Μια καινούργια αρχή για το Λωβοκομείο της Χίου, το νοσηλευτικό ίδρυμα των ασθενών με τη νόσο του Χάνσεν, γνωστή επί αιώνες και σαν λέπρα, δρομολογήθηκε με την υπογραφή από τον περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου Κωνσταντίνο Μουτζούρη των προδιαγραφών για την προκήρυξη διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την ανάδειξη, ανακατασκευή και αξιοποίηση του εμβληματικού και ιστορικού αυτού χώρου. Το Λωβοκομείο της Χίου από το 2011 έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το λεπροκομείο της Χίου, που καθιερώθηκε με τον όρο Λωβοκομείο αφού στη νεοελληνική διάλεκτο η λέξη λώβα σημαίνει πληγή, λειτούργησε συνεχώς επί έξι αιώνες για ασθενείς που μεταφέρονταν εκεί είτε από τη Χίο είτε από νησιά του Αιγαίου και περιοχές της Μικράς Ασίας. Στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, αναφέρεται ως το «καθαριότερο» και ως το πλέον «καλώς διοικούμενο ίδρυμα», το οποίο παρείχε ανέσεις και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους ασθενείς του. Πλην όμως, η ιστορία του είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορία του νησιού αλλά και της προκατάληψης και του φόβου που επί αιώνες προκαλούσε το άκουσμα της ασθένειας.
Το ίδρυμα στήθηκε από τους Γενουάτες ηγεμόνες της Χίου το 1378 στη χιώτικη κοιλάδα της Υπακοής, ονομασία που οφείλεται στη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας Υπακοής, ή της Παναγίας της Επηκόου. Σκοπός της οικογένειας των Ιουστινιάνι που κυβερνούσαν τη Χίο ήταν ο περιορισμός της λέπρας που έπληττε το νησί, το οποίο είχε μετατραπεί σε κομβικό εμπορικό λιμάνι ανάμεσα σε δύση και ανατολή, και η εξάπλωση της έθιγε τα οικονομικά τους συμφέροντα. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, μάλιστα, το 1457 προσβλήθηκε από την αρρώστια η Μαρία Ιουστινιάνι, σύζυγος του Γενουάτη ηγεμόνα της Λέσβου ∆ομήνικου Γατελούζου, η οποία μεταφέρθηκε στο λωβοκομείο.
Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί το «Νοσοκομείο του Αγίου Λαζάρου», ή κατ’ ευφημισμό «Καλό χωριό», συνεχίζει να λειτουργεί με νέους χώρους περίθαλψης να οικοδομούνται.
Στην επανάσταση του 1821 και τη σφαγή της Χίου το 1822, οι ασθενείς έχουν την τύχη άλλων 23.000 κατοίκων του νησιού που σκοτώνονται από τα οθωμανικά στρατεύματα. Εξαίρεση αποτελούν μόλις πέντε τρόφιμοι που με τον εφημέριο του Λωβοκομείου Άνθιμο Πουλάκη κρύβονται στα βουνά. Το Λωβοκομείο καίγεται μαζί με την εκκλησία της Παναγιάς για να ανασυσταθεί 10 σχεδόν χρόνια μετά, το 1831, από τον διασωθέντα της σφαγής ιερέα.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, το 1845, το Λωβοκομείο λειτουργεί με 30 οικήματα που δέχονται ασθενείς χωρίς διακρίσεις εθνικότητας ή οικονομικής κατάστασης.
50 χρόνια μετά την επαναλειτουργία του, το 1881, το Λωβοκομείο καταρρέει από τον καταστροφικό σεισμό των 6,5 ρίχτερ που έπληξε το νησί.
Παρά τις ανακαινίσεις που ακολουθούν, το Λωβοκομείο αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα οπότε πραγματοποιούνται σημαντικές εργασίες με χρηματοδότηση εύπορων Χιωτών της διασποράς. Με εφημέριο τον Άγιο Άνθιμο Βαγιάνο, το ίδρυμα οργανώνεται και κυριολεκτικά ξανακτίζεται. Δωμάτια με νερό και αποχέτευση, μαγειρείο και εστιατόριο, πλυντήρια και χώροι υγιεινής, χώροι για το προσωπικό. Ως το 1959, που το τότε Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας διέκοψε τη λειτουργία του και οι τελευταίοι οκτώ ασθενείς μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στην Αγία Βαρβάρα. Ας σημειωθεί ότι οι οκτώ αυτοί ασθενείς λίγο μετά τη μεταφορά τους στην Αθήνα επέστρεψαν στη Χίο ζητώντας να παραμείνουν στο Λωβοκομείο λόγω –όπως υποστήριξαν– των καλών εκεί συνθηκών διαβίωσης. Ακολούθησαν διαμαρτυρίες των κατοίκων των γύρω χωριών και οι ασθενείς επέστρεψαν στην Αγία Βαρβάρα έπειτα από επέμβαση της Αστυνομίας.
Έκτοτε το Λωβοκομείο έκλεισε για πάντα. Οι χώροι του λεηλατημένοι εμφανίζουν εικόνα εγκατάλειψης. Σε κάποια δωμάτια βλέπει κανείς ακόμα κρεβάτια εποχής και στρώματα…
Το Λωβοκομείο «ζωντάνεψε» ξανά πρόσφατα με την υπογραφή των προδιαγραφών της προκήρυξης του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την ανάδειξη, ανακατασκευή και αξιοποίησή του από τον περιφερειάρχη, κατά τη διάρκεια του 3ου Φεστιβάλ Χίου που πραγματοποίησε η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.
Ο περιφερειάρχης, στη σύντομη ομιλία του, αναφέρθηκε «στα εμπόδια που ξεπεράστηκαν, χάρη στην πολιτική βούληση ώστε να φτάσουμε στη σημερινή ιστορική ημέρα της υπογραφής».
Στη συνέχεια, μίλησε ο ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γ. Μωραΐτης. Ακολούθησαν ομιλίες του ιστορικού και φιλόλογου Μιχάλη Μόσχου, του πρώην βουλευτή Χίου, γιατρού Ανδρέα Μιχαηλίδη, του συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη, και ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων διάλογος ανάμεσα στη γνωστή συγγραφέα Βικτόρια Χίσλοπ και τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Παπακώστα. Η συζήτηση στη συνέχεια επικεντρώθηκε στην ιστορία του Λωβοκομείου και στη σύγκρισή του με τη Σπιναλόγκα στην Κρήτη, δίνοντας έμφαση στο πόσο πιο ελεύθερη, ανθρώπινη και ανοιχτή στην κοινωνία ήταν η διαβίωση των ασθενών με τη νόσο του Χάνσεν στη Χίο.