Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα "Βασίλειος Παπαντωνίου"

Κοντογούνι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα “Β. Παπαντωνίου”

Κοντογούνι της ενδυμασίας «Αμαλία», κεντημένο με φυτικά σχέδια από χρυσοκλωστή και πούλιες. Ανακατασκευασμένο από οθωμανικό αντερί.
Πελοπόννησος. Μέσα 19ου αι.
Δωρεά: Ιωάννα Παπαντωνίου | (1990.6.438)

Τις γυναικείες παραδοσιακές φορεσιές τις συμπληρώνει μια σειρά από κοντούς, αμάνικους ή μανικωτούς, επενδύτες, γιλέκα και ζακέτες, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Οι επενδύτες αυτοί έχουν διάφορα ονόματα, με πιο γνωστό σ’ όλους το «κοντογούνι», χάρη στη σχέση του με τη φορεσιά της Αμαλίας.
Σημειώνουμε μερικά χαρακτηριστικά ονόματα: «Γιλέκι», «ζιμπούνι», «τσιμπούνι», «κοντογέλεκο», «κοντογούνι», «τζάκος», «τζάκα».
Ακόμα, «μεντενές», «μιτένε», «μιντάνι», «μπαμπουκλί», «πεσελί», «γούνα», «γουνέλλα», «γιαλαμπί», «κλειστό», «καμτζέλλα», «κέσιτσι», «κανισουρμάς», «ντουλαμάς», «ντουλαμάς», «τζαμαντάνι», «λεπαντές»,κ.α.
Η «μπόλκα», και ο «ματινές» είναι ουσιαστικά νεώτερα ενδύματα παρμένα από «φιγουρίνια».
Σ’ ορισμένα χωριά της Αργολίδας, ματινέ ονομάζουν σήμερα το τζάκο.
Οι νεώτερες γυναίκες δηλαδή έδωσαν στο παλαιό ένδυμα τον νεώτερο όρο.
Όλα τούτα τα εξωτικά στο άκουσμα ονόματα υποδηλώνουν, αν όχι όμοια, παρόμοια ενδύματα (παραλλαγές των πανωφοριών που ήδη περιγράψαμε), κοντά σε μήκος, με προσαρμοσμένη στο σχήμα τους διακόσμηση, που ουσιαστικά ήταν ενδύματα προαιρετικά και μόνο σπάνια φοριούνται σαν απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας, όπως ο «τζάκος», συνήθως φοριόντουσαν για να πλουτίζουν και να ποικίλλουν οπτικά τη φορεσιά.
Αρκετές φορές μάλιστα, τα συναντάμε δύο μαζί, το ένα φορεμένο πάνω στ’ άλλο, γεγονός που χαρακτηρίζει την ένδυση που βασίζεται στην παράδοση, δηλαδή να μην καταργείται ένα ρούχο, προκειμένου να φορεθεί πάνω του ένα άλλο.

Πηγή: «Εθνογραφικά» Τόμος 1, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1978