Πριν από λίγους μήνες έφυγε από τη ζωή ο συντηρητής-ζωγράφος Σταύρος Μπαλτογιάννης, αφήνοντας πίσω του σημαντικό έργο τόσο στον τομέα της συντήρησης όσο και στη ζωγραφική.

Ο επίκουρος καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου Χρήστος Καρύδης (Τμήμα Περιβάλλοντος, Κατεύθυνσης Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης) γράφει για τη ζωή και το έργο του:

Ένας Δάσκαλος έφυγε

Ο Σταύρος Μπαλτογιάννης γεννήθηκε το 1929 στα Ιωάννινα, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σπουδάζει ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη, απ’ όπου και αποφοίτησε το 1955.

Συνεχίζει τις σπουδές του πάνω στη ζωγραφική στην Academia di Belle Arti της Φλωρεντίας το 1956. Το 1959 με υποτροφία του Ι.Κ.Υ σπουδάζει συντήρηση έργων τέχνης στο Istituto Centrale per il Restauro της Ρώμης μέχρι το 1963.

Kατά τη διάρκεια των σπουδών του παρακολουθεί μαθήματα νωπογραφίας (fresco) στη νυχτερινή σχολή S. Giacomo και φωτογραφίας σε σχολή του Βατικανό. Τους καλοκαιρινούς μήνες συμμετέχει σε εργασίες συντήρησης που αναλαμβάνει το Ινστιτούτο όπως:

– Στην εντοίχια ζωγραφικής της Casa di Livia στο Palatino της Ρώμης,
– στην αποτοίχιση και επανατοποθέτητη τοιχογραφιών της ρωμαϊκής σχολής στον Άγ. Φραγκίσκο της Ασσίζης.

– στη Santa Prassede, όπου ανατίθεται στον ίδιο η συντήρηση και ο καθαρισμός τοιχογραφίας με την παράσταση της Σταύρωσης, καθώς και βυζαντινής εικόνας από το Tivoli της Ρώμης και πολλά άλλα έργα.

Δεν έπαψε με τη δημοσιοϋπαλληλική του άδεια να επισκέπτεται το Ινστιτούτο και να ενημερώνεται από το δάσκαλό του Paulo Mora για θέματα συντήρησης και αποκατάστασης των έργων τέχνης.

Το 1962, μετά από εντολή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καλείται να λάβει μέρος στο πρόγραμμα συντήρησης των φορητών εικόνων της Μονής Σινά και εντυπωσιάζεται από την υψηλή τέχνη των εγκαυστικών εικόνων.

Το 1963 αποκτά από το Iνστιτούτο το δίπλωμα τελειοποίησης σπουδών. Κατά την διάρκεια του ακαδημαϊκού αυτού έτους επιδίδεται σε έρευνες, πειράματα και αναλύσεις για τις τεχνικές των εγκαυστικών εικόνων του Σινά, όπως και των τοιχογραφιών της Casa di Livia.

Τον Μάιο του 1963 προσλαμβάνεται ως ζωγράφος αναστηλώσεων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του σημερινού ΥΠΠΟ, όπου από το 1975 έως το 1990 υπηρέτησε ως επιθεωρητής Συντήρησης και Αποκατάστασης Μνημείων.

Την ίδια χρονιά λαμβάνει μέρος στην οργάνωση του κεντρικού εργαστηρίου συντηρήσεως (ΚΕΣ) στο Βυζαντινό Μουσείο με διευθυντή τον Μανόλη Χατζιδάκη. Με εντολή της υπηρεσίας και προσωπικής του επιθυμίας συντηρεί με συνεργείο του τις τοιχογραφίες της Μονής των Φιλανθρωπηνών στα Ιωάννινα.

Το 1964 εργάζεται εντατικά στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών για τη Βυζαντινή έκθεση του Ζαππείου, που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πολλά έργα τότε συντηρήθηκαν από τον Σταύρο Μπαλτογιάννη. Εκεί γνώρισε τη μετά από λίγο σύζυγό του Χρυσάνθη Σταυρινού, αρχαιολόγο. Την ίδια χρονιά εργάστηκε σε μνημεία και εικόνες της Κέρκυρας, όπως επίσης σε μνημεία της Νάξου.

Το 1965 με εντολή του Υπουργείου μεταβαίνει στην Κύπρο μαζί με τη σύζυγό του και αναλαμβάνουν εκείνος τη συντήρηση και τον καθαρισμό των τοιχογραφιών της Παναγιάς στο Τρίκωμο Αμμοχώστου και η Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη την καταγραφή των εικόνων και κειμηλίων στο σημερινό κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Επίσης, συντηρεί τοιχογραφίες της Ρωμαϊκής εποχής στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας και στον Άγ. Νικόλαο στην Κακοπετριά.

Διδακτικό έργο

Σημαντικό είναι το έργο του Μπαλτογιάννη στην εκπαίδευση των νέων συντηρητών στην Ελλάδα. Ήδη από τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασής του στο εργαστήριο του Βυζαντινού Μουσείου δεν έπαψε να διδάσκει τους νέους και παλαιότερους συντηρητές στο χώρο της εργασίας, σε σεμινάρια, αλλά και τους νεοδιορισθέντες αρχαιολόγους.

Το 1966 προσκαλείται από την Κύπρο στην Αθήνα όπου διοργανώνει, διευθύνει και διδάσκει στην πρώτη σχολή συντήρησης στην Ελλάδα, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Δίδαξε στους σπουδαστές του με αφοσίωση και γαλαντομία μεταφέροντάς τους όλη τη γνώση του για τις παλαιές και νέες τεχνικές συντήρησης, τα παλαιά και νέα υλικά και κυρίως την υπευθυνότητα που πρέπει να δείχνουν μπροστά στο εγχείρημα της επέμβασης στο έργο τέχνης.

Το 1969 διδάσκει σε Σχολή που λειτούργησε τότε στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, όπου και υπηρετούσε τότε, και από εκεί επιλέγει νέους συντηρητές για τα δικά του συνεργεία, κυρίως για τη συντήρηση τοιχογραφιών.

Το 1970 με σπουδαστές της Σχολής Δοξιάδη συντηρεί την αιγυπτιακή συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών και μια σειρά εικόνων στην Κρήτη. Επιλέγει νέους συντηρητές και οργανώνει συνεργεία κυρίως για τη συντήρηση τοιχογραφιών σε Κρήτη, Νάξο, Μυτιλήνη, Χίο, Πάρο, Άνδρο, Ήπειρο, Μύκονο, Κέα με δική του ευθύνη.

Στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών επιλέγει συντηρητές κυρίως για τη συντήρηση εικόνων, ξυλόγλυπτων και τοιχογραφίας και μπαίνουν οι βάσεις για μια σύγχρονη αντιμετώπιση με τη συνεργασία αρχαιολόγων, χημικών, φυσικών και άλλων ειδικοτήτων.

Φτάνουν τότε και υπότροφοι διαφορετικών ειδικοτήτων (ψηφιδωτό, χαρτί, πέτρα) και πλαισιώνουν τα εργαστήρια των Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων. Πρωτότυπες εργασίες πραγματοποιούνται από τον ίδιο στο Μουσείο σε δύο φορητές εικόνες με διπλό στρώμα ζωγραφικής: την Παναγία Βρεφοκρατούσα του 16ου αιώνα με παλαιότερο στρώμα του 12ου αιώνα και ένα βημόθυρο του 18ου αιώνα με παλαιότερο στρώμα του 14ου αιώνα.

Αναλαμβάνει και εξετάζει τη γνησιότητα και στη συνέχεια τη συντήρηση της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Θεοτοκόπουλου που βρέθηκε στη Σύρο. Εντόπισαν επίσης, η σύζυγός του και ο ίδιος, δύο άλλες εικόνες από ιδιωτικές συλλογές με την ίδια τεχνική. Στη συνέχεια συντηρεί την τοιχογραφία της Μυκηναίας που βρέθηκε στην ανασκαφή από τον αρχαιολόγο Γ. Μυλωνά.

Το 1971 επιτυγχάνει μαζί με το συνεργείο του την αποτοίχιση της εσωτερικής ζωγραφισμένης επιφάνειας του ημισφαιρικού τρούλου στην Πρωτόθρονη, στο Χαλκί της Νάξου. Η επιφάνεια αποσπάται ολόκληρη χωρίς να τεμαχιστεί φέροντας μαζί της και το παλαιότερο στρώμα και γίνεται ο διαχωρισμός τους. Στη συνέχεια το νεότερο στρώμα τοποθετήθηκε στην αρχική του θέση και το παλαιότερο μεταφέρθηκε στις αρχικές του διαστάσεις στον Πύργο του Γλέζου στη χώρα της Νάξου. Η εργασία που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Studies for Conservation του Διεθνούς Ινστιτούτου Συντήρησης (IIC) θεωρήθηκε από την επιστημονική κοινότητα των συντηρητών επίτευγμα έως σήμερα.

Το 1977 εκλέγεται παμψηφεί στη θέση του Εφόρου του φροντιστηρίου συντηρήσεως και τεχνικής έργων τέχνης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Του δόθηκε ο τίτλος του επιθεωρητού, δεν έπαψε όμως το γραφείο του να είναι το εργαστήριο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Διότι από εκεί μπορούσε να επιβλέψει και να δίνει λύσεις σε όλα τα θέματα που αφορούσαν τη συντήρηση γενικά, καθώς επίσης, ειδικότερα, τη συντήρηση των έργων που προορίζονταν για εκθέσεις του Μουσείου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Αμερική, Φλωρεντία, Άμστερνταμ, Λονδίνο). Σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα του νέου Μουσείου σχεδίασαν τα σύγχρονα εργαστήρια για όλες τις ειδικότητες.

Στη συνέχεια καλείται να λάβει μέρος στην ανασκαφή του Ανδρόνικου στη Βεργίνα, κυρίως για τη συντήρηση των έργων με οργανικά υλικά. Έλαβε, επίσης, μέρος σε επιτροπές σε θέματα συντηρήσεως όπως η επιτροπή για τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Πρωτάτου του Αγίου Όρους.

Ήταν μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων μέχρι την αποχώρησή του από την υπηρεσία.

Μετά την έξοδό του από την αρχαιολογική υπηρεσία, ίδρυσε πρότυπο εργαστήριου συντήρησης στην Ι. Σταυροπηγιακή, Πατριαρχική Μονή του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου στην Πάτμο. Ανέλαβε επίσης τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Καθολικού, του ξυλόγλυπτου τέμπλου και πολλών φορητών εικόνων από παρεκκλήσια της Μονής.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης του απονέμει τον Χρυσούν Σταυρόν της εν Δωδεκανήσω Εκκλησίας του Οικουμενικού Θρόνου.

Το 1993-1994 συντηρεί με συνεργάτες του το ζωγραφικό διάκοσμο στο Αχίλλειο της Κέρκυρας. Με μαθητή του αναλαμβάνει τη συντήρηση της πρώτης αυλαίας του Δημοτικού Θεάτρου με θέμα την επιστροφή του Οδυσσέα στο Νησί των Φαιάκων, όπου σε πανηγυρική εκδήλωση του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο της Πόλεως.

Το 2003-2004 υλοποιεί εργασίες για τη συντήρηση και αποκατάσταση των τοιχογραφιών του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων στην αίθουσα των Τροπαίων και στην αίθουσα των Υπασπιστών.

Σημαντικό είναι και το έργο του Σταύρου Μπαλτογιάννη στη ζωγραφική. Αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών με τρεις επαίνους και ένα βραβείο. Από το 1956 έως το 2019 συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις, ενώ έκανε και αρκετές ομαδικές.

Τέλος, ο Σταύρος Μπαλτογιάννης υπήρξε δάσκαλος με ήθος. Μέχρι και το τέλος του συζητούσε, μελετούσε, ζωγράφιζε, προβληματιζόταν για την κατεύθυνση της συντήρησης στον ελλαδικό χώρο. Μακάρι να του μοιάσουμε.

—Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τη βιογραφία και την εργογραφία του Σταύρου Μπαλτογιάννη πατήστε εδώ.