Το Μουσείο Μπενάκη συμμετέχει ως συνεργάτης έρευνας και επιμέλειας στην περιοδική έκθεση «Objets en question. Archéologie, Ethnologie, Avant-Garde» η οποία διοργανώνεται από το Μουσείο Quai Branly – Jacques Chirac στο Παρίσι, στην Αίθουσα Marc Ladreit de Lacharrière. Η έκθεση εγκαινιάζεται στις 11 Φεβρουαρίου 2025 και θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι τις 22 Ιουνίου 2025.

Η έκθεση σχεδιάστηκε μέσα από την επιστημονική συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη και της École française d’Athènes και την επιμέλειά της ανέλαβαν οι Alexandre Farnoux, Καθηγητής Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Ελληνικής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, Πολύνα Κοσμαδάκη, Επιμελήτρια Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης και Υπεύθυνη του Τμήματος Ζωγραφικής του Μουσείου Μπενάκη, Philippe Peltier, Γενικός Επιμελητής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, πρώην επικεφαλής της Μονάδας Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ωκεανίας-Ινδίας στο Μουσείο Quai Branly – Jacques Chirac, και η Έφη Ρέντζου, Καθηγήτρια Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Princeton. Η έκθεση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ιδρύματος Marc Ladreit de Lacharrière.

Λίγα λόγια για την έκθεση

Τι είναι ένα αντικείμενο (τέχνης); Πώς μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό; Με ποιους τρόπους μπορεί να παρουσιαστεί στο κοινό;

Η έκθεση «Objets en question» παρουσιάζει τον γόνιμο και δυναμικό διάλογο που αναπτύχθηκε γύρω από τα παραπάνω ερωτήματα στη Γαλλία κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ανάμεσα στην επιστημονική έρευνα και την τέχνη της πρωτοπορίας. Μέσα από έργα τέχνης και τεχνουργήματα, σημειώσεις, σκίτσα και δημοσιεύσεις, η έκθεση ανακαλεί την πειραματική εθνογραφική προσέγγιση εκείνης της εποχής και αναδεικνύει τις διασταυρώσεις μεταξύ αρχαιολογίας, εθνολογίας, ανθρωπολογίας και καλλιτεχνικής πρακτικής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον υπερρεαλισμό.

Από τη δεκαετία του 1930, ορισμένα περιοδικά που συνδέονταν με τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, ειδικότερα τα Cahiers d’art (1926-1965), το Minotaure (1933-1939) και τα Documents (1929-1930), πρότειναν ένα άνευ προηγουμένου «άνοιγμα» των (έως τότε κλειστών) πεδίων της τέχνης, της αρχαιολογίας και της εθνογραφίας, θέτοντας σε διάλογο αρχαία, σύγχρονα και μη ευρωπαϊκά έργα μέσα από τις φωτογραφικές αναπαραγωγές του. Οι γκαλερί, τα μουσεία και οι συλλέκτες ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Αυτή η πρωτοφανής προσέγγιση απομάκρυνε τα αντικείμενα από την αυθεντία της κλασικής ιστορίας της τέχνης, δίνοντάς τους νέα νοήματα.

Μεταξύ των συνεργατών αυτών των περιοδικών ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ζορζ Ανρί και η Τερέζ Ριβιέρ, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μισέλ Λεϊρίς, ο Σαρλ Ρατόν, ο Ζαν Μιρό, ο Μπρασαΐ, η Κλοντ Καχούν και ο Ζορζ Μπατάιγ, οι οποίοι μαζί με τους αρχαιολόγους, τους εθνολόγους, τους επιμελητές μουσείων και τους ιδιοκτήτες γκαλερί μοιράζονταν την περιέργεια για την τέχνη του μακρινού παρελθόντος, τη μη δυτική τέχνη, αλλά και τη λαϊκή δημιουργία και τα τεχνουργήματα της καθημερινότητας. Η πειραματική τους προσέγγιση οδηγεί σε μια μη γραμμική και μη ιεραρχική αντίληψη των αντικειμένων, των γεωγραφικών περιοχών και των ιστορικών περιόδων που αμφισβητούσε την ίδια την έννοια του «μουσείου», θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα: Τι είναι το αντικείμενο; Τι είναι η τέχνη;

Η έκθεση αποτελείται από ένα Προΐμιο και τέσσερις θεματικές ενότητες, Αστερισμούς:

Προΐμιο: «Το αόρατο αντικείμενο» του Alberto Giacometti

Το αόρατο αντικείμενο του Αλμπέρτο Τζιακομέττι είναι το κεντρικό εμβληματικό έργο της έκθεσης απ’ όπου ξεκινάει ο επισκέπτης. Σύμφωνα με τον Αντρέ Μπρετόν, ο Τζιακομέττι ολοκλήρωσε το πρόσωπο αυτού του γλυπτού χρησιμοποιώντας μια στρατιωτική μάσκα που ανακάλυψε τυχαία σε μια υπαίθρια αγορά. Το αποτέλεσμα είναι μία εκδοχή του  «εξαίσιου πτώματος» (cadavre exquis), που συνδυάζει μια στρατιωτική μάσκα με μια ανθρώπινη μορφή σκυμμένη πάνω από ένα απόν αντικείμενο. Ο τίτλος του έργου, Το αόρατο αντικείμενο, παραπέμπει στα αόρατα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης, το ασυνείδητο, το καταπιεσμένο, όλη την αδιόρατη ύλη που οι «ανασκαφές» και η έρευνα πεδίου θα προσπαθήσουν να αποκαλύψουν.

Αστερισμός 1: Έδαφος / Πεδίο

Προερχόμενο από το λεξιλόγιο της εθνογραφίας, ο όρος «έδαφος / πεδίο» είναι ο χώρος όπου συλλέγονται και αναζητούνται αντικείμενα ως ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας. Το έδαφος / πεδίο μπορεί να εξερευνηθεί στο πλαίσιο μιας επιστημονικής έρευνας ή ενός ταξιδιού μελέτης, αλλά και κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε ένα μουσείο, ένα εργοστάσιο ή μια υπαίθρια αγορά. Τα αντικείμενα που συλλέγονται καταγράφονται σε σημειωματάρια, σχέδια, φωτογραφίες, ταινίες και ηχογραφήσεις. Με αυτήν την έννοια, το έδαφος / πεδίο αγγίζει τόσο την εθνογραφία όσο και την αρχαιολογία και την τέχνη. Ο πρώτος αστερισμός του εδάφους / πεδίου περιστρέφεται γύρω από ένα κυκλαδικό αγαλματίδιο της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Αστερισμός 2: Ανασκαφές

Ο όρος «ανασκαφή» είναι δανεισμένος από την αρχαιολογία: οι ανασκαφές προχωρούν κάθετα διασχίζοντας στρώματα σε ένα λαβυρινθώδες ταξίδι μέσα στο χρόνο. Οι ανασκαφές αποκαλύπτουν μια στρωματογραφία και φέρνουν στο φως την κρυφή και ασυνείδητη προέλευση αυτών που αποκαλύπτουν. Τα αρχεία των ανασκαφών και οι φωτογραφίες των ανακαλύψεων συνοδεύουν την ανάδυση των θαμμένων αντικειμένων. Αυτή η ενότητα επικεντρώνεται στις μεθόδους έρευνας που χρησιμοποιούνται στην αρχαιολογία, την εθνολογία και την καλλιτεχνική δημιουργία. Η αρχαιολογική ανασκαφή χρησιμοποιείται σαν μια μεταφορά για την επιστροφή πίσω στον χρόνο, στην αρχική δημιουργία. Σε αυτή την «προέλευση» αναζήτησε η τέχνη της πρωτοπορίας τις πηγές της νεωτερικότητάς της, ενώ οι υπερρεαλιστές προσπάθησαν να αποκαλύψουν το ασυνείδητο και τη λανθάνουσα δύναμή του. Στο κέντρο αυτού του αστερισμού των ανασκαφών βρίσκεται μια μάσκα Nimba από τη Γουινέα, η οποία αναπαράγεται ως εικονογράφηση σε ένα άρθρο του Ζορζ Ανρί Ριβιέρ που δημοσιεύτηκε στο Cahiers d’Art τον Σεπτέμβριο του 1926 με τίτλο «Archéologismes».

Αστερισμός 3: Εξαίσια Πτώματα

Ο όρος ««εξαίσιο πτώμα» (cadavre exquis) προέρχεται από τον χώρο της τέχνης, και πιο συγκεκριμένα από τον υπερρεαλισμό, και αναφέρεται στο κολάζ ή το μοντάζ τυχαίων παραθέσεων λέξεων ή εικόνων. Το αποτέλεσμα είναι κάτι απροσδόκητο ή ασυνήθιστο, αλλά υποβλητικό σε νόημα. Όταν εφαρμόζεται σε αντικείμενα, ο όρος «εξαίσιο πτώμα» αποκαλύπτει τον υβριδικό χαρακτήρα ορισμένων έργων, δείχνει την αμφισβήτηση των παραδοσιακών ταξινομήσεων και τον πειραματισμό με νέες συσχετίσεις σε μια επιστημονική ή καλλιτεχνική προσέγγιση. Η διάταξη των περιοδικών αυτής της εποχής ακολουθούσε τις ίδιες αρχές της συγκέντρωσης και του απροσδόκητου συνδυασμού αρχαιολογικών, εθνογραφικών και καλλιτεχνικών αντικειμένων. Ο συγκρητισμός αυτός αμφισβητούσε την επιστημονική μέθοδο ταξινόμησης και βρέθηκε στο επίκεντρο των εκθεσιακών πρακτικών της περιόδου.

Αστερισμός 4: Διπλό Μουσείο

Η έκφραση «διπλό μουσείο» προέρχεται από τις μουσειογραφικές αναζητήσεις του Μεσοπολέμου. Επινοήθηκε στη διάσκεψη της Μαδρίτης το 1936, που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας. Ως απάντηση στην αθρόα εισροή αντικειμένων στις δημόσιες μουσειακές συλλογές, η διάσκεψη συνέστησε τη διάκριση μεταξύ δύο τρόπων έκθεσης: ο πρώτος, που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό, ενθάρρυνε μια θεαματική, επιδεικτική μουσειογραφία, ενώ ο δεύτερος, που απευθυνόταν σε ειδικούς, πρότεινε μια βολική, προσιτή αποθήκευση. Ο όρος «διπλό μουσείο» δημιουργεί μια σειρά από διαχωρισμούς και δομεί ένα θεωρητικό μοντέλο που αντιπαραθέτει το έργο τέχνης με το τεκμήριο, το μοναδικό, αλλά και το ωραίο με το άσχημο, το ευγενές με το ευτελές. Θέτει δε το ερώτημα: Τι είναι το έργο τέχνης; Τι καθιστά ένα αντικείμενο έργο τέχνης;