Στο πλαίσιο του εκθεσιακού θεσμού «Νέα αποκτήματα / Νέες προσεγγίσεις», μία περίοπτη προθήκη στον χώρο υποδοχής του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης καλωσορίζει τους επισκέπτες, συστήνοντάς τους μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες, νέες και παλιές, αρχαιότητές του. Αντικείμενα που είτε αποκτήθηκαν πρόσφατα και για πρώτη φορά παρουσιάζονται στο επιστημονικό και ευρύ κοινό είτε ανασύρθηκαν από τα ράφια των αποθηκών για να εκτεθούν υπό το πρίσμα μιας νέας προσέγγισης, όπως μετά από μία διαδικασία αποκατάστασης, μία νέα ερμηνεία ή νέα επιστημονικά δεδομένα.

Από την 1η Απριλίου έως τις 31 Αυγούστου 2024 στο κοινό παρουσιάζεται ένα αρχαίο αγγείο με πλαστή διακόσμηση της Συλλογής Παπαηλιάκη.

Όπως αναφέρει το Μουσείο στην ανακοίνωση της δράσης, οι συλλογές των ελληνικών δημόσιων αρχαιολογικών μουσείων περιλαμβάνουν αρχαία αντικείμενα που προέρχονται κατά κύριο λόγο από ανασκαφές ή περισυλλογές, από το χώμα δηλαδή, γεγονός που εγγυάται την αυθεντικότητά τους. Ωστόσο, τα παραπάνω μουσεία δέχονται και αρχαία μέσα από άλλους «δρόμους»: από παραδόσεις ιδιωτών, δωρεές, αγορές, επαναπατρισμούς καθώς και από κατασχέσεις προϊόντων αρχαιοκαπηλίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πάντοτε σαφής η προέλευση των αρχαίων αντικειμένων και δεν είναι βέβαιη η αυθεντικότητά τους. Έτσι, συμβαίνει να έχουν παρεισφρήσει στις συλλογές των ελληνικών μουσείων πλαστά αρχαία αντικείμενα.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης διαθέτει στις συλλογές του κάποια πλαστά έργα. Ένα από αυτά είναι το κύπελλο ΜΘ 11663 της Συλλογής Παπαηλιάκη, το οποίο δωρήθηκε στο ΑΜΘ το 1985 και θεωρήθηκε αρχικά αυθεντικό. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι πρόκειται για ένα αυθεντικό μεν αρχαίο αγγείο, με πλαστή, όμως, διακόσμηση. Το αγγείο είναι αττικό και χρονολογείται στα 425-400 π.Χ., ωστόσο, η εξωτερική επιφάνειά του φέρει διακόσμηση σε κορινθιακό στιλ, και μάλιστα σε κορινθιακό στιλ που χρονολογείται 150 με 200 χρόνια νωρίτερα, στο α’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Δηλαδή, το αγγείο δεν συνάδει προς τη διακόσμηση ούτε όσον αφορά στο εργαστήριο κατασκευής ούτε όσον αφορά στη χρονολόγηση. Το μόνο στοιχείο από την αρχική, την αυθεντική, διακόσμησή του που διατηρήθηκε, βρίσκεται στην κάτω, μη ορατή, επιφάνειά του, η οποία είναι ολοκληρωτικά καλυμμένη με πυκνό λαμπερό μελανό υάλωμα, σήμα κατατεθέν των αττικών αγγείων, που δεν μπόρεσε να αντιγράψει επιτυχώς κανένα από τα υπόλοιπα ελληνικά κεραμικά εργαστήρια.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, ο πλαστογράφος χρησιμοποίησε ένα αυθεντικό αρχαίο αγγείο, έξυσε την εσωτερική και εξωτερική επιφάνειά του, αφήνοντας ανέγγιχτη μόνο την κάτω πλευρά της βάσης, και στη συνέχεια πρόσθεσε στην εξωτερική επιφάνεια μία εξ ολοκλήρου νέα διακόσμηση (επιζωγράφιση), αντλώντας, ελεύθερα, στοιχεία από αρχαίες κορινθιακές παραστάσεις. Ότι πρόκειται για σύγχρονη δημιουργία μαρτυρούν επιπλέον και μια σειρά από λεπτομέρειες της διακόσμησης, με χαρακτηριστικότερη την παντελή απουσία υαλώματος από το εσωτερικό του αγγείου.

Στην προθήκη εκτίθενται προς σύγκριση και δύο αυθεντικά αρχαία αντικείμενα: ένα αττικό αγγείο ίδιου σχήματος από τη Νέα Μηχανιώνα, καθώς και ένα κορινθιακό αγγείο με χαρακτηριστική κορινθιακή διακόσμηση από τη Σίνδο.