Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 135), που είναι αφιερωμένο στο έργο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών.

Το τεύχος του Απριλίου ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό η διευθύντρια της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, Véronique Chankowski.

Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», ο Jean-Luc Martinez, Πρόεδρος–Διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου, αφηγείται το ιστορικό της συγκρότησης του Τμήματος Ελληνικών, Ετρουσκικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων που φιλοξενεί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «μια από τις ωραιότερες και πιο ολοκληρωμένες συλλογές αρχαίας ελληνικής τέχνης που φυλάσσονται εκτός Ελλάδος, μια συλλογή σχεδόν μοναδική στον κόσμο, λόγω της μεγάλης χρονολογικής και γεωγραφικής της φιλοδοξίας (από τη Nεολιθική εποχή έως τον βυζαντινό κόσμο, από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τη Λιβύη και από τη Σικελία μέχρι τη σημερινή Τουρκία)».

Το Αφιέρωμα στη Γαλλική Σχολή Αθηνών περιλαμβάνει άρθρα που υπογράφουν οι: Alexandre Farnoux, Pascal Darcque, Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Δήμητρα Μαλαμίδου, Ζωή Τσιρτσώνη, Τhierry Lucas, Anna Cannavò, Maud Devolder, Laurent Lespez, Sylvie Müller Celka, Maia Pomadère, Jean-Claude Poursat, Florence Gaignerot-Driessen, Βασιλική Ζωγραφάκη και Jean-Charles Moretti.

Ειδικότερα, στο άρθρο του με τίτλο «Η Γαλλική Σχολή Αθηνών εκτός των μεγάλων αρχαιολογικών χώρων», ο Αlexandre Farnoux αναφέρεται σε έρευνες της Σχολής ανά την Ελλάδα, «λιγότερο λαμπερές εκ πρώτης όψεως» σε σχέση με τις μεγάλες ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί στη Δήλο, στους Δελφούς, στη Θάσο, στους Φιλίππους και στα Μάλια, «πολύ χαρακτηριστικές όμως της προσήλωσης του ιδρύματος στις ποικίλες και άγνωστες όψεις του ελληνισμού».

«Αυτές οι έρευνες εκτός των μεγάλων αρχαιολογικών χώρων μαρτυρούν επίσης την πρωτοκαθεδρία της “αυτοψίας” ή της έρευνας πεδίου στις αποστολές των επιστημονικών μελών της Σχολής. Όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύουν μια δραστηριότητα ήσσονος σημασίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν το ασφαλέστερο και το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη μελέτη της Ελλάδας — όλης της Ελλάδας» επισημαίνει.

«Ο προϊστορικός οικισμός Φιλίππων – Ντικιλί Τας. 8.000 χρόνια ιστορίας, 100 χρόνια ανασκαφών» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφουν οι Pascal Darcque, Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Δήμητρα Μαλαμίδου και Ζωή Τσιρτσώνη. «Συνολικά, τα προγράμματα ερευνών που υλοποιήθηκαν μέχρι σήμερα κατάφεραν να ανασυστήσουν την ιστορία της θέσης για μια περίοδο μεγαλύτερη των 8.000 χρόνων και να ερμηνεύσουν επαρκώς τις συνέχειες και τις παύσεις που παρατηρούνται στην ανθρώπινη κατοίκηση της περιοχής» αναφέρουν στο κείμενό τους.

Ο Τhierry Lucas παρουσιάζει τις «Έρευνες της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στη Βοιωτία». «Όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες αρχαιολογικές αποστολές στην Ελλάδα, κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα, η Βοιωτία θεωρήθηκε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο για τις γαλλικές έρευνες, όμως γρήγορα πέρασε σε δεύτερο πλάνο, καθώς σπουδαιότερα ανασκαφικά έργα επρόκειτο να προσελκύσουν όλη την προσοχή και να μονοπωλήσουν τη δραστηριότητα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών. Σήμερα, η Βοιωτία αποτελεί και πάλι αντικείμενο μελέτης και αρχαιολογικής δραστηριότητας για τις ομάδες της Γαλλικής Σχολής» γράφει.

«Η Αμαθούντα στη δοκιμασία της Αρχαιολογίας» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει η Anna Cannavò και αναφέρεται στις έρευνες στη θέση που βρίσκεται στη νότια ακτή της Κύπρου, περίπου δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της Λεμεσού. Στο κείμενό της εστιάζει, μεταξύ άλλων, στους κατοίκους της αρχαίας πόλης: «Ποιοι ήταν, λοιπόν, οι κάτοικοι της πόλης της Αμαθούντας; Πρέπει να ξεκινήσουμε από τις –σπάνιες– ελληνικές πηγές για να μιλήσουμε για τους Ετεοκυπρίους, τους Αμαθουσίους και το μυστήριο που εξακολουθεί να περιβάλλει τη γλώσσα τους».

Το τελευταίο από τα άρθρα του Αφιερώματος έχει τίτλο «Κρήτη: Μάλια, Ανάβλοχος, Δρήρος». Στα Μάλια, όπως γράφουν στο κείμενό τους οι Maud Devolder, Laurent Lespez, Sylvie Müller Celka, Maia Pomadère, και Jean-Claude Poursat, η Γαλλική Σχολή επικεντρώνεται στην επιφανειακή έρευνα της πεδιάδας, στην ανασύσταση του αρχαίου τοπίου και στη μελέτη και ανασκαφή διαφόρων κτηρίων στον αρχαιολογικό χώρο.

«Μια ομάδα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών ξανάρχισε πρόσφατα τις έρευνες στον Ανάβλοχο, θέλοντας να ρίξει νέο φως στους “σκοτεινούς αιώνες” που χωρίζουν την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων από την ανάδυση των πρώτων ελληνικών πόλεων (περ. 1200 650 π.Χ.)» γράφει σχετικά η Florence Gaignerot-Driessen.

Για τις έρευνες στην αρχαία πόλη της Δρήρου, που ξανάρχισαν το 2009 από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου, γράφουν ο Alexandre Farnoux και η Βασιλική Ζωγραφάκη.

Το τεύχος 135 ολοκληρώνεται με έναν αρχαιολογικό-περιηγητικό οδηγό στη Δήλο που υπογράφει ο Jean-Charles Moretti. Η διαδρομή έχει ως σημείο εκκίνησης το δυτικό παραλιακό μέτωπο, την αγορά και το ιερό του Απόλλωνα και συνεχίζει με τις Συνοικίες της Λίμνης, του Σταδίου και του Ινωπού για να καταλήξει στον Κύνθο και στη Συνοικία του Θεάτρου.

«Η Γαλλική Σχολή Αθηνών ξεκίνησε ανασκαφές στη Δήλο το 1873 υπό την επίβλεψη της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η αρχή έγινε με την εξερεύνηση του Κύνθου. Από το 1877 ξεκίνησε η ανασκαφή των ιερών του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος, ενώ από το 1903 έως το 1913 οι ανασκαφικές εργασίες της Σχολής γνώρισαν μια περίοδο ιδιαίτερα έντονης δραστηριότητας χάρη στο ευεργέτημα του δούκα Joseph-Florimond de Loubat. Πάνω από τα τρία τέταρτα του χώρου που έχει ανασκαφεί μέχρι σήμερα, και που ασφαλώς δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το ένα τρίτο της αρχαίας πόλης, ανασκάφηκαν πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μόνος μεγάλος τομέας που ανασκάφηκε έκτοτε βρίσκεται στα βορειοδυτικά της λίμνης, όπου τη δεκαετία του 1960 ήρθαν στο φως τέσσερις οικιστικές νησίδες. Επί του παρόντος, τόσο για την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων όσο και για τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, αυτό που προέχει είναι κυρίως η μελέτη, η συντήρηση και η ανάδειξη των λειψάνων που έχουν ήδη αποκαλυφθεί» γράφει ο Jean-Charles Moretti.