Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας

Νεκροταφείο Κεγχρεών, Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας

Νεκροταφείο Ράχης Κουτσογκίλλα.

Παλαιότερες έρευνες της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά από το 2002 και μετά η συστηματικότερη έρευνα του καθηγητή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Joseph L. Rife, αποκάλυψε τα ρωμαϊκά νεκροταφεία που περιβάλλουν το Αρχαίο Λιμάνι των Κεγχρεών.

Παρά το γεγονός ότι οι ταφές είχαν παραβιαστεί από λαθρανασκαφείς, η συστηματική έρευνα αποκάλυψε σημαντικά στοιχεία για τις ταφικές πρακτικές και την κοινότητα της πόλης-λιμανιού των Κεγχρεών.

Το κυρίως νεκροταφείο βρισκόταν στη Ράχη Κουτσογκίλα, αμέσως βόρεια του λιμανιού και εκτεινόταν προς βορρά περίπου ένα (1) χιλιόμετρο. Το νεκροταφείο αυτό αρχίζει να χρησιμοποιείται στα μέσα και προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. και συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι και τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Οι δύο συχνότερα χρησιμοποιούμενοι τύποι ταφών είναι οι κιβωτιόσχημοι, διαμορφωμένοι στο επίπεδο του εδάφους τάφοι που φέρουν καλυπτήριες κεράμους ή πλάκες και οι υπόγειοι θαλαμοειδείς τάφοι, λαξευμένοι στο φυσικό βράχο.

Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι χρησιμοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του χώρου ως νεκροταφείου.

Οι θαλαμοειδείς τάφοι κατασκευάζονται αρχικά στα μέσα και προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. μέχρι και τα μέσα προς τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ.. Εν συνεχεία, χρησιμοποιούνται σποραδικά για ταφές μέχρι και τον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ. και αργότερα.
Οι θαλαμοειδείς τάφοι είναι οι εντυπωσιακότερες ταφικές κατασκευές στις Κεγχρεές. Καλύπτονταν συνήθως από κτίσματα που έφεραν επιτάφια επιγράμματα τα οποία κατονόμαζαν τον κάτοχο του τάφου και αφιέρωναν την κατασκευή σε αυτόν και την οικογένειά του, τους απογόνους και μερικές φορές στους απελεύθερους δούλους τους.

Οι ταφικοί θάλαμοι ήταν προσβάσιμοι από καθοδικές κλίμακες (δρόμοι) και στους τοίχους είχαν θέσεις για ταφές. Οι θέσεις αυτές ήταν άλλοτε επιμήκεις για ενταφιασμούς (loculi), ή είχαν τη μορφή μικρής κόγχης για την τοποθέτηση τεφροδόχων αγγείων σε περιπτώσεις καύσεων των νεκρών. Οι πενθούντες διενεργούσαν νεκρικές τελετές στο εσωτερικό των τάφων και χρησιμοποιούσαν λίθινες κατασκευές όπως θρανία και βωμούς. Οι τοίχοι των τάφων ήταν καλυμμένοι με κονίαμα που ήταν άχρωμο ή ζωγραφισμένο με αρχιτεκτονήματα, ανθοφόρα φυτά, γιρλάντες, ζώα (ερωδιούς, κύκνους, ίβιδες, δελφίνια), και μυθικά πλάσματα (ιππόκαμποι). Οι ζωηρές τοιχογραφίες αναδεικνύουν το δημιουργικό ταλέντο των ντόπιων καλλιτεχνών μέσα από τη συμμετρική τους διευθέτηση στο χώρο, τον συνδυασμό έντονων περιγραμμάτων με ντελικάτες σκιαγραφίες και την υιοθέτηση συνηθισμένων Ελληνιστικών και Ιταλικών παραδοσιακών επιτοίχιων διακοσμητικών θεμάτων.

Οι νεκροί ήταν κτερισμένοι με πλήθος προσφορών: νομίσματα στο στόμα ή πάνω από το στήθος, χρυσά δαχτυλίδια και ενώτια, οστέινες περόνες, ασημένιες spatulae, πήλινα ειδώλια, μαρμάρινα αγαλματίδια, μολύβδινους ενεπίγραφους καταδέσμους με κατάρες ή ευχές, λύχνους, unguentaria (μυροδοχεία) καθώς και αμφορείς και οικιακά σκεύη, κύπελλα, φιάλες, λοπάδες, πινάκια.

Μερικά από τα αντικείμενα χρησίμευαν αποκλειστικά για τον καλλωπισμό του νεκρού σώματος, ενώ άλλα είχαν αφεθεί ως δώρα, ενθύμια ή αναθήματα. Η συχνή ανακάλυψη στο εσωτερικό των τάφων σκευών, που σχετίζονται με την προετοιμασία και το σερβίρισμα του φαγητού αποδεικνύει ότι οι πενθούντες είτε τελούσαν εκεί επιμνημόσυνα γεύματα, είτε προσέφεραν τροφές στο νεκρό.

Η επιστημονική ανάλυση των οστών από διάφορους θαλαμοειδείς τάφους απέδειξε ότι κατά τη χρήση του μνημείου θάπτονταν σε αυτό σε loculi ή σε κόγχες περίπου 50-100 άτομα όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες.

Η μελέτη των οστών από καύσεις απέδειξε ότι τα νεκρά σώματα τοποθετούνταν πάνω σε πυρά και καίγονταν ολοκληρωτικά για αρκετή ώρα σε μεγάλη θερμοκρασία (τουλάχιστον 700ο C). Στη συνέχεια μια μικρή ποσότητα οστών περισυλλεγόταν από τις στάχτες και τα τοποθετούσαν σε ένα τεφροδόχο αγγείο. Η καύση του νεκρού γινόταν σε κάποιο επίσημο χώρο αποτέφρωσης πλησίον του νεκροταφείου, όπου οι πενθούντες περίμεναν αρκετό χρόνο την αποτέφρωση του νεκρού προτού τον συνοδέψουν στον τάφο.

Η ιδιαίτερη επιμέλεια που εντοπίζεται στην κατασκευή, την διακόσμηση και τη χρήση των τάφων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ανήκαν σε άτομα της ανώτερης τάξης στην τοπική κοινωνία. Επιπλέον η σχετική ομοιομορφία που επικρατεί στο σχεδιασμό των τάφων στις Κεγχρεές δείχνει τη βούληση των κατόχων τους να ταυτίσουν τους εαυτούς τους ως μέλη μιας εξέχουσας κοινωνικής τάξης.

Ο τύπος των τάφων έχει μερικά παράλληλα στην Ρωμαϊκή Κόρινθο, αλλά περισσότερα στο ανατολικό Αιγαίο, τη Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο. Ο περίεργος συνδυασμός loculi και κογχών, φαίνεται να είναι τοπικό νεωτεριστικό στοιχείο, επηρεασμένο από την εγχώρια Ελληνική και ανατολική ταφική αρχιτεκτονική.

Η διαφορά στη χρήση μεταξύ loculi και κογχών είναι ακόμη αδιευκρίνιστη, αλλά μια εξήγηση είναι ότι οι διαφορετικοί τρόποι ταφής σημαίνουν κάποια διαφορά κύρους μεταξύ των νεκρών του τάφου.