Στο τυπικό της αρχαίας ελληνικής κηδείας και του πένθους διακρίνουμε τέσσερις φάσεις: την πρόθεση του νεκρού, την εκφορά, τον ενταφιασμό και τις τιμές που του γίνονται σε τακτές ή έκτακτες χρονικές στιγμές μετά την κηδεία. Στο άρθρο αυτό οι συγγραφείς πραγματεύονταιν τις πρώτες δύο φάσεις. Κανονικά την κηδεία αναλαμβάνουν οι «επιβάλλοντες», οι κληρονόμοι. Ο νεκρός λούζεται και κόβονται τα μαλλιά του. Τα μαλλιά τους κόβουν και οι μαυροντυμένοι συγγενείς. Η πρόθεση γίνεται την επομένη μέρα του θανάτου και έχει κύριο στόχο την πιστοποίηση ότι ο νεκρός δεν πέθανε με βίαιο τρόπο. Στο μέσο του δωματίου τοποθετείται το νεκρικό κρεβάτι με τον στολισμένο νεκρό. Γύρω από το νεκροκρέβατο στήνονται οι νεκρικές υδρίες. Η «σύνοδος» των συγγενών και φίλων που έχουν προσκληθεί ονομάζεται «περίδειπνον». Η πολιτεία μάταια επιχείρησε να μετριάσει την υπερβολή του θρήνου των γυναικών που φτάνουν να σκίζουν τις σάρκες τους. Τα χαράματα της τρίτης μέρας γίνεται σιωπηλά η εκφορά που οφείλει να ακολουθεί ευθεία πορεία. Στην πομπή προηγούνται οι άντρες και οι γυναίκες ακολουθούν. Μόνο οι πολύ κοντινές συγγενείς και οι γυναίκες άνω των 60 ετών επιτρέπεται να συνοδεύσουν το νεκρό ως τον τάφο. Την επομένη του ενταφιασμού, με ειδικό τελετουργικό απομακρύνεται το μίασμα από την οικία. Ο νόμος επιμένει στην όσο το δυνατό μικρότερη διάρκεια του πένθους που δεν πρέπει να ξεπερνά τους τρεις μήνες για τους άντρες και τους τέσσερις για τις γυναίκες.