Η Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Κρήτης) Νένα Γαλανίδου παρουσιάζει τη δίτομη έκδοση που υπογράφουν η Ελένη Μαντζουράνη και ο Ιωάννης Βοσκός, Η ανασκαφή του Νεολιθικού Οικισμού Καντού Κουφόβουνου στην Κύπρο, Μέρος Β’, τόμ. 1: Τα κινητά ευρήματα. Κείμενο και Κατάλογοι, τόμ. 2: Τα κινητά ευρήματα. Εικονογραφικό Υλικό (Σειρά Μονογραφιών AURA 1, Αθήνα 2019):

Από το 1992 μέχρι το 1999 η Ελένη Μαντζουράνη είχε τη δύναμη να ξεκινήσει και το ταλέντο να φέρει επιτυχώς σε πέρας την ανασκαφική έρευνα στον λόφο του Κουφόβουνου, στην Κύπρο. Κατά τη διάρκειά της, εκπαιδεύτηκε πλειάδα φοιτητών αρχαιολογίας στην ανασκαφή και αποκαλύφθηκε ο σημαντικός Νεολιθικός Οικισμός Καντού, οι απαρχές του οποίου χρονολογούνται μεταξύ τέλους της Ακεραμικής και καθ’ όλη την διάρκεια της Ύστερης (ή Κεραμικής) Νεολιθικής εποχής. Ο οικισμός διαρθρώνεται χρονολογικά σε τέσσερις κύριες φάσεις και μία τελευταία μερικής χρήσης ορισμένων χώρων (Ι-V), με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η κάθε μία, χαρακτηριστικά που εγγράφονται στην αρχιτεκτονική και τα υλικά του κατάλοιπα και τα οποία καλείται η αρχαιολογική ματιά να αποκρυπτογραφήσει, να αφηγηθεί και να ερμηνεύσει. Το 2009 εκδόθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου το πρώτο θεματικό δίτομο έργο σε έντυπη μορφή. Αντικείμενό του η στρωματογραφία και η αρχιτεκτονική του οικισμού. Μία δεκαετία αργότερα, έχουμε στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή το δεύτερο μέρος, με αντικείμενο τα κινητά ευρήματα. To ηλεκτρονικό βιβλίο αποτελεί μια καλοδεχούμενη επιλογή, ανοίγει τον δρόμο σε παρόμοιες εκδοτικές πρωτοβουλίες και καλλιεργεί την κουλτούρα για ανοιχτά δεδομένα. Είναι διαρθρωμένο σε δύο τόμους. Ο πρώτος τόμος τιτλοφορείται Κείμενο και Κατάλογοι, παρουσιάζει τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα, τεκμηριώνει τη σημασία τους για την οικονομία του Νεολιθικού οικισμού και ολοκληρώνεται με τη σύνθεση της ιστορίας και της εξέλιξης του χαρακτήρα του οικισμού. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει επιμελώς οργανωμένο το Εικονογραφικό Υλικό.

Το έργο αυτό είναι αποτέλεσμα διεπιστημονικής συνεργασίας, και τα επιμέρους κεφάλαιά του συνέγραψαν αρχαιολόγοι με διαφορετική ειδίκευση. Αποτυπώνει διάφορες όψεις της πρώτης συστηματικής ανασκαφής του ΕΚΠΑ στην Κύπρο και τη μεθοδική μελέτη του αρχαιολογικού υλικού. Δύναται να λειτουργήσει ως συγκριτική εργασία αναφοράς που περιέχει μια έγκυρη επισκόπηση της κεραμικής, της τεχνολογίας λειασμένου και λαξευμένου λίθου, των ειδωλίων και των κοσμημάτων από τη Νεολιθική Κύπρο. Επιπλέον, αξιοποιεί τα δεδομένα από τα βιοαρχαιολογικά και αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα για την πληρέστερη δυνατή ανασύσταση της οικονομίας του οικισμού. Μέσα από την προσεκτική ανάγνωση και συναξιολόγηση των ευρημάτων με ομόλογα ευρήματα της Νεολιθικής Κύπρου, το τελικό αποτέλεσμα προσφέρει στον αναγνώστη μία σφαιρική εικόνα όχι μόνο για την αρχαιολογική θέση αλλά και για τη ζωή κατά την Ύστερη Νεολιθική (ή Κεραμική Νεολιθική) στην Κύπρο. Το Καντού Κουφόβουνο είναι τυχερό, γιατί είχε την Ελένη Μαντζουράνη ανασκαφέα και μια πλειάδα δυναμικών και έγκριτων αρχαιολόγων μελετητών των κινητών ευρημάτων του. Θα τεκμηριώσω ευθύς αμέσως γιατί.

Το πρώτο κεφάλαιο, που συνυπογράφουν οι Ελένη Μαντζουράνη και Ιωάννης Βοσκός, πραγματεύεται την κεραμική τεχνολογία και παραγωγή από το Καντού και καλύπτει το μεγάλο κενό στις μελέτες για την κεραμική της Ύστερης Νεολιθικής στην Κύπρο. Το υλικό έχει επιλεγεί ώστε να περιλάβει όλους τους τύπους της διακοσμημένης κεραμικής και όλη τη στρωματογραφική και χρονολογική ακολουθία του οικισμού. Η διεξοδική παρουσίαση του υλικού περιλαμβάνει τη μέθοδο δειγματοληψίας, καταγραφής και μελέτης των ευρημάτων, με ιδιαίτερη μνεία στην αποσπασματικότητα των αντικειμένων (όστρακα στην πλειονότητά τους) και στον τρόπο αντιμετώπισής της. Αναλύονται οι παράμετροι της κεραμικής τεχνολογίας, από την πρώτη ύλη, την όπτηση και τις χρωματικές διαβαθμίσεις, μέχρι το σχήμα, τη διακόσμηση και τις τεχνικές διαμόρφωσης αυτών. Επεξηγούνται επίσης λεπτομερώς η επιλογή αλλά και η δημιουργία της ορολογίας για την περιγραφή της κεραμικής, με αναφορές σε προηγούμενες δημοσιεύσεις κεραμικών συνόλων από την προϊστορική Κύπρο, και τα κριτήρια για τον διαχωρισμό και την ομαδοποίηση των ευρημάτων. Η παραγωγική και δημιουργική αυτή προσέγγιση οδήγησε στη δημιουργία όχι μόνο καινούργιας για τα δεδομένα της Νεολιθικής Κύπρου ορολογίας, αλλά και μιας τεχνοτροπικής τυπολογίας. Η υποδειγματική μελέτη της κεραμικής ολοκληρώνεται με τη χρονολόγηση και τη συζήτηση της κοινωνικής σημασίας των αγγείων. Ανιχνεύονται έτσι οι ανακατατάξεις που οδήγησαν στη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και την κατάρρευση των μόνιμα εγκατεστημένων κοινοτήτων της Κεραμικής Νεολιθικής φάσης. Το πέρασμα από τη συζήτηση του υλικού πολιτισμού στη συζήτηση της προϊστορικής κοινωνίας γίνεται αβίαστα, λειτουργώντας παραδειγματικά για όλους εκείνους που προτιμούν να ξεκινούν την έρευνα από τα εμπειρικά δεδομένα για να ανοίξουν παράθυρα στον προϊστορικό άνθρωπο, παρά να ξεκινούν από ερμηνευτικά σχήματα και μοντέλα για να τα χωρέσουν στα στενά ή τα φαρδιά «υποδήματα» των αρχαιολογικών καταλοίπων. Από την άποψη αυτή, το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί όχι μόνο αξιόπιστο πόνημα για την κοινότητα των ομοτέχνων μας αλλά και πρώτης κλάσεως διδακτικό εγχειρίδιο για τους φοιτητές αρχαιολογίας.

Το σύνολο εργαλείων λειασμένου λίθου παρουσιάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο, το οποίο συνέγραψαν οι Ελένη Μαντζουράνη, Δέσποινα Καταπότη και Ιωάννης Βοσκός. Περιλαμβάνει εργαλεία κοπής, τριβής, λείανσης, κρούσης, πολυεργαλεία, επιφάνειες εργασίας και λίθινα αγγεία, τους ανώνυμους μάρτυρες της Νεολιθικής οικοσκευής και καθημερινότητας. Οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των εργαλείων μελετήθηκαν από τη συγγραφική ομάδα σε συνεργασία με τον γεωλόγο Γ. Παναγίδη. Είναι λεπτόκοκκα και χονδρόκοκκα πετρώματα τοπικής ως επί το πλείστον προέλευσης. Τα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά ζητήματα που πραγματεύεται είναι η διαμόρφωση τυπολογικών κριτηρίων, η λεπτομερής περιγραφή και αξιολόγηση της βιογραφίας των ίδιων των αντικειμένων, η συγκριτική αποτίμηση των τεχνέργων αλλά και της χρήσης λειασμένου λίθου από το Καντού Κουφόβουνο και τη γειτονική Σωτήρα Τεππέ, και τέλος η ένταξη της εργαλειοτεχνίας λίθου στη γενικότερη συζήτηση για την κοινωνία και την οικονομία στη Νεολιθική Κύπρο. Τα εργαλεία από λειασμένο λίθο είναι πολυάριθμα και  εμφανίζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς τον τύπο και τη λειτουργία. Σε όλη την έκταση του οικισμού εντοπίζονται λειασμένα εργαλεία που συνδέονται με την επεξεργασία δημητριακών καθώς και την προετοιμασία τροφής είτε για αποθήκευση είτε για την καθημερινή κατανάλωση. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί τόσο η ποικιλία των εργαλείων κοπής, όσο και η ενδεχόμενη συμβολική σημασία τους. Η τελευταία υποδηλώνεται από κάποιες περιπτώσεις «θησαυρών» πελέκεων αλλά και από την παρατήρηση ότι μεγάλο ποσοστό τους δεν φέρει το παραμικρό ίχνος χρήσης.

Στην επόμενη ενότητα η Δήμητρα Παπαγιάννη εξετάζει την εργαλειοτεχνία λαξευμένου λίθου,  με σκοπό να διαφωτίσει τις συνθήκες κατασκευής και χρήσης των εργαλείων και τη διασπορά των ευρημάτων καθέτως, στη στρωματογραφική ακολουθία, και οριζοντίως, στον χώρο του οικισμού. Στο πνεύμα της προσέγγισης της εγχειρηματικής αλυσίδας, εξετάζει την προέλευση των πρώτων υλών, τις τεχνικές πράξεις και τα υπόβαθρα των εργαλείων και αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες της λάξευσης στον οικισμό. Εδώ οι λεπίδες φαίνεται πως παράγονταν από αρκετά έμπειρους τεχνίτες, ενώ οι φολίδες από τεχνίτες με μικρότερη εμπειρία. Το πιο αξιοσημείωτο ίσως χαρακτηριστικό της λιθοτεχνίας είναι η ομοιομορφία της. Η επιμελής παρουσίαση του συνόλου και η συζήτηση των τεχνικών επιλογών των Νεολιθικών λιθοξόων καθιστά τη δημοσίευση πολύτιμη πηγή για την περαιτέρω συγκριτική μελέτη της λάξευσης του λίθου κατά τη Νεολιθική Εποχή στην Κύπρο και το Αιγαίο.

Στη Νεολιθική Κύπρο η παραγωγή ειδωλίων ήταν αρκετά περιορισμένη, και το Καντού δεν διαφοροποιείται από τον γενικό σταθερότυπο. Για τον ίδιο λόγο το κεφάλαιο για τα λίθινα ειδώλια και τα πήλινα αντικείμενα, το οποίο συνέγραψε η Ελένη Μαντζουράνη, είναι ένα από τα πλέον σύντομα του έργου. Περιγράφονται συνολικά έξι λίθινα (από πικρόλιθο, διαβάση και ασβεστόλιθο) και τουλάχιστον δύο πήλινα θραύσματα ανθρωπόμορφων ειδωλίων. Τα λίθινα δεν ακολουθούν μία συγκεκριμένη τυπολογία, διαφέρουν ως προς τις διαστάσεις και κατασκευάζονται από διαφορετικούς αλλά πάντα τοπικά διαθέσιμους λίθους. Τα πήλινα ειδώλια πιστοποιούν την έναρξη της ειδωλοπλαστικής σε πηλό στο νησί πρωιμότερα από ό,τι μέχρι πρότινος εθεωρείτο, δηλαδή στην 5η π.Χ. χιλιετία και όχι στην 4η π.Χ. χιλιετία. Στην κατηγορία μικροαντικείμενα εντάχθηκαν δισκία με κεντρική οπή, περίαπτα, μικρός αριθμός φυλακτών, ψήφοι, βελόνες, βλήματα, σμίλες, λειαντήρες, πώματα και άλλα απροσδιόριστης χρήσης ή λειτουργίας αντικείμενα. Τα μικροαντικείμενα των θέσεων της Νεολιθικής Κύπρου σε γενικές γραμμές εντάσσονται σε κοινές κατηγορίες: δισκία, πώματα, βλήματα, βελόνες και κοσμήματα. Τα υλικά κατασκευής τους είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ντόπιοι λίθοι, όστρεα και οστά. Από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία είναι η επιλογή της κατασκευής περιάπτων σε σχήμα πελέκεως ή αξίνας, εργαλείων που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση της γεωργικής κοινότητας. Τα αντικείμενα αυτά ενδεχομένως συνδέονταν με τη συμπαθητική μαγεία, την αποτροπή του κακού και την προστασία από αυτό, ή ακόμα και να συμβόλιζαν ιδέες διάκρισης και γοήτρου στα άτομα που τα έφεραν στον λαιμό ή στο χέρι.

Τα βιοαρχαιολογικά κατάλοιπα (τα όστρεα και τα οστά ζώων και ανθρώπων) είναι το αντικείμενο του έκτου κεφαλαίου, το οποίο υπογράφει η Λίλιαν Καραλή. Μέσα από την αναγνώριση των ειδών και τη συζήτησης της χρήσης τους, η συγγραφέας διερευνά όψεις του τρόπου ζωής της Νεολιθικής κοινότητας. Τα μαλάκια από το Καντού προέρχονται από δελταϊκές αποθέσεις, βραχώδεις ακτές και βαθιά νερά, υποδεικνύοντας την ακτίνα δραστηριότητας και τις κινήσεις των κατοίκων του μέσω του ποταμού προς τις ακτές και τη θάλασσα. Η παρουσία των περισσοτέρων θαλάσσιων μαλακίων είναι ενδεικτική τροφοσυλλογής αλλά και αλιείας. Η πλειονότητα έφερε οπή από αλιευτικό εργαλείο (καμάκι), χαρακτηριστικό δείγμα της χρήσης του μαλακίου ως δoλώματος. Τα χερσαία μαλάκια είναι ενδεικτικά της υγρασίας αλλά και του χερσαίου μικροπεριβάλλοντος, και εν προκειμένω υποδεικνύουν ένα θερμό και υγρό περιβάλλον για το Νεολιθικό Καντού. Ο προσδιορισμός των ειδών και η διάκριση των ανατομικών χαρακτηριστικών των οστών ζώων έγινε με βάση τη γενικότερα αποδεκτή μεθοδολογία. Η καταγραφή συμπεριέλαβε και στοιχεία δηλωτικά της ανθρώπινης παρέμβασης, όπως για παράδειγμα ενδείξεις καύσης και ίχνη σφαγής. Τέλος, στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται συνολικά τα σκελετικά κατάλοιπα από τις  ταφές του οικισμού, κυρίως ενός νηπίου και ενός ενήλικα, που προσφέρουν στον αναγνώστη πολύτιμες πληροφορίες για τις ταφικές πρακτικές της Νεολιθικής κοινότητας και έχουν ήδη αναλυθεί και συζητηθεί από την Ε. Μαντζουράνη στο Μέρος Α’ της δημοσίευσης της θέσης το 2009.

Το έβδομο κεφάλαιο για τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα συνέγραψε η Εύη Μαργαρίτη. Διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται η στρατηγική δειγματοληψίας, οι μέθοδοι ανάκτησης των φυτικών καταλοίπων από τα αρχαιολογικά στρώματα και η κατάσταση διατήρησής τους. Ακολουθεί η μορφολογική περιγραφή τους, καθώς και η μέθοδος που υιοθετήθηκε για την αναγνώριση και ταυτοποίησή τους σε συγκεκριμένα είδη φυτών. Αναγνωρίστηκαν μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, μαλακό/σκληρό σιτάρι, κριθάρι, φακή, λαθούρι, ρόβι, σταφύλι, ελιά, σύκο, κοκκονιά, καθώς και κάποια άγρια είδη. Η καλλιέργεια αρκετών διαφορετικών ειδών ίσως να αποτελούσε την κύρια στρατηγική των νεολιθικών γεωργών για να μετριάσουν τις αρνητικές συνέπειες που θα επέφερε στην κοινότητα η ολική καταστροφή κάποιας σοδειάς.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, οι επιμελητές του έργου συνοψίζουν τις διαφορετικές ερμηνείες από τα κινητά ευρήματα, περιγράφουν την ιστορία του οικισμού και τον εντάσσουν μέσα από τις ομοιότητες και τις διαφορές του στον Κυπριακό Νεολιθικό πολιτισμό. Η έναρξη της κατοίκησης στον λόφο του Κουφόβουνου τοποθετείται περί το 5370 π.Χ. και φαίνεται ότι εγκαταλείπεται μέχρι περίπου το τέλος της πέμπτης ή την αρχή της 4ης χιλιετίας π.Χ. Οι κάτοικοί του ήταν από νωρίς προσανατολισμένοι στη γεωργία και την κτηνοτροφία και λιγότερο στο κυνήγι. Ο οικισμός του Καντού ήταν αρκετά μακροβιότερος συγκρινόμενος με τους σύγχρονούς του.

Στο έργο αυτό, η Ελένη Μαντζουράνη με τον Ιωάννη Βοσκό συντονίζουν μια αξιοζήλευτη ομάδα ειδικών και μάς προσφέρουν μια ενδελεχή μελέτη, όπου το ειδικό συνομιλεί με το γενικό και το ανώνυμο και ταπεινό προϊστορικό κατάλοιπο έχει τη δική του συμβολή στην Προϊστορία, με κεφαλαίο Π. Αναμφίβολα η δημοσίευση των κινητών ευρημάτων εμπλουτίζει και διευρύνει τις γνώσεις μας για την Κεραμική Νεολιθική περίοδο στην Κύπρο και θα λειτουργήσει ως υπόδειγμα για άλλες έρευνες στον μαγικό και ξεχωριστό κόσμο της Νεολιθικής στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Ελένη Μαντζουράνη είναι αρχαιολόγος ανήσυχη και άοκνη που ανεβάζει με την παρουσία της τη θερμοκρασία του αρχαιολογικού γίγνεσθαι. Με την έκδοση αυτή αδιαμφισβήτητα ανεβάζει ψηλά και τον πήχη στο αγώνισμα «αρχαιολογική δημοσίευση».

* Για την έκδοση πατήστε εδώ.