΙ), οριοθετώντας τον δομημένο χώρο, σε φυσικό και συμβολικό επίπεδο, και προστατεύοντάς τον –μεταξύ άλλων– από την απόθεση φερτών υλικών από τα υψηλότερα άλλοτε πρανή στα δυτικά και τα νότια του οικισμού, ή εξυπηρετώντας την ανάσχεση μεγάλου όγκου υδάτων και την παροχέτευσή τους προς χαμηλότερες περιοχές στα βόρεια και τα ανατολικά του οικισμού. Το ανάπτυγμα της τάφρου στο νότιο και το ανατολικό τμήμα της θέσης, όπου διασώζεται αποσπασματικά, επιτρέπει την εκτίμηση της έκτασης του δομημένου χώρου του οικισμού σε 50-55 στρέμματα, εντός των οποίων υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη αδόμητης ζώνης, όπως στο δυτικό τμήμα του μεταξύ των Τάφρων Α και Β (εικ. 7).

Σε απόσταση 10 μ. ανατολικά της Τάφρου Α εντοπίζεται ένα πιθανώς σύγχρονό της, ευθύγραμμο και συγκριτικά στενό και αβαθές όρυγμα, η Τάφρος Β (μέγ. πλ. ~2,60 μ και σωζ. βάθ. ~1,20 μ). Στα δύο τεμνόμενα ορύγματα του προφίλ της αναγνωρίζονται δύο φάσεις κατασκευής και ανακατασκευής της. Το βαθύτερο τμήμα της επίχωσής της –σε αντίθεση με την Τάφρο Α– περιέχει μεγάλο αριθμό ευρημάτων, όπως κεραμική, οστά και αδρούς λίθους, ενώ το ανώτερο ευδιάκριτη στρώση πηλών (σωζ. πάχ. 0,20 μ.), που παραπέμπουν σε συσχέτιση του ταφροειδούς αυτού ορύγματος –ίσως δευτερογενώς– με κάποιας μορφής υπέργεια κατασκευή, ενδεχομένως για την ενίσχυση της προστασίας του οικισμού από τα Δ (σύγκρ. Στρατούλη 2005, σ. 596-598, Τσόκας κ.ά. 2005). Η μορφή και η χρήση της δομής αυτής, όπως και η χρονική ή και λειτουργική σχέση της με την Τάφρο Α μένει να αποσαφηνιστούν σε μελλοντική ανασκαφική έρευνα.

Οι οικιστικές φάσεις

Το πάχος των σωζόμενων επιχώσεων της θέσης κυμαίνεται από 0,40 μέχρι περ. 1,30 μ. Σε αυτές, βάσει ευδιάκριτων διαφοροποιήσεων στρωμάτων ή/και αλλαγών στην τεχνολογία δόμησης και τις πρακτικές οργάνωσης του χώρου, αναγνωρίζονται τρεις διαδοχικές νεολιθικές φάσεις: η ΑΥΓΗ Ι της Μέσης Νεολιθικής και της Νεότερης Νεολιθικής Ι (~5650-5000/4900), η ΑΥΓΗ ΙΙ στο μεταίχμιο της ΝΝ Ι και της ΝΝ ΙΙ (~4900-4700) και η Αυγή ΙΙΙ της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ (~4700-4500).

ΑΥΓΗ Ι

Η παλαιότερη οικιστική φάση της θέσης είναι η ΑΥΓΗ Ι (εικ. 9). Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από ισχυρά καμένα νεολιθικά οικήματα που έχουν καταρρεύσει στη θέση τους, σφραγίζοντας τον φυσικό ορίζοντα της θέσης (Κυριλλίδου 2010). Τα πεσμένα οικήματα εναλλάσσονται με γκριζόφαιες εκτενείς επιχώσεις χαρακτηριστικές ύπαρξης ανοιχτών χώρων και ενδεικτικές της παρουσίας απορριμματικών δραστηριοτήτων από το εσωτερικό οικημάτων αλλά και υπαίθριων τροφοπαρασκευαστικών πρακτικών.

Βάσει βαθμονομημένων ραδιοχρονολογήσεων ξύλου από το Κτίριο 1 (Ανατολικός Τομέας ανασκαφών), το Κτίριο 3 (Κεντρικός Τομέας) και τα Κτίρια 2α και 5 (Δυτικός Τομέας) καθώς και στρωματογραφικών συσχετίσεων, τα καμένα κτίρια της ΑΥΓΗΣ Ι χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική και τη Νεότερη Νεολιθική Ι, περίπου μεταξύ 5500 και 5000/4900 cal BC (Στρατούλη 2007). Η ίδρυση της θέσης ανάγεται περί το 5650 cal BC σύμφωνα με ραδιοχρονολογήσεις δειγμάτων κάρβουνου από τον κατώτερο ορίζοντα των επιχώσεων της ΑΥΓΗΣ Ι.

Η ΑΥΓΗ Ι είναι κατεξοχήν οικιστική. Είναι η μόνη φάση της θέσης που σώζει διαστρωμάτωση, ενδεικτική επαναλαμβανόμενων νεολιθικών δραστηριοτήτων και πρακτικών. Μεταξύ των επιχώσεων της ΑΥΓΗΣ Ι περιλαμβάνονται: α) πεσμένες ανωδομές κτιρίων, β) καμένες ακολουθίες δαπέδων που αναπτύσσονται πάνω στο φυσικό, γ) επιχωματώσεις του φυσικού που αποτελούν υπόβαθρο κτιρίων κατά την οριζόντια μετακίνησή τους στο χώρο, δ) ανοιχτοί χώροι που παρεμβάλλονται μεταξύ κτιρίων, αλλά και ανάμεσα σε στρώσεις οικοδομικών, και ε) ποικιλία υπαίθριων κατασκευών και αδιευκρίνιστων κατασκευαστικών χαρακτηριστικών.

Τα κτίρια και οι ανοιχτοί χώροι της ΑΥΓΗΣ Ι αναπτύσσονται σε αργιλούχο έδαφος. Το ανώτερο τμήμα του εδάφους έχει έντονα ενσωματωμένα ανθρωπογενή στοιχεία, όπως διαλυμένα οικοδομικά υλικά και άνθρακες. Με βάση μικρομορφολογικά αποτελέσματα που βρίσκονται σε εξέλιξη, τα μικρο-κατάλοιπα αυτά προέρχονται επίσης από καύση κτιρίων (Κυριλλίδου 2010 και προσωπική επικοινωνία).

Από την οικιστική δραστηριότητα της 6ης χιλιετίας στην Αυγή, και στους τρεις τομείς (Ανατολικός, Κεντρικός και Δυτικός) των ανασκαφών έχουν αποκαλυφθεί εκτεταμένες περιοχές με ισχυρά καμένα και συμπαγή οικοδομικά κατάλοιπα (τμήματα wattle-and-daub με χαρακτηριστικά αρνητικά αποτυπώματα ξύλινων δοκαριών, πασσάλων και κλαδιών). Αυτά αντιπροσωπεύουν ανωδομές κτιρίων (τοιχοποιίες και οροφές) καθώς και άλλες κατασκευές (π.χ. πατάρια), που κατέρρευσαν in situ και ανήκουν –βάσει μικροστρωματογραφικών παρατηρήσεων– σε τουλάχιστον τέσσερα (4) επάλληλα επεισόδια οικιστικής δραστηριότητας, με διάρκεια περί τα 400-500 χρόνια, και διακριτή, κυρίως στον Ανατολικό Τομέα της θέσης, την πρακτική της οριζόντιας μετακίνησης κτιριακών δομών.

Τα οικοδομικά κατάλοιπα καλύπτουν εκτενείς επιφάνειες. Χαρακτηρίζονται από υψηλή πυκνότητα, ποικιλία τύπων, υλικών και επιχρισμάτων, και φέρουν έντονα σημάδια καύσης. Κάτω από πυκνούς όγκους οικοδομικών κατάλοιπων αποκαλύφθηκαν λεπτές στρώσεις πάχους 1-2 εκ., οι οποίες αποτελούν τη μικρο-ακολουθία ανέπαφων νεολιθικών δαπέδων και, ως εκ τούτου, αντικείμενο συστηματικής μικρομορφολογικής μελέτης. Τα δάπεδα είναι επίσης καμένα και κατασκευασμένα από τον ίδιο τον φυσικό ορίζοντα της θέσης. Οι ακολουθίες τους σώζουν εύρος οργανικών, ανόργανων και ορυκτολογικών μικρο-καταλοίπων, όπως στάχτες από θερμικές κατασκευές που θα πρέπει να υπήρχαν στο εσωτερικό των κτιρίων, υπολείμματα καμένων οστών από μαγείρεμα εντός των κτιρίων, θραύσματα κεραμικής από μαγειρικά αγγεία, σφαιρουλίτες από πιθανούς χώρους σταβλισμού εντός των κτιρίων, καμένους σπόρους από δημητριακά ή και άλλα φυτικά είδη που μπορεί να κρέμονταν στο εσωτερικό κτιρίων (από πάσσαλο, οροφή), ή να έχουν πέσει από ψηλότερα σημεία (πατάρι, δεύτερο όροφο), φυτόλιθους από χρήση σιτηρών στην κατασκευή των κτιρίων και από επεξεργασία τους σε γύρω και σύγχρονους με τα κτίρια ανοιχτούς χώρους.

Λόγω υψηλής διαστρωμάτωσης, η ανάλυση των οικιστικών επιχώσεων της ΑΥΓΗΣ Ι μπορεί να προσφέρει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την «καθημερινή» βιογραφία των κτιρίων. Για το λόγο αυτό στη διάρκεια των ανασκαφών 2005-2008 πραγματοποιήθηκε μικρομορφολογική δειγματοληψία πέντε κτιριακών δομών (Κτίρια 1, 2α, 3, 5, 7) και γειτονικών τους στεγασμένων και αστέγαστων χώρων με τη μορφή ακέραιων προσανατολισμένων block επιχώσεων, διαστάσεων έως και 20-30 κυβ. εκ., σε συνδυασμό με συστηματική απόληψη δειγμάτων των ίδιων επιχώσεων για επεξεργασία μέσω επίπλευσης (water flotation) και ανασκαφή με μικρο-κάνναβο διαστάσεων 1,0×1,0 μ. Στόχος μας αρχικά η ανάλυση από τους ειδικούς συνεργάτες της ανασκαφής (γεωαρχαιολόγους και βιοαρχαιολόγους) του ποικίλου υλικού του πολύτιμου αυτού αρχαιολογικού αρχείου και στη συνέχεια η πολύπλευρη επεξεργασία και ζύμωση των πληροφοριών που θα προκύψουν από την ανάλυση μικροσκοπικών ευρημάτων με εκείνες από τη μελέτη ορατών σταθερών και κινητών ευρημάτων για το είδος και εύρος καθημερινών πρακτικών μαγειρέματος και τροφοπαρασκευής, αποθήκευσης, καλλιέργειας, επεξεργασίας σιτηρών κ.λπ., και κυρίως τη μικρο-συγκειμενική (micro-contextual) χωρο-οργανωτική συσχέτιση δεδομένων.

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα αρχαιοβοτανολογικά κατάλοιπα από επιχώσεις τριών κτιρίων (Μαργαρίτη 2007). Σε όλα τα δείγματα από το Κτίριο 1 στον Ανατολικό Τομέα κυριαρχεί το δίκοκκο σιτάρι, ενώ πολύ μικρότερη είναι η ποσότητα της φακής και περιορισμένος ο αριθμός των κράνων. Διαφορετικές συγκεντρώσεις αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει το Κτίριο 2α στον Δυτικό Τομέα: μερικά δείγματα περιέχουν αποκλειστικά σπόρους λαθουριού, ενώ σε πολλά κυριαρχεί το δίκοκκο σιτάρι, ολόκληροι σπόροι, αλλά και μεγάλος αριθμός θρυμματισμένων, που δεν φαίνεται να αντιπροσωπεύουν κακή διατήρηση λόγω της απανθράκωσης, αλλά επεξεργασμένα σιτηρά για κατανάλωση τύπου πλιγουριού (bulgur). Στο Κτίριο 5 στον Δυτικό Τομέα –που έχει αποδώσει το περισσότερο αρχαιοβοτανικό υλικό της θέσης μέχρι σήμερα– κυριαρχεί το δίκοκκο σιτάρι με πολλές εκατοντάδες σπόρων τόσο στο ερευνημένο τμήμα της επίχωσης του δαπέδου του, όσο και σε αποθηκευτικό (ή άλλης λειτουργίας) λάκκο στη ΝΔ περιοχή του Κτιρίου (>40.000 σπόροι) (Στρατούλη κ.ά. 2012).

Κατά την ανασκαφική δραστηριότητα 2002-2008 ήρθαν στο φως τα κατάλοιπα δέκα (10) τουλάχιστον κτιρίων της φάσης ΑΥΓΗ Ι, στην πλειονότητά τους οικήματα, που ανήκουν σε περισσότερες από τέσσερις χρονικές περιόδους. Βάσει των ραδιοχρονολογήσεών τους, μερικά από αυτά ήταν σύγχρονα και εν μέρει συνυπήρξαν (π.χ. το Κτίριο 1 στον Ανατολικό Τομέα και το Κτίριο 2α στον Δυτικό Τομέα). Η δομημένη έκταση του οικισμού της φάσης ΑΥΓΗ Ι εκτιμάται σε περίπου 30-35 στρέμματα. Η ανάπτυξη των κτιριακών δομών στο χώρο ήταν αραιή, πιθανότατα ανομοιογενής σε επιμέρους τμήματα του οικισμού και μεταβαλλόμενη στο χρόνο.

Από την επιφάνεια που καλύπτουν τα καμένα οικοδομικά κατάλοιπα και κυρίως τα δάπεδα των in situ καμένων κτιρίων, στην ΑΥΓΗ Ι αναγνωρίζεται η παρουσία ανεξάρτητων στο χώρο και σε αραιή διάταξη ευρύχωρων κτιρίων ορθογώνιας κάτοψης, με προσανατολισμό εν μέρει τουλάχιστον στον άξονα Ανατολής-Δύσης και εμβαδόν περί τα 50-70 τ.μ. Τα κτίρια της ΑΥΓΗΣ Ι εδράζονταν άλλοτε απευθείας στον αναδιαμορφωμένο φυσικό ορίζοντα εγκατάστασης και άλλοτε σε προετοιμασμένο και υπερυψωμένο χαμηλό υπόβαθρο ως μέσο ισοπέδωσης, ίσως και πρόσθετης προστασίας της νέας δομής από την υγρασία.

Μεταξύ των κτιρίων (εικ. 8) υπήρχαν μεγάλοι ανοιχτοί χώροι («αυλές») κοινωνικής διάδρασης (Στρατούλη κ.ά. 2012). Οι κοινόχρηστοι αυτοί χώροι περιλάμβαναν αρκετές θερμικές κατασκευές, ποικίλης μορφής και μεγέθους, όπως υπέργειους φούρνους, υπόσκαφα φουρνάκια με οπαίο και εστίες (βλ. Καλογηροπούλου 2011) καθώς και εργαλειακό εξοπλισμό, μεταξύ άλλων πολλά τριβεία και τριπτήρες (Bekiaris 2012) κοντά στις κατασκευές φωτιάς, που υποδεικνύουν –μεταξύ άλλων εργασιών– έντονη δραστηριότητα στη γειτνίαση των κτιρίων, και μάλιστα σε συνθήκες υψηλής ορατότητας, για την προετοιμασία τροφών και την παρασκευή του φαγητού.

Την αποσαφήνιση της εσωτερικής διάταξης των κτιρίων της ΑΥΓΗΣ Ι δυσχεραίνει ο μεγάλος όγκος και η πυκνότητα των οικοδομικών υλικών. Η αναγνώριση κατασκευών για τον επιμερισμό του χώρου τους, όπως εσωτερικά χωρίσματα ή πατάρια, δεν είναι εύκολη. Η πιθανή όμως παρουσία τους υποδεικνύεται από την ποικιλία των πηλομαζών και των αρνητικών αποτυπωμάτων των ξύλινων στοιχείων τους. Το ίδιο ισχύει και για την παρουσία αρχαιοβοτανολογικού υλικού, συγκεκριμένα πλήθους σπόρων σιτηρών μεταξύ δομικών στοιχείων ανωδομών. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στην παραδοχή της ύπαρξης παταριών ή άλλων υπερυψωμένων κατασκευών εντός των οικημάτων για την προστασία ακόμη και της μικρής διάρκειας αποθήκευσης σιτηρών ή άλλων καλλιεργούμενων ειδών ή και συλλεγόμενων καρπών. Ας σημειωθεί ότι –βάσει αποσπασματικών στοιχείων– τα κτίρια πρέπει να διέθεταν μικρές φορητές εστίες για θέρμανση και φωτισμό (Καλογηροπούλου 2011). Επιπλέον, υπάρχει δυσκολία ανάγνωσης κατόψεων από σαφείς διατάξεις δομικών στοιχείων (π.χ. οπές πασσάλων). Κι αυτό γιατί τα κατακόρυφα στοιχεία του ξύλινου σκελετού της τοιχοποιίας των κτιρίων, για τον οποίο πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί κυρίως δρυς και μαύρη πεύκη (Ντίνου 2008), δεν πρέπει να μπήγονταν απευθείας στο έδαφος, και επομένως δεν άφησαν τα αρνητικά αποτυπώματά τους σε αυτό. Ως πιο πιθανή φαίνεται η έδραση των φερόντων ξύλινων στοιχείων των ανωδομών σε μια μορφή ποδίου από στοιβαχτό πηλό ή ξύλο ως μέσο πιθανά προστασίας τους από την υγρασία του αργιλικού υπεδάφους (σύγκρ. Κλουκίνας 2011).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επαναλαμβανόμενη εικόνα της απουσίας σχεδόν κινητών ευρημάτων, όπως αγγεία ή άλλος εργαλειακός εξοπλισμός, από το εσωτερικό των καμένων κτιρίων και κάτω από τον όγκο των πεσμένων οικοδομικών καταλοίπων τους. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη της εκκένωσης των κτιρίων από τους ενοίκους τους, όταν αυτά ολοκλήρωναν τον «κύκλο ζωής» τους. Κατά συνέπεια, η καύση των κτισμάτων (Αηδονά 2007), για όποιους λόγους συνέβη, πρακτικούς ή και συμβολικούς, όπως η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και μνήμης (Fernandez-Galiano 2000, Stevanović 1996, 2002, Tringham 2005), ήταν μεταγενέστερη της εγκατάλειψής τους. Ο τρόπος και ο χρόνος της κατάρρευσης αυτών των κτιρίων προγραμματίζουμε να αποτελέσει ένα ξεχωριστό ερευνητικό πρόγραμμα σε συνεργασία με ειδικούς στον αρχαιομαγνητισμό.

ΑΥΓΗ ΙΙ

Η φάση ΑΥΓΗ ΙΙ χαρακτηρίζεται από ένα διακριτού πάχους, αλλά πολύ αλλοιωμένο στρώμα ανθρωπογενών επιχώσεων, που απαντούν αμέσως πάνω και γύρω από τα ερείπια των καμένων κτιρίων της ΑΥΓΗΣ Ι (εικ. 10). Οι επιχώσεις αυτές, που η σύνθεση και ο χαρακτήρας τους αναμένεται να αποσαφηνιστούν από τις μικρομορφολογικές μελέτες σε εξέλιξη, παρουσιάζουν παραλλαγές. Άλλοτε εμφανίζονται ομοιογενείς και εκτεταμένες και άλλοτε διαφοροποιημένες ως προς τα περιεχόμενά τους, παραπέμποντας σε διαφορετικές χρήσεις.

Κανένα κτίριο δεν έχει εντοπιστεί, ή δεν έχει αναγνωριστεί μέχρι στιγμής στη φάση αυτή (έχουν αποκαλυφθεί, όμως, εξαιρετικά διαβρωμένα κατάλοιπα δομών που μπορεί να ανήκαν σε οικοδομήματα), γεγονός που έχει δημιουργήσει αρκετά ερωτηματικά σχετικά με την οργάνωση και το χαρακτήρα της εγκατάστασης σε αυτή τη φάση. Θεωρούμε αρκετά πιθανή τη μετακίνηση του οικιστικού ιστού στο νότιο τμήμα της θέσης, που σήμερα δεν σώζεται, μεταβολή που πιθανώς υπαγορεύτηκε από κλιματικούς ή και κοινωνικούς παράγοντες. Παρά την απουσία (;) κτιρίων, οι επιχώσεις της ΑΥΓΗΣ ΙΙ περιλαμβάνουν αποσπασματικά σωζόμενους ορίζοντες χρήσης, που αποδίδονται σε ανοιχτούς χώρους δραστηριότητας. Στους χώρους αυτούς αποκαλύφθηκαν αρκετές θερμικές κατασκευές, βιοαρχαιολογικό υλικό, καθώς και συγκεντρώσεις ευρημάτων σχετικές με την άσκηση ποικίλων καθημερινών δραστηριοτήτων.

Στη φάση ΑΥΓΗ ΙΙ εντάσσονται, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στρωματογραφικά δεδομένα, και δέκα μικρά ταφικά αγγεία που εντοπίστηκαν σε ανοιχτή περιοχή στο κέντρο περίπου της θέσης (Στρατούλη κ.ά. 2009, Stratouli κ.ά. 2010). Τα ταφικά αγγεία βρέθηκαν τοποθετημένα σε ημικυκλική διάταξη, σε έκταση περίπου 3,0 τ.μ. (εικ. 11). Περιείχαν πολύ μικρές ποσότητες καμένων ανθρώπινων οστών, που συλλέχθηκαν και τοποθετήθηκαν μέσα στο αγγείο μετά την καύση της σωρού. Σύμφωνα με την οστεοαρχαιολογική ανάλυση (Σ. Τριανταφύλλου), ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός αποσπασματικότητας των οστών, η έλλειψη χρωματικής διαφοροποίησής τους, η παρουσία χαρακτηριστικών ρωγμώσεων και παραμορφώσεων σε αυτά, και επιπλέον η απουσία στάχτης από το περιεχόμενο των ταφικών αγγείων οφείλονται στην επενέργεια υψηλών θερμοκρασιών, που είχαν ως αποτέλεσμα την τέλεια καύση των νεκρών. Μετά την ολοκλήρωση της καύσης, τα οστά παρέμεναν εκτεθειμένα για ικανό χρονικό διάστημα (ίσως και περισσότερο από 24 ώρες) προκειμένου να κρυώσουν και στη συνέχεια μια πολύ μικρή ποσότητα συλλέχθηκε και τοποθετήθηκε μέσα στο ταφικό αγγείο. Μάλιστα, η επιλογή των οστών, όπως μαρτυρεί η συνύπαρξη οστών από διαφορετικές σκελετικές κατηγορίες (κρανιακά και μακρά οστά), ήταν τυχαία. Σε δύο περιπτώσεις βρέθηκαν και καμένοι σπόροι μαζί με τα οστά του νεκρού. Σε επόμενο στάδιο, τα ταφικά αγγεία εναποτέθηκαν με το στόμιο προς τα πάνω στον επιλεγμένο χώρο του οικισμού και κάθε ένα καλύφτηκε με μία ή δύο στρώσεις από θραύσματα μεγαλύτερων αγγείων (εικ. 12), τα οποία πιθανώς, αφού χρησιμοποιήθηκαν, θραύστηκαν στα πλαίσια του τελετουργικού ταφής, σχηματίζοντας μικρούς τύμβους. Τα αγγεία εντοπίστηκαν μέσα στην ίδια επίχωση, αλλά σε διαφορετικά βάθη, και πιθανώς αντιστοιχούν σε διαφορετικά επεισόδια απόθεσης, κάτι που σημαίνει πως το συγκεκριμένο τελετουργικό ταφής επιβίωσε και εφαρμόστηκε στον συγκεκριμένο χώρο για ικανό χρονικό διάστημα.

Κάθε ταφικό αγγείο είναι μοναδικό ως προς τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, αν και όλα φαίνεται πως μιμούνται σχήματα που είναι γνωστά στην κεραμική τυπολογία της Νεολιθικής Αυγής και σχετίζονται με την αποθήκευση ή και τη συλλογική κατανάλωση της τροφής. Κάποια από αυτά φέρουν ίχνη φθοράς στη βάση τους και μάλλον είχαν χρησιμοποιηθεί και πριν την απόθεσή τους στην ταφική περιοχή, ενώ σε άλλα η «βιαστική» τεχνική κατασκευής και η πρόχειρη όπτηση υποδηλώνουν πως μάλλον φτιάχτηκαν για να χρησιμοποιηθούν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Ο έντονος βαθμός θρυμματισμού και η αποσπασματικότητα του σκελετικού υλικού δεν επιτρέπουν ούτε την αναγνώριση του φύλου, ούτε τον ακριβέστερο προσδιορισμό της ηλικίας θανάτου. Μόνο 6 από τις 10 ταφές ανήκουν σε ενήλικα άτομα, ενώ μία μπορεί να αποδοθεί σε ανήλικο.

Η ενσωμάτωση του ταφικού χώρου στο ζωντανό περιβάλλον του νεολιθικού οικισμού, μέσα στους χώρους καθημερινής δραστηριότητας, αποτελεί σαφέστατα μια συμβολική σύνδεση της ζωντανής κοινωνίας με το προγονικό της παρελθόν. Μέσω αυτής της σύνδεσης, οι κάτοικοι του νεολιθικού οικισμού τεκμηρίωναν πιθανότατα τη γενεαλογία τους και ισχυροποιούσαν τη σχέση τους με το χώρο, υπογραμμίζοντας τη σταθερή παρουσία τους και τη συνέχεια της ύπαρξής τους σε αυτόν.

ΑΥΓΗ ΙΙΙ

Η ΑΥΓΗ ΙΙΙ περιλαμβάνει όλα τα μεταγενέστερα επεισόδια χρήσης του νεολιθικού οικισμού, των οποίων τα κατάλοιπα έχουν διαβρωθεί και διαταραχθεί από φυσικούς μετα-αποθετικούς μηχανισμούς και την άροση. Τα μόνα στοιχεία που παραμένουν είναι οι κοιλότητες, κυρίως οι τάφροι θεμελίωσης κτιρίων, δομικοί λάκκοι και πασσαλότρυπες, άλλα ταφροειδή στοιχεία ειδικών λειτουργιών (π.χ. τάφροι οριοθέτησης ή/και απορροής) καθώς και άφθονοι λάκκοι, πλούσιοι σε αρχαιολογικό υλικό (εικ. 13). Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ορύγματα αυτά αλληλοδιακόπτονται, δημιουργώντας μια μάλλον πολύπλοκη στρωματογραφική ακολουθία. Η φάση αυτή αναγνωρίζεται σε όλη την έκταση της θέσης, οι κτιριακές δομές όμως διασώζονται καλύτερα στο δυτικό τμήμα της.

Στη φάση ΑΥΓΗ ΙΙΙ καταγράφονται σημαντικές αλλαγές σε επίπεδο αρχιτεκτονικής και οργάνωσης του οικιστικού χώρου, αλλά και στο χαρακτήρα των αποθετικών πρακτικών. Ο οικισμός παρουσιάζει συγκροτημένη αναδιάταξη χώρων με μεγάλα κτίρια σε νέο και κοινό ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό, με εν μέρει τουλάχιστον παράλληλη διάταξή τους σε διαδοχικά επίπεδα και νέο χαρακτηριστικό στοιχείο δόμησής τους τις «τάφρους θεμελίωσης». Νέα στοιχεία της οργάνωσης και λειτουργίας του οικιστικού χώρου αποτελούν τόσο η οριοθέτηση του οικισμού με περιμετρική τάφρο (Τάφρος Α), που ενισχυόταν τουλάχιστον στα δυτικά με ένα ακόμη όρυγμα, που μπορεί να εξελίχθηκε και σε μια μορφή προστατευτικού αναχώματος (Τάφρος Β), όσο και η οριοθέτηση μερικών κτιρίων με ταφροειδείς κατασκευές καθώς και η χρήση πολλών λάκκων με περιεχόμενα που σε αρκετές περιπτώσεις υποδεικνύουν δομημένη εναπόθεση υλικών.

Τα κτίρια της ΑΥΓΗΣ ΙΙΙ, από τα οποία έχουν αναγνωριστεί και ανασκαφεί, μερικώς ή καθ’ ολοκληρίαν, δέκα (10) και στους τρεις ανασκαφικούς τομείς, ήταν ορθογώνια (π.χ. Κτίριο 2β και Κτίριο 6) –με εξαίρεση ένα αψιδοειδές ή ελλειπτικό (Κτίριο 4)– και ελεύθερα στο χώρο με εμβαδόν 75-90 τ.μ. (Στρατούλη 2007, Στρατούλη / Μπεκιάρης 2008). Οι τοίχοι τους θεμελιώνονταν σε τάφρους-πέλματα θεμελίωσης, σχήματος U και βάθους μεγαλύτερο των 50 εκ., που διακόπτουν όλη την υποκείμενη στρωματογραφία, φτάνοντας συνήθως μέχρι το φυσικό αργιλικό υπόβαθρο της θέσης. Σε κάποιες περιπτώσεις μέσα στις τάφρους μπήγονταν πάσσαλοι, ποικίλων διαμέτρων, που παραπέμπουν σε τοιχοποιία με ξύλινο σκελετό (ίσως μια μορφή wattle-and-daub) και επένδυση από επεξεργασμένες αργίλους (π.χ. Κτίριο 2β), ενώ άλλοτε πάσσαλοι απαντούν μόνο στις γωνίες των κτιρίων (π.χ. Κτίριο 6), υποδηλώνοντας, ίσως, τη χρήση της τεχνικής του στοιβαχτού πηλού (pisé). Δεν αποκλείεται πάντως και η συνύπαρξη διαφορετικών τεχνικών τοιχοποιίας σε ένα κτίριο. Πιθανή είναι επίσης και η ανύψωση του δαπέδου κτιρίων για προφύλαξη από την υγρασία, όπως υποδεικνύει η χρήση πρόσθετων πασσάλων, που στερεώνονταν μέσα σε δομικούς λάκκους, εσωτερικά των περιμετρικών τάφρων θεμελίωσης στην περίπτωση του Κτιρίου 2β (Στρατούλη / Μπεκιάρης 2008). Μεταξύ των κτιρίων της ΑΥΓΗΣ ΙΙΙ, που παρουσιάζουν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κοινό προσανατολισμό (ΒΔ-ΝΑ) και οργανώνονται –τουλάχιστον στο δυτικό τμήμα του οικισμού– παρατακτικά, ανοίγονται ελεύθεροι χώροι. Κάποια κτίρια φαίνεται να αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία στο χώρο, καθώς οριοθετούνται και διαχωρίζονται από ταφροειδείς κατασκευές (π.χ. Κτίριο 6). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της ολικής ανακατασκευής, μία ή και δύο φορές, στην ίδια ακριβώς θέση και με ελάχιστες αποκλίσεις στο μέγεθος και τον προσανατολισμό του, του μεγάλου και ιδιαίτερου ως προς τα τεχνικά χαρακτηριστικά της κατασκευής του Κτιρίου 2β, που η λειτουργία του, της οποίας τα αρχαιολογικά τεκμήρια έχουν χαθεί, ενδεχομένως να ήταν «ειδική», ίσως κοινοτικού χαρακτήρα (Στρατούλη / Μπεκιάρης 2008, σ. 6-7).

Οι λάκκοι της ΑΥΓΗΣ ΙΙΙ

Η οικιστική φάση ΑΥΓΗ ΙΙΙ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «η φάση των λάκκων». Περισσότερα από 40 λακκοειδή ορύγματα έχουν εντοπιστεί στον νεολιθικό οικισμό, με τη συντριπτική πλειονότητά τους να αποδίδεται στην ανώτερη οικιστική φάση της θέσης, στην ΑΥΓΗ ΙΙΙ, τουλάχιστον με βάση τα μέχρι τώρα στρωματογραφικά δεδομένα. Οι λάκκοι διακόπτουν όλες τις υποκείμενες επιχώσεις, φτάνοντας μέχρι και το φυσικό υπόβαθρο της θέσης, ενώ το αρχικό επίπεδο διάνοιξής τους, δεν σώζεται, καθώς οι σχετικές επιχώσεις έχουν διαβρωθεί, πιθανώς μαζί με τα ανώτερα τμήματα και το περιεχόμενο των ορυγμάτων.

Τα σχήματα και οι διαστάσεις των λάκκων ποικίλλουν, με τα περισσότερα παραδείγματα να αφορούν σε λάκκους κυκλικής ή ελλειπτικής κάτοψης, με διατομή U και διαμέτρους που κυμαίνονται από 1,0 μ. μέχρι περίπου 3,0 μ. Τα σωζόμενα βάθη τους φτάνουν περίπου στα 50 εκ. Η στρωματογραφική τους συσχέτιση με τα οικοδομήματα της ΑΥΓΗΣ ΙΙΙ είναι πολύπλοκη. Κάποιοι λάκκοι φαίνεται να «αντιλαμβάνονται» την παρουσία των κτιρίων και να οργανώνονται ανάλογα στο χώρο, ενώ άλλοι διακόπτουν τις τάφρους θεμελίωσης και σχετίζονται με νεότερα επεισόδια χρήσης του χώρου.

Οι λόγοι της αρχικής διάνοιξης των λάκκων είναι δύσκολα ανιχνεύσιμοι. Θα μπορούσαν να εξυπηρετούν την εξόρυξη του φυσικού αργιλώδους υπoβάθρου της θέσης, του οποίου η χρήση τεκμηριώνεται σε πλήθος αρχιτεκτονικών κατασκευών, ίσως να επιβεβαιωθεί και στην παραγωγή των πήλινων αντικειμένων του οικισμού, ενώ άλλοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως προσωρινοί χώροι εργασίας, ως αποθηκευτικοί χώροι ή ως υποδοχές πασσάλων. Ανεξάρτητα από την όποια πρωτογενή χρήση των λάκκων, κοινό σημείο της βιογραφίας τους υπήρξε το γέμισμα των περισσοτέρων με ανθρωπογενές υλικό. Τα περιεχόμενά τους, των οποίων η μελέτη βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, αποτελούνται κυρίως από τεχνουργήματα του υλικού πολιτισμού, άλλοτε ακέραια και άλλοτε σε αποσπασματική μορφή, όπως αγγεία, λίθινα εργαλεία, κοσμήματα και σε πολύ μικρότερα ποσοστά, σφραγίδες και ειδώλια, οικοδομικό υλικό και τμήματα κατασκευών, οργανικά στοιχεία, όπως κάρβουνα και στάχτες, διατροφικά κατάλοιπα, καμένοι σπόροι, οστά μεγαλοπανίδας και ψαριών. Η ερμηνεία των λάκκων και των αποθετικών πρακτικών παραμένει ανοιχτό ζήτημα. Ωστόσο, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που παραπέμπουν στην αναγνώριση πρακτικών δομημένης εναπόθεσης σε τμήμα των περιεχομένων κάποιων λάκκων (Στρατούλη κ.ά., υπό έκδοση).

 

Γεωργία Στρατούλη

Αρχαιολόγος, ΚΘ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων