Εργάζονται ανασφάλιστοι, έχουν χαμηλό εισόδημα (παρότι είναι υψηλής ειδίκευσης), βιοπορίζονται ασκώντας δεύτερο ή και τρίτο επάγγελμα και είναι θεσμικά ανοχύρωτοι απέναντι στις δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας. Σε ποσοστό που κυμαίνεται από το 75% έως το 91% δυσκολεύονται να πληρώσουν τους πάγιους λογαριασμούς τους, να καλύψουν βασικές ανάγκες θέρμανσης, ενώ πάνω από το 1/3 ζει σε συνθήκες υλικής στέρησης.

Αυτό είναι το προφίλ των Ελλήνων εικαστικών έτσι όπως σκιαγραφείται βάσει των αποτελεσμάτων της πρώτης ποσοτικής έρευνας στην Ελλάδα υπό τον γενικό τίτλο «Συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα», η οποία διεξήχθη τη διετία 2016-2018 από το τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τον Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης – MOMus (ειδικότερα, από το πρώην Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης).

«Το ΜΟΜus αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να ανοίξει επιτέλους την τόσο επείγουσα πλέον αυτή συζήτηση για τη πραγματική κοινωνική συνθήκη των καλλιτεχνών στη χώρα μας σήμερα. Και το κάνει ακριβώς με το να θέσει υπόψη του κοινού της τέχνης, των φορέων πολιτισμού, των κρατικών οργάνων που είναι υπεύθυνα για τον πολιτισμό, αλλά και των ίδιων των καλλιτεχνών, τα πορίσματα της ενδελεχούς εμπειρικής έρευνας για την κοινωνική και επαγγελματική κατάσταση των καλλιτεχνών στη χώρα μας. Τα ευρήματα όμως της έρευνας αυτής, αποκαλυπτικά και συγκλονιστικά μαζί, δεν μπορεί παρά να μας γεμίζουν με έγνοια και αγωνία για την ποιότητα ζωής και τη μοίρα των ανθρώπων, το έργο των οποίων με εύκολη αυταρέσκεια απολαμβάνουμε ως κοινό στα μουσεία μας», επισημαίνει στον πρόλογο της παρουσίασης της έρευνας ο πρόεδρος του ΔΣ του MOMus και επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Ανδρέας Τάκης.

Κύριος στόχος της έρευνας ήταν να καταγράψει τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 591 εικαστικοί καλλιτέχνες (38% άνδρες, 62% γυναίκες), η ηλικία των οποίων κυμαίνεται κυρίως μεταξύ 32 και 57 ετών. Η συντριπτική πλειονότητα προέρχεται από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Από άποψη γεωγραφικής κατανομής, οι εικαστικοί που απάντησαν στο ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο είναι συγκεντρωμένοι στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Με αρκετά μικρότερα ποσοστά ακολουθούν το Ηράκλειο και τα Χανιά.

Από την ανάλυση των δεδομένων για το μορφωτικό επίπεδο, προκύπτει ότι πρόκειται για πληθυσμό με αρκετά υψηλή ειδίκευση, ο οποίος, εκτός από τις καλλιτεχνικές, συνήθως έχει και άλλες πανεπιστημιακές σπουδές και είναι γλωσσομαθής.

Αναφορικά με την εμπειρία στους κλάδους των εικαστικών τεχνών, το δείγμα απαρτίζεται από νεοεισερχόμενους κατά 45% και κατά 55% από άτομα που έχουν εμπειρία πάνω από δέκα χρόνια. Οι συμμετέχοντες εργάζονται σε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών ειδικοτήτων. Ωστόσο, η πλειονότητα ειδικεύεται στη ζωγραφική (66%), ενώ με μικρότερα ποσοστά ακολουθούν οι εγκαταστάσεις, οι εικαστικές κατασκευές, η γλυπτική και άλλες ειδικότητες.

Ως προς τις τιμές πώλησης των καλλιτεχνικών έργων (όταν και όποτε πουληθούν), προκύπτουν δύο μεγάλες κατηγορίες: τα έργα που διατίθενται σε τιμές έως 500 ευρώ (40%) και εκείνα που διατίθενται σε τιμές από 501€ μέχρι 2.500€ (44%). Το 84% των ερωτηθέντων απάντησε ότι οι γκαλερί τους ζητούν προμήθειες της τάξης του 35%-55%.

Από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων ως προς το βιοπορισμό τους φαίνεται ότι δυσκολεύονται να βιοποριστούν αποκλειστικά και μόνο από το επάγγελμα του εικαστικού καλλιτέχνη. Πιο συγκεκριμένα, μόνο το ένα τέταρτο έχει ως κύρια πηγή βιοπορισμού την καλλιτεχνική του εργασία (24%). Πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες εργάζονται και ως εκπαιδευτικοί εικαστικών μαθημάτων ή σε άλλα επαγγέλματα, με διάφορους τύπους εργασιακών σχέσεων (56%), ενώ ένας στους πέντε εργάζεται ταυτόχρονα και στην καλλιτεχνική εκπαίδευση, αλλά και σε άλλο επάγγελμα. Ένα ποσοστό 73% δηλώνει χαμηλά επίπεδα εργασιακής ικανοποίησης, ανεξάρτητα από τον κλάδο του άλλου επαγγέλματος που ασκεί.

Ως προς την ασφάλισή τους, κατά κανόνα εργάζονται ανασφάλιστοι, δεν έχουν επαρκή δημόσια υποστήριξη, ενώ οι περισσότερες από τις συμφωνίες τους συνάπτονται μόνο προφορικά.

Στο ερωτηματολόγιο συμπεριλαμβάνονται 17 πιθανά προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εικαστικοί στην καλλιτεχνική τους εργασία. Ως σημαντικότερα μεταξύ αυτών, αναδείχθηκαν το φορολογικό καθεστώς, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, η αίσθηση ανασφάλειας στην καλλιτεχνική εργασία και η ελλιπής υποστήριξη από την πολιτεία.

Σε σύγκριση με την περίοδο πριν από το 2012, το 75% των εικαστικών θεωρεί ότι οι συνθήκες και προϋποθέσεις της καλλιτεχνικής εργασίας χειροτέρευσαν, ενώ μόνο το 6% θεωρεί ότι βελτιώθηκαν.

Για να διερευνηθούν οι συνθήκες διαβίωσης των εικαστικών, μετρήθηκαν η οικονομική στενότητα και η υλική στέρηση, σύμφωνα με τους δείκτες της EUROSTAT. Σε αυτούς, προστέθηκε η δυνατότητα των ερωτώμενων να διατηρούν εργαστήριο. Από 75% μέχρι 91% των εικαστικών αντιμετωπίζει οικονομική στενότητα (δυσκολίες με την πληρωμή των πάγιων λογαριασμών, ικανοποιητική θέρμανση, κ.λπ.).

Συντελεστές της έρευνας ήταν οι: Αλέξανδρος Μπαλτζής, αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας των τεχνών και μαζικής επικοινωνίας, και Νικόλαος Τσιγγίλης, επίκουρος καθηγητής μεθοδολογίας και ψυχομετρίας κοινωνικών επιστημών. Σύμβουλοι ήταν οι : Αρετή Λεοπούλου, δρ ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια MΟΜus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Χρύσα Ζαρκαλή, υπεύθυνη Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων MOMus, και Θοδωρής Μάρκογλου, ιστορικός τέχνης, επιμελητής MΟΜus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.