Πώς αντιμετωπίστηκαν ο χώρος και τα μνημεία της Ρόδου την περίοδο της Ιταλοκρατίας (1912-1947); Σε τι αποσκοπούσε η διαχείρισή τους από τους Ιταλούς, τι τακτικές σχεδιασμού ακολουθήθηκαν, βάσει ποιων πολιτικών στοχεύσεων;
Το βιβλίο του δρος Κωνσταντίνου Δ. Καρανάσου «Ρόδος (1912-1947). Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή», που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο μαγευτικό νησί των Ιπποτών, αναδεικνύει με πλούσιο και κατατοπιστικό τρόπο την πολυσύνθετη αρχιτεκτονική της πόλης της Ρόδου την περίοδο της Ιταλοκρατίας. Ο τόμος εκδόθηκε από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), στο πλαίσιο του εκδοτικού του προγράμματος, στο οποίο εντάσσονται επιστημονικοί τίτλοι σχετικοί με την αρχιτεκτονική και τα ιστορικά κέντρα πόλεων. Όπως η περιτειχισμένη πόλη της Ρόδου, ένα από τα μοναδικά στον κόσμο δείγματα σωζόμενης μεσαιωνικής καστροπολιτείας, που έχει αναγνωριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1988.
Η μελέτη του Κ. Καρανάσου, δρος αρχιτέκτονα-μηχανικού του ΕΜΠ, βασίστηκε στην ομώνυμη διατριβή που εκπόνησε το διάστημα 1998-2008 στον Τομέα Ι Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Διαρθρώνεται σε τρία μεγάλα μέρη, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε κεφάλαια, που ακολουθούν τις τρεις κύριες ιστορικές περιόδους της ιταλικής Κατοχής της Δωδεκανήσου. Πώς αποτιμάει ο ίδιος τη διαχείριση των μνημείων της πόλης της Ρόδου κατά τη διάρκεια της Ιταλοκρατίας; «Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι διασώθηκε σε μεγάλο βαθμό η φυσιογνωμία της μεσαιωνικής πόλης, όπως μας κληροδοτήθηκε κατά τη διάρκεια των αιώνων. Βάζω, δηλαδή, θετικό πρόσημο στη διαχείριση από τους Ιταλούς της ιστορικής πόλης της Ρόδου –η οποία είχε έτσι μια πιο φυσιολογική μετάβαση στη σύγχρονη εποχή–, που συνεχίστηκε και από τις ελληνικές αρχές. Γιατί όταν η Δωδεκάνησος ενσωματώθηκε το 1947, στην Ελλάδα υπήρχε ήδη η αντίληψη ότι πρέπει να προστατεύουμε το σύνολο μιας ιστορικής πόλης. Δηλαδή, ότι και τα μικρότερης σημασίας κτίρια μπορούν να συγκροτούν επίσης μνημεία», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κ. Καρανάσος με αφορμή τη νέα έκδοση από το ΠΙΟΠ, όπου μελετά τα οικουμενικής σημασίας μνημεία της πόλης της Ρόδου.
Πού, όμως, έγκειται αυτή η σπουδαιότητα; «Πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα ιπποτικής αρχιτετονικής της περιόδου από το 1309 έως το 1523, όταν το νησί είχαν καταλάβει οι Ιωαννίτες Ιππότες. Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου σώζει πολλά σημαντικά στοιχεία από την αρχιτετονική της εποχής αυτής των ιπποτών. Για παράδειγμα, τα τείχη διατηρούν στοιχεία του μεταβατικού σταδίου της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, όπως εξελίχθηκε με την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων και άλλων τεχνικών. Σώζουν, δηλαδή, στοιχεία που σε άλλες περιοχές της Ευρώπης έχουν χαθεί λόγω της επέκτασης των πόλεων», απαντά ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το 1923 αποτελεί ορόσημο για την ιταλική παρουσία στα Δωδεκάνησα, αφού εκείνη τη χρονιά, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, ξεκινά η οριστική κατοχή των νησιών. Από εδώ και στο εξής, τα νησιά μετατρέπονται σε Κτήση της Ιταλίας. Τότε αρχίζει ουσιαστικά και ο σχεδιασμός νέων κτιρίων. Ωστόσο, δώδεκα χρόνια νωρίτερα η ιταλική παρουσία στη Ρόδο είχε εγκαινιάσει μια περίοδο (1912-1923) ιδιαίτερα γόνιμη στον τομέα των αποκαταστάσεων και της διαχείρισης των μνημείων, που σφραγίζεται από το έργο του Amedeo Maiuri, διευθυντή της Αρχαιολογικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα, 1ου Εφόρου Μνημείων και Ανασκαφών.
«Ο Maiuri ήταν γνωστός αρχαιολόγος, που μετά την επιτυχημένη διαδρομή του στα Δωδεκάνησα ανέλαβε τη διεύθυνση των ανασκαφών στην Πομπηία. Έδωσε μεγάλη σημασία στις οχυρώσεις της Ρόδου και γενικότερα στην προστασία της πόλης στο σύνολό της. Έβαλε, δηλαδή, τις βάσεις ώστε να διατηρηθούν όχι μόνο τα τείχη, αλλά ολόκληρη η πόλη ως ιστορικός διατηρητέος οικισμός», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κ. Καρανάσος, ο οποίος αναφέρεται και στην επόμενη περίοδο της Ιταλοκρατίας (1923-1947), όταν νέος διοικητής στα Δωδεκάνησα γίνεται ο Mario Lago. Πώς επηρεάστηκαν οι επεμβάσεις στην πόλη, μεσαιωνική και νεότερη, μετά την εγκατάσταση του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία και την άνοδο στην εξουσία του Μουσολίνι το 1922;
«Ο Lago έδωσε μεγάλη βάση στην αξιοποίηση της τουριστικής εικόνας της Ρόδου, καθώς και στο να ξαναγίνει το νησί πολιτιστικό κέντρο, όπως ήταν στην αρχαιότητα. Ο ίδιος ήθελε να δημιουργήσει επίσης ένα πανεπιστήμιο, αλλά δεν πρόλαβε. Γι’ αυτό είχε ιδρύσει μαζί με τον αρχαιολόγο, τότε διευθυντή της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, Alessandro Della Seta το Ιστορικό-Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ρόδου (FERT: Fortitudo Eius Rhodum tenuit). Η αλλαγή του καθεστώτος επηρέασε τη Ρόδο, η οποία άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν μια ιταλική πόλη στο θέμα των παρεμβάσεων. Όσον αφορά τις επιρροές του φασισμού στην αρχιτεκτονική, αυτό θα φανεί περισσότερο με τον επόμενο διοικητή, τον De Vecchi», εξηγεί ο ερευνητής.
Τον Νοέμβριο του 1936, τον Lago διαδέχτηκε ο Cesare Maria De Vecchi (1936-1940), ένας από τους «τετράρχες» του ιταλικού φασισμού. Τι σήμαινε για τα μνημεία και την αρχιτεκτονική της Ρόδου αυτή η τοποθέτηση; «Η φασιστική διακυβέρνηση, που συνδεόταν με το μεγαλείο του μύθου της Ρώμης, επηρέασε τις επεμβάσεις στη Ρόδο. Αυτό μεταφράζεται τόσο στις αποκασταστάσεις στα ιπποτικά κτίρια, όσο κυρίως στις αρχαιότητες τις οποίες οι Ιταλοί προβάλλουν ως ρωμαϊκές ενώ είναι ελληνιστικές. Έτσι προχωρούν σε αναστηλώσεις στη Λίνδο, στην Ακρόπολη της Ρόδου, στην Κάμειρο… Και στην Κω έχουμε εκτεταμένες επεμβάσεις με πολλή προσθήκη νέου υλικού, κυρίως τσιμέντου –μπετόν αρμέ– που σχεδόν θεοποιείται εκείνη την περίοδο. Επεμβάσεις, όμως, έχουμε και σε πολλά νεότερα κτίρια, που κατασκευάστηκαν επί Lago και τα οποία είχαν πολλά διαφορετικά στοιχεία: τοπικά, ανατολίτικα, ιπποτικά… Τα εκλεκτικιστικά αυτά στοιχεία καθαιρούνται επί De Vecchi, ενώ τα νέα κτίρια γίνονται πιο μνημειώδη και πομπώδη ώστε να παραπέμπουν στο μεγαλείο της Ρώμης. Κάποια τέτοια κτίρια βλέπουμε σήμερα στο Μαντράκι», συμπληρώνει ο Κ. Καρανάσος, ο οποίος αναφέρεται και στην έρευνά του. Τι τον εντυπωσίασε και τι τον δυσκόλεψε περισσότερο σε αυτήν;
«Η πληθώρα των δημοσιευμάτων της περιόδου που δείχνουν το ενδιαφέρον των Ιταλών για την πόλη της Ρόδου. Μπορεί οι λόγοι να ήταν πολιτικοί, αλλά εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι αναγνώρισαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ρόδου. Δεν μπορώ να πω ότι κάτι συγκεκριμένο με δυσκόλεψε. Ίσως το γεγονός ότι δεν είχα τη δυνατότητα να βρίσκομαι συχνά στη Ρόδο λόγω της δουλειάς μου στην Αθήνα ώστε να εξαντλήσω την αρχειακή έρευνα. Γιατί υπάρχει πολύ υλικό –εγώ κοίταξα ένα πολύ μικρό μέρος του– και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο Τμήμα της Δωδεκανήσου, και στην Ιταλία. Η έρευνα στον τομέα αυτό δεν τελειώνει εύκολα, αρκεί να έχει κανείς χρόνο», καταλήγει ο Κ. Καρανάσος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.