Το αποκλειστικά συνδρομητικό πλέον περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 128).

Το τεύχος του Δεκεμβρίου ανοίγει με τη συνέντευξη που έδωσε ο Γερμανός αρχιτέκτονας-αρχαιολόγος Ernst-Ludwig Schwandner στην Αγγελική Ροβάτσου, στην οποία μιλάει μεταξύ άλλων για όλα όσα τον συνέδεσαν με την Αίγινα και με το Ιερό της Αφαίας.

Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος» ο αρχαιολόγος Victor H. Baumann μάς ταξιδεύει στη Ρουμανία, στην πόλη Νικουλιτσέλ, και μας παρουσιάζει μια βασιλική-«μαρτύριο» που θεωρείται ένα μοναδικό για το είδος της μνημείο στην Ευρώπη.

«Από την αρχή πρέπει να σημειώσουμε τη σημασία αυτής της εξαιρετικής αρχαιολογικής ανακάλυψης, που επανέφερε στην ιστοριογραφία του ρουμάνικου χριστιανισμού το πρόβλημα των χριστιανών μαρτύρων από την εποχή που άρχισε ο εκχριστιανισμός των κατοίκων του Κάτω Δούναβη» αναφέρει ο V.H. Baumann.

Η αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Καζά-Παπαγεωργίου στο άρθρο της «Αστέρια Γλυφάδας» παρουσιάζει τη συστηματική ανασκαφή που διευθύνει στην περιοχή, εστιάζοντας στα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας από την Προϊστορική εποχή.

«Η περιοχή των Αστεριών καταλαμβάνει το βόρειο ήμισυ της χερσονήσου Πούντα, η οποία σε όλη περίπου την έκτασή της, λόγω των ήπιων έως τώρα χρήσεων, διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη την αρχική της φυσιογνωμία, με τα μοναδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αττικού τοπίου, όπως τα έχει περιγράψει ο Πλάτων στον Κριτία: βραχώδεις ακτές με μικρούς όρμους αμμουδιάς κατά διαστήματα και χαμηλή ή θαμνώδης βλάστηση με αραιό πευκοδάσος» γράφει χαρακτηριστικά.

«Το φρούριο της Αγίας Μαύρας – Μια αμυντική μηχανή επτά αιώνων» που βρίσκεται ανάμεσα στη Λευκάδα και τις ακαρνανικές ακτές περιγράφει στο άρθρο της η αρχιτέκτων-αναστηλώτρια, δρ Μαρία Λαμπρινού. «Το φρούριο της Αγίας Μαύρας είναι σπάνιο παράδειγμα παράκτιου-πεδινού οχυρωματικού έργου, που διατήρησε την αμυντική λειτουργία του αδιαλείπτως από την ίδρυσή του στις αρχές του 14ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα» αναφέρει.

«Το ενδιαφέρον για τον εντοπισμό και τη μελέτη κεραμικών ευρημάτων σχετικών με τη μελισσοκομία, και ειδικότερα της Βυζαντινής εποχής, είναι σχετικά πρόσφατο. Ο σημαντικότερος πρακτικός παράγοντας που οδήγησε στη μέχρι πρότινος απουσία της έρευνας ήταν η άγνοια της μορφής των κυψελών, η οποία δεν επέτρεπε την απόδοση οστράκων ή ακόμα και ολόκληρων αγγείων σε αυτή την κατηγορία χρηστικής κεραμικής». Με αυτή τη διαπίστωση η αρχαιολόγος Σοφία Γερμανίδου ξεκινά το άρθρο της «Η μελισσοκομία στο Βυζάντιο».

Ο αρχαιολόγος Γιώργος Μαυροφρύδης, με το άρθρο του «Παραδοσιακή μελισσοκομία» ολοκληρώνει το μικρό αφιέρωμα του περιοδικού στη Μελισσοκομία. «Είναι γενικά παραδεκτό πως η ελληνική παραδοσιακή μελισσοκομία άσκησε καίρια επιρροή στην εξέλιξη της παγκόσμιας μελισσοκομίας, η οποία μάλιστα είχε διττό χαρακτήρα. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η σύγχρονη μελισσοκομία έλκει την καταγωγή της από τις ελληνικές κυψέλες κινητής κηρήθρας, οι οποίες έγιναν γνωστές στη Δύση τον 17ο αιώνα, όταν τις συνάντησαν περιηγητές και τις περιέγραψαν στις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις» επισημαίνει.

Ο δρ Τιμολέων Γαλάνης μάς ταξιδεύει στην Πέτρα της Ιορδανίας παρουσιάζοντας ενδιαφέροντα στοιχεία για τους λατρευτικούς λίθους των Ναβαταίων στο άρθρο του με τίτλο «Το δε άγαλμα λίθος εστί, τετράγωνος, ατύπωτος».

«Η Πέτρα λειτούργησε ως έδρα της βασιλικής δυναστείας και πρωτεύουσα του κράτους, αλλά πρωτίστως ήταν το λατρευτικό κέντρο της φυλής. Ο θρησκευτικός αυτός ρόλος είναι και σήμερα ευδιάκριτος στα πολυάριθμα ανάγλυφα λατρευτικών αντικειμένων στους βράχους μέσα στο φαράγγι, αλλά και στους βράχους γύρω από την πόλη» γράφει ο δρ Γαλάνης.

Τέλος, η δρ Αιγυπτιολογίας και Αστρονομίας, Αλίκη Μαραβέλια, στο άρθρο της με τίτλο «Η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία ως προτύπωση του μονοθεϊσμού» γράφει:

«Αναφερθήκαμε εν τάχει στις σπουδαιότερες θεότητες και στα θεμελιώδη αρχετυπικά χαρακτηριστικά τους και τονίσαμε τη σχετική ασάφεια που υφίσταται ως προς τον ακριβή καθορισμό της ιδέας του θείου στην Αίγυπτο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα. Παρουσιάσαμε την εξόχως ελκυστική άποψη, σύμφωνα με την οποία οι αιγυπτιακοί θεοί μπορούν να περιγραφούν με κβαντομηχανικούς όρους και σχέσεις αβεβαιότητος, και μάλιστα ως κυματοσυναρτήσεις και/ή λύσεις της εξίσωσης Schrödinger. Ποια ήταν, όμως, η πραγματική φύση των θεών της αρχαίας Αιγύπτου;».

Η προϊσταμένη της Εφορείας Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, Ολυμπία Βικάτου, υπογράφει τον αρχαιολογικό-περιηγητικό Οδηγό στο Ιερό του Απόλλωνος Θερμίου.

«Στην καρδιά της Αιτωλίας, σε κατάρρυτο οροπέδιο βορειοανατολικά της λίμνης Τριχωνίδας, της μεγαλύτερης λίμνης της χώρας, ο Θέρμος υπήρξε από τα προϊστορικά χρόνια τόπος συνάντησης και συναλλαγής, ενώ γρήγορα εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο όλων των Αιτωλών. Ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. απέκτησε το χαρακτήρα παναιτωλικού Ιερού, στο οποίο λατρευόταν ο θεός Απόλλων με την κατεξοχήν προσωνυμία Θέρμιος» επισημαίνει στο κείμενό της.