Μια κεφαλαιώδους σημασίας απόφαση για το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων πάρθηκε μετά από πολύμηνο αγώνα των υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ που διεκδίκησαν ένα ειδώλιο αλόγου, του 8ου αι. π.Χ. Όλα ξεκίνησαν στις 14 Μαΐου 2018 στη Νέα Υόρκη, όταν ο οίκος δημοπρασιών Sotheby’s έθεσε προς δημοπράτηση ένα χάλκινο ειδώλιο ίππου, ύψους 14 εκ., σωζόμενο σε πολύ καλή κατάσταση, με εκτιμώμενη τιμή εκκίνησης μεταξύ 150.000-250.000 δολαρίων. Στον κατάλογο της δημοπρασίας, ο Οίκος Sotheby’s χαρακτήριζε το ειδώλιο ως «Ελληνικό ειδώλιο αλόγου, κορινθιακού τύπου… Γεωμετρικής περιόδου, 8ος αι. π.Χ. Ελληνικό».

Σύμφωνα με τον Αρχαιολογικό Νόμο 3028/2002, η προέλευση του ειδωλίου από την Ελλάδα σε συνδυασμό με τη χρονολόγησή του έως τον 8ο αι. π.Χ. το καθιστούν αρχαίο κινητό μνημείο, το οποίο τίθεται εκτός συναλλαγής και ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου.

Η Διεύθυνση Προστασίας και Τεκμηρίωσης των Πολιτιστικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού κινητοποιήθηκε άμεσα επιβεβαιώνοντας ότι το ειδώλιο προερχόταν από την Ελλάδα. Ουδέποτε είχε δηλωθεί η εύρεσή του στις Ελληνικές Αρχές. Ουδέποτε είχε ζητηθεί ή εκδοθεί άδεια κατοχής ή άδεια εξαγωγής του από το έδαφος της ελληνικής επικράτειας. Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, το ΥΠΠΟΑ έστειλε επίσημη επιστολή στον Οίκο Sotheby’s, ζητώντας αφενός την απόσυρση του μνημείου από την επικείμενη δημοπρασία και αφετέρου τη συνεργασία του Οίκου για τον επαναπατρισμό του, ως ανήκοντος αποκλειστικά στο Ελληνικό Κράτος, σύμφωνα με τον Ελληνικό Αρχαιολογικό Νόμο και τις Διεθνείς Συμβάσεις.

Ο Οίκος απέσυρε μεν το ειδώλιο από τη δημοπρασία, αλλά ταυτόχρονα  άσκησε αγωγή κατά του Υπουργείου Πολιτισμού και ενώπιον των Δικαστηρίων των ΗΠΑ, από κοινού με τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες του ειδωλίου. Αίτημα της αγωγής ήταν η αναγνώριση από το Δικαστήριο ότι δεν υφίστανται ιδιοκτησιακά δικαιώματα του ελληνικού κράτους επί του ειδωλίου και ούτε βάση για τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα. Ο Οίκος Sotheby’s ζητούσε να προχωρήσει στην πώλησή του, για λογαριασμό των φερόμενων ως ιδιοκτητών του.

Το Υπουργείο Πολιτισμού, σε άμεση συνεργασία με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, υπερασπίστηκε την υπόθεση, μέσω δικηγορικού γραφείου της Ν. Υόρκης, επικαλούμενο, πρωτίστως και μεταξύ άλλων, ότι η διεκδίκηση του επίμαχου μνημείου συνιστούσε κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας, επιτασσόμενο από το Σύνταγμα και την αρχαιολογική νομοθεσία και, ως εκ τούτου, μη υποκείμενο στη δικαστική κρίση των Δικαστηρίων των ΗΠΑ. Με την από 21.6.2019 απόφασή του, το Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό.

Στη συνέχεια το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ζήτησε την άσκηση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Ταυτόχρονα, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, ήδη από τον Αύγουστο του 2019, απηύθυνε πρόσκληση για υποστήριξη της Ελλάδας τόσο προς χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, όσο και προς φορείς δραστηριοποιούμενους στο πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανταποκρινόμενα στο κάλεσμα της Υπουργού, τα Κράτη της Κύπρου, της Ιταλίας και του Μεξικού κατέθεσαν στο Δικαστήριο Υποστηρικτικές Επιστολές υπέρ της Ελλάδας (amicus briefs). Ανάλογες επιστολές κατέθεσαν φορείς όπως το «Ελληνικόν Κολλέγιον – Ιερά Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού» στη Βοστώνη και η μη κυβερνητική οργάνωση «Antiquities Coalition» στην Ουάσιγκτον. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή της ελληνικής ομογένειας, η οποία προχώρησε στην ανάδειξη του θέματος με κάθε πρόσφορο μέσο.

Η Λίνα Μενδώνη, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, στη Νέα Υόρκη, είχε εκθέσει στον Matthew Bogdanos, βοηθό εισαγγελέα, την πορεία της νομικής διεκδίκησης της κυριότητας του χάλκινου ειδωλίου αλόγου του 8ου αι. π.Χ., εφόσον το αντικείμενο έχει εξαχθεί παράνομα από την ελληνική επικράτεια, ενώ το θέμα είχε απασχολήσει τις συζητήσεις και σε άλλες συναντήσεις της υπουργού στο πλαίσιο του ταξιδιού της στην Αμερική.

Στις 9 Ιουνίου 2020, το Εφετείο των ΗΠΑ εξέδωσε μια απόφαση που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και κάθε χώρα που διεκδικεί τα μνημεία της, τα οποία  έχουν κλαπεί και διατίθενται προς πώληση. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή οι διαφορές σχετικά με τα μνημεία που τίθενται σε δημοπρασία από τους –δεσπόζοντες στο χώρο– Αμερικανικούς Οίκους ή διεκδικούνται από Μουσεία δεν θα εκδικάζονται από τα δικαστήρια του τόπου της δημοπρασίας ή της έδρας του Οίκου/Μουσείου αλλά θα εφαρμόζονται ανάλογα οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες, στην περίπτωση της Ελλάδας, ορίζουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων.

Με την απόφαση του Εφετείου ανετράπη η πρώτη απόφαση δικαστηρίου των ΗΠΑ και απορρίφθηκε η αγωγή του οίκου δημοπρασιών Sotheby΄s, εναντίον του ελληνικού κράτους.

Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά ανάλογων υποθέσεων που ένας οίκος δημοπρασιών στράφηκε κατά Κράτους. Τα κράτη είναι συνήθως αυτά που απευθύνονται στα δικαστήρια για να διεκδικήσουν αρχαία αντικείμενα που τους ανήκουν και βγαίνουν προς πώληση από οίκους δημοπρασιών. Αν το αμερικανικό δικαστήριο είχε κρίνει θετικά, και σε δεύτερο βαθμό –όπως είχε κρίνει στο πρώτο επίπεδο– την απαίτηση του οίκου Sotheby’s, τότε θα υπήρχε δεδικασμένο και κανένα αρχαίο αντικείμενο προϊόν κλοπής ή αρχαιοκαπηλίας δεν θα επιστρεφόταν στη χώρα από την οποία προέρχεται.

Το Υπουργείο Πολιτισμού διεκδίκησε κυριαρχικά το επίμαχο μνημείο, ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, διεκδίκηση που δεν μπορεί να εξεταστεί από τα Αμερικανικά Δικαστήρια σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (FSIA).

Η Λίνα Μενδώνη χαρακτηρίζοντας την απόφαση ως μια τεράστια διεθνή επιτυχία στην καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων, δήλωσε ότι «το Υπουργείο θα προβεί σε κάθε νόμιμη διαδικασία επαναπατρισμού του ειδωλίου, επισημαίνοντας ότι με τον επαναπατρισμό των κλαπέντων και παρανόμως εξαχθέντων μνημείων στο αρχαιολογικό τους περιβάλλον αποδίδεται στην ιστορία κάθε Χώρας, ένα τεκμήριο, ένα μέρος της ιστορίας της».