Το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου συμπληρώνει 100 χρόνια από την ίδρυσή του (1920-2020) και το γιορτάζει με την έκθεση «Απ’ τη μεριά των σοφών και των τρελών»: Αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ τιμώντας τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο.

Η έκθεση άνοιξε χωρίς εγκαίνια στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου. Συγκεντρώνει παλαιότερα και νέα έργα εβδομήντα και πλέον διακεκριμένων σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών από ιδιωτικές συλλογές, σε έναν οργανικό διάλογο με το φυσικό πρόσωπο και το έργο του ζωγράφου, που καταλαμβάνοντας έναν ξεχωριστό και πρωτογενή χώρο στην ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης, αποτελεί ταυτόχρονα έναν διηνεκή συνομιλητή και εμπνευστή κορυφαίων εικαστικών και πνευματικών δημιουργών του τόπου μας. 

Πραγματοποιείται με τη συνεργασία της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ και την επιμέλεια της έκθεσης έχει η ιστορικός τέχνης Ίρις Κρητικού.

Τον Θεόφιλο, έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης «τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το “εφάμιλλον” των ευρωπαϊκών… Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ’ αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες».

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα (Βαρειά Μυτιλήνης, 1870-Βαρειά Μυτιλήνης, 24 Μαρτίου 1934), πρώτος ανάμεσα σε οκτώ παιδιά, από πατέρα τσαγκάρη και παππού αγιογράφο, που από νωρίς του γνώρισε την όψη αλλά και την ουσία του Αχιλλέα, του Μεγαλέξανδρου και του Ερωτόκριτου, ενδεδυμένος ήδη τη φουστανέλα ως μόνιμο προσφιλές κατάλοιπο μιας παρελθούσης παιδικής Αποκριάς και παθιασμένος με τη ζωγραφική από μικρή ηλικία, ήταν μείζων λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης, με ανεξάντλητη ικανότητα να μεταμορφώνει με χρώματα δικής του κατασκευής τις πιο απρόσμενες επιφάνειες: τα χαρτόνια και τα ακατέργαστα ξύλα, τους τενεκέδες και τα πανιά, τους τοίχους των καφενείων, των εμπορικών και των σπιτιών, σε έργα τέχνης. Στα δεκαοκτώ του χρόνια φεύγει για τη Σμύρνη αναζητώντας καλύτερη τύχη και εργαζόμενος για ένα διάστημα ως καβάσης («θυροφύλαξ») στο ελληνικό Προξενείο. Αποτυγχάνοντας το 1897 να καταταγεί στον ελληνικό στρατό, αναχωρεί για τον Βόλο ως εθελοντής. Παραμένει στη συνέχεια στη Μαγνησία για τα επόμενα τριάντα χρόνια, περιπλανώμενος ως μονήρης φουστανελάς στα χωριά του Πηλίου (όχι από καλλιτεχνική παραξενιά αλλά, κυρίως, σε ένδειξη λατρείας και πίστης, όπως σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης), ανεχόμενος κάθε χλεύη, ζώντας με ουσιαστική δυσκολία, μα ζωγραφίζοντας εξαντλητικά σε εκκλησίες και μύλους, σε ελαιοτριβεία και φούρνους, σε σπίτια, καφενεία και χάνια, τους εν ξιφήρεις ήρωες και τα ονειροπόλα ερωτικά του ζευγάρια, τα πλουμιστά ζωνάρια, τους επινοημένους θυρεούς και τα ευφραντικά μοτίβα των οίκων των λιγοστών προστατών του – τη μονάκριβη αυτή παρακαταθήκη του. Γύρω στο 1926-27, εξαντλημένος από τη σκληρότητα των ανθρώπων και τις εξακολουθητικές κακουχίες, επιστρέφει στη Μυτιλήνη όπου και συνεχίζει να ζωγραφίζει σπίτια και καφενεία με αντάλλαγμα μια άθλια επιβίωση που το 1934 επισφραγίζεται με άδικο θάνατο από ακατάλληλο φαγητό ανηλεούς ελεημοσύνης.

Στην έκθεση του Βόλου συμμετέχουν με έργα τους δεκάδες εικαστικοί, ενώ εκτίθενται και έργα από την προσωπική συλλογή του Λάκη Παπαστάθη, όπως των: Λήδας Κοντογιαννοπούλου, Μίλτου Παντελιά, Βασίλη Σπεράντζα, Γιώργου Σταθόπουλου, Αλέκου Φασιανού, Πάνου Φειδάκη.

Το Μουσείο της Πόλης του Βόλου (Φερών 17) λειτουργεί για το κοινό από Τρίτη έως και Κυριακή 10.30-13.30 και τα απογεύματα Τετάρτης και Παρασκευής από τις 18.00-21.00. Τη Δευτέρα είναι κλειστό. Η είσοδος επιτρέπεται μόνο με τη χρήση μάσκας και έως 5 άτομα σε κάθε όροφο, ενώ απαγορεύεται το άγγιγμα αντικειμένων και εκθετικών επιφανειών.