Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου ανακοίνωσε τη λήξη των ανασκαφών στη θέση Κίτιον-Παμπούλα, που διεξήχθησαν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή τον Οκτώβριο του 2025.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στην τομή 11, στα βορειοδυτικά του χώρου, όπου στις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους είχε αποκαλυφθεί ένας μεγάλος λάκκος ο οποίος φαίνεται να είχε σκαφτεί και επιχωθεί κατά την Ύστερη Κλασική περίοδο (4ος αι. π.Χ.). Οι ανασκαφές τα τελευταία χρόνια είχαν επικεντρωθεί στον καθαρισμό του λάκκου, μέσα στον οποίο είχε εντοπιστεί, μεταξύ άλλων αντικειμένων, και μια ομάδα φοινικικών οστράκων (πάνω από 100 θραύσματα που αντιστοιχούν σε περίπου 75 διαφορετικά κείμενα), τα οποία στο παρόν στάδιο είναι υπό μελέτη. Στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου του 2024 ο λάκκος είχε καθαριστεί πλήρως και είχαν αρχίσει να αποκαλύπτονται κατάλοιπα που ανήκαν σε πρωιμότερες φάσεις κατοίκησης. Ο κύριος στόχος κατά τη φετινή έρευνα πεδίου ήταν να επεκταθεί η έρευνα σε βάθος και πλάτος, ώστε να αξιολογηθεί η έκταση και ο αντίκτυπος των εκτεταμένων χωματουργικών εργασιών της Κλασικής περιόδου και να συνεχιστεί η αποκάλυψη των πρώιμων καταλοίπων κατοίκησης στο χώρο.
Η επέκταση της ανασκαφής προς τα νότια οδήγησε στην αποκάλυψη μίας ακόμη τομής. Πρόκειται για λάκκο εκσκαφής για συλλογή αρχιτεκτονικών λίθων. Ονομάστηκε χώρος 976 και φαίνεται να είναι παράλληλος και σύγχρονος με τον χώρο 975, βορειότερα. Και οι δύο τομές (χώροι 975 και 976) διαπιστώθηκε ότι ήταν μακριές και βαθιές και ότι είχαν διακόψει προγενέστερες κατασκευές. Στα νότια, ο χώρος 976 είχε καταστρέψει την επέκταση του χώρου 964 (λίθινα θεμέλια τοίχου, του οποίου η ανωδομή είχε χαθεί) και είχε προκαλέσει σοβαρές φθορές στο χώρο 962 που ανήκει σε παλαιότερη φάση. Οι κατώτερες στρώσεις του τελευταίου, ωστόσο, φαίνεται να προχωρούν πιο κάτω από το τέλος του λάκκου εκσκαφής. Επιπλέον, προς τα νότια, η σωζόμενη ανωδομή του τοίχου (πιθανή ύστερη ανακατασκευή) αποτελείται από στρώση ωμοπλίνθων και κροκάλων (χώρος 970).
Στο κεντρικό μέρος της ανασκαφής, ανάμεσα στις δύο μεγάλες τομές, τα δάπεδα της Κλασικής περιόδου ήταν μερικώς διατηρημένα. Τα δάπεδα αυτά έχουν πολλές φάσεις χρήσης. Στο φως ήρθε και ένα καλά διατηρημένο δάπεδο, το οποίο είχε ανακατασκευαστεί επανειλημμένα (Δάπεδο 966). Το δάπεδο αυτό θεωρείται ότι εφαπτόταν στον τοίχο 962 προς τα δυτικά. Προς τα βόρεια, διαπιστώθηκε ότι κάλυπτε έναν μικρό αποθέτη, αποτελούμενο από δύο αγγεία και ένα βότσαλο. Το περιεχόμενο του αποθέτη (και ιδιαίτερα η παρουσία ενός μαγειρικού σκεύους) κρίθηκε ότι παραπέμπει σε αποθέτες στα θεμέλια, όμοιους με εκείνους που έχουν εντοπιστεί σε άλλα κτίσματα της Κλασικής περιόδου, όπως στην Αμαθούντα.
Στο κεντρικό τμήμα της τομής δεν κατέστη δυνατό να φτάσει η ανασκαφή σε επίπεδα προγενέστερα της Κλασικής περιόδου. Αντιθέτως, προς τα ανατολικά και βόρεια, εντοπίστηκαν δάπεδα και τοίχοι της Αρχαϊκής περιόδου. Στα βόρεια του λάκκου 975 βρέθηκαν κατάλοιπα της Αρχαϊκής περιόδου σε πολύ καλή κατάσταση. Εκεί αποκαλύφθηκε ένας χώρος, του οποίου το νότιο όριο είχε καταστραφεί από την εκσκαφή του λάκκου. Τα ανατολικά και βόρεια όρια του χώρου διακρίνονται από λίθινους τοίχους που έφεραν ανωδομή από ωμοπλίνθους. Η πλίθινη ανωδομή είναι εξαιρετικά διατηρημένη στον τοίχο 978, ο οποίος ακόμη φέρει λευκό επίχρισμα στη δυτική του όψη. Η κατάρρευση των ωμόπλινθων οδήγησε στη διατήρηση των αντικειμένων του χώρου στη θέση τους. Συλλέχθηκαν πολλά κεραμικά δοχεία (εισαγόμενοι φοινικικοί εμπορικοί αμφορείς και τοπικά παραγόμενοι Plain White αμφορέας και λήκυθος), καθώς και μια Δίχρωμη βαρελόσχημη οινοχόη. Η διάταξη των δοχείων κρίθηκε αξιοσημείωτη: τρία βρέθηκαν τοποθετημένα κατά μήκος του βόρειου τοίχου και τρία άλλα εντοπίστηκαν κατά μήκος του ανατολικού τοίχου. Από τα τελευταία, οι δύο φοινικικοί αμφορείς ήταν τοποθετημένοι αναποδογυρισμένοι, με τα κατώτερα και ανώτερα τμήματά τους να λείπουν. Ο χώρος και το περιεχόμενό του χρονολογούνται με βεβαιότητα στην Κυπρο-Αρχαϊκή περίοδο (8ος–7ος αι. π.Χ.) και θεωρούνται τα αρχαιότερα κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα στον τομέα.