Δύο εγκληματικές οργανώσεις διεθνικού χαρακτήρα που δραστηριοποιούνταν σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας εξαρθρώθηκαν έπειτα από μεθοδική έρευνα των αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Πατρών. Με τη συνδρομή αστυνομικών δυνάμεων στο Μόναχο Γερμανίας και στη Θεσσαλονίκη, στη Ρόδο, στο Αγρίνιο, στη Βόνιτσα, στο Μεσολόγγι, στην Πρέβεζα, στην Καρδίτσα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στη Λαμία, στη Λειβαδιά, στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, στην Ιερισσό Χαλκιδικής, στην Καβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα και στην Αλεξανδρούπολη συνελήφθησαν συνολικά 39 άτομα.

Η πρώτη εγκληματική οργάνωση αποτελείται συνολικά από 36 μέλη, από τα οποία συνελήφθησαν τα 32 στην Ελλάδα και αναζητούνται σε Γερμανία και Ελλάδα ακόμη 4 μέλη, τα πλήρη στοιχεία των οποίων έχουν ταυτοποιηθεί. Παράλληλα, στο πλαίσιο της έρευνας ταυτοποιήθηκαν τα πλήρη στοιχεία ακόμη 11 κατηγορούμενων σε βάρος των οποίων σχηματίστηκαν δικογραφίες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι αστυνομικοί, από το 2022 οι κατηγορούμενοι δραστηριοποιήθηκαν πανελλαδικά, συγκρότησαν και εντάχθηκαν εν γνώσει τους σε εγκληματική οργάνωση με διεθνικό χαρακτήρα, ιεραρχική δομή, εσωτερική διάρθρωση, διαρκή δραστηριότητα και συγκεκριμένη μεθοδολογία. Επιπλέον, ταυτοποιήθηκε ο διεθνικός χαρακτήρας του εγκληματικού κυκλώματος καθώς τα παρανόμως εξαχθέντα αρχαία κινητά μνημεία κατέληξαν στο εξωτερικό, είτε σε συνεργούς τους είτε σε γνωστούς οίκους δημοπρασιών που δραστηριοποιούνται στη Γερμανία και στις ΗΠΑ.

Στο πλαίσιο της προανάκρισης και έπειτα από αίτημα για την παροχή δικαστικής συνδρομής στις ΗΠΑ, αίτημα Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας στη Γερμανία και άρση τραπεζικού απορρήτου, προέκυψε ότι τα μέλη της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης διέπραξαν τουλάχιστον 130 αξιόποινες πράξεις σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.

Όσον αφορά τη μεθοδολογία της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης, τα στοιχεία δείχνουν ότι λειτουργούσε με δομή και ιεραρχία και πιο συγκεκριμένα στο κατώτερο στάδιο ιεραρχίας του κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας, βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι, που είτε μεμονωμένα είτε οργανωμένα σε υποομάδες, με τη χρήση κατάλληλων μηχανημάτων ανίχνευσης υπεδάφους και σκαπτικών εργαλείων προέβαιναν στη διενέργεια παράνομων ανασκαφών και ερευνών με σκοπό την αποκάλυψη και κλοπή αρχαιολογικών ευρημάτων. Με τη χρήση των ανιχνευτών μετάλλων που κατείχαν οι κατηγορούμενοι, πραγματοποιούσαν έρευνες κατά τις οποίες αποκάλυπταν και αφαιρούσαν μεταλλικά αρχαία αντικείμενα, κυρίως αρχαία νομίσματα.

Στο επόμενο στάδιο ιεραρχίας βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι στους οποίους επιδεικνύονται αρχικά τα παρανόμως ανευρεθέντα αρχαιολογικά ευρήματα είτε διά ζώσης είτε σε φωτογραφίες, ακολούθως προέβαιναν στην αρχική εκτίμηση της αξίας τους και εν συνεχεία αναλάμβαναν την περαιτέρω διάθεσή τους. Οι μεσάζοντες, έχοντας εκτιμήσει την αξία των υπό διακίνηση αρχαίων αντικειμένων, έρχονταν σε επαφή με τον υποψήφιο αγοραστή με τον οποίο συνεργάζονταν, του περιέγραφαν κωδικοποιημένα τις αρχαιότητες ή του έστελναν φωτογραφίες τους μέσω διαδικτυακών εφαρμογών επικοινωνίας και αν οι δύο πλευρές συμφωνούσαν στην προσφερόμενη τιμή, ολοκλήρωναν την αγοραπωλησία.

Στο υψηλότερο στάδιο ιεραρχίας βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι που αγόραζαν τις αρχαιότητες, τις έβγαζαν από τη χώρα και τις παρέδιδαν σε οίκους δημοπρασιών ή σε συνεργούς τους με σκοπό τη διάθεσή τους. Αυτοί οι κατηγορούμενοι είχαν αποκτήσει  εξειδικευμένες αρχαιολογικές γνώσεις σχετικά με τη χρονολόγησή τους, τους τύπους των παραστάσεων που φέρουν μερικά από αυτά και την αξία αντίστοιχων αντικειμένων που έχουν διακινηθεί στο παρελθόν ως σημείο αναφοράς. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων που αγόραζαν ήταν αρχαία νομίσματα και γενικά μικρά αντικείμενα.

Η επικοινωνία μεταξύ των μελών πραγματοποιούνταν κυρίως με αυτοπρόσωπες συναντήσεις σε προκαθορισμένα σημεία, ενώ σε τηλεφωνικές συνομιλίες χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες εκφράσεις και ορολογία που είχαν συμφωνήσει σε προγενέστερο χρόνο λόγω της χρόνιας συνεργασίας τους και οι οποίες πολλές φορές παρέπεμπαν σε αντικείμενα που έχουν σχέση είτε με τη νόμιμη επαγγελματική τους δραστηριότητα, είτε με αντικείμενα που απαντούν στις αντίστοιχες περιοχές.

Σε έναν οίκο δημοπρασίας εξωτερικού διαπιστώθηκε να εργάζεται Έλληνας υπήκοος ο οποίος έχει συλληφθεί κατά το παρελθόν στην Ελλάδα για αρχαιοκαπηλία και μέσω αυτού διακινούνταν τα αρχαία νομίσματα που είχαν εξαχθεί παράνομα.

Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση αποτελείται συνολικά από 10 μέλη, από τα οποία συνελήφθησαν τα 7 στην Ελλάδα και αναζητούνται ακόμη 3, τα πλήρη στοιχεία των οποίων έχουν ταυτοποιηθεί. Αυτή η οργάνωση δραστηριοποιούνταν από τον Δεκέμβριο του 2023  σε περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης και μερικά από τα μέλη της είχαν απασχολήσει  και στο παρελθόν τις αρχές. Όλα τα αρχαία αντικείμενα συγκεντρώνονταν από τον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης και στη συνέχεια τα διέθεταν στο εξωτερικό. Έχει διαπιστωθεί η εμπλοκή δύο οίκων δημοπρασιών. Στο πλαίσιο της προανάκρισης προέκυψε ότι τα μέλη της δεύτερης εγκληματικής οργάνωσης, διέπραξαν τουλάχιστον 49 αξιόποινες πράξεις σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.

Κατασχέσεις

Στο πλαίσιο της αστυνομικής επιχείρησης κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, 1.800 αρχαιολογικά ευρήματα, στα οποία περιλαμβάνονται πλήθος νομισμάτων διάφορων περιόδων και εκδόσεων, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα ειδώλια, καθώς και διάφορα αντικείμενα υπό μορφή αρχαίων προσωπείων και περικεφαλαίων. Τα 800 βρέθηκαν σε έρευνες στη Γερμανία.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκονται υπό μακροσκοπική εξέταση από υπαλλήλους της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι θα αποφανθούν σε μεταγενέστερο χρόνο για την ακριβή αρχαιολογική τους αξία.