Μελέτη κοσμημάτων του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών (16ος αι. π.Χ.) διεξάγεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ), στο πλαίσιο ερενητικού προγράμματος για την ανασύνθεση τεχνικών χρυσοχοίας της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (16ος-12ος αι. π.Χ.). Υπεύθυνοι του προγράμματος είναι οι επιμελητές αρχαιοτήτων δρ Ελένη Κωνσταντινίδη-Συβρίδη (ΕΑΜ) και δρ Νίκος Παπαδημητρίου (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης), ενώ καθοριστική είναι η συμμετοχή του χρυσοχόου και ερευνητή κοσμήματος Άκη Γκούμα.

Στο κείμενο που ακολουθεί η δρ Ελένη Κωνσταντινίδη-Συβρίδη, αρχαιολόγος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και επιμελήτρια της Συλλογής Προϊστορικών, Αιγυπτιακών, Κυπριακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων του Μουσείου, παρουσιάζει ένα από τα ωραιότερα οστέινα εξαρτήματα με χρυσή επένδυση του Ταφικού Κύκλου Α, από την Έκθεση των Μυκηναϊκών Αρχαιοτήτων (Αίθουσα 4, Προθήκη 10, αρ. ευρ. ΕΑΜ Π 344).

Πίσω από τον χρυσό…

Ανάμεσα στα πολυτελή κτερίσματα των ταφών του Κύκλου Α των Μυκηνών, ο ανασκαφέας Ερρίκος Σλήμαν ανέφερε δεκάδες οστέινα κουμπιά με χρυσή επένδυση, στρογγυλού ή ρομβοειδούς σχήματος, διακοσμημένα με καμπύλα και γεωμετρικά θέματα: ζώνες με μαιάνδρους, ομόκεντρους κύκλους, σπείρες, στρόβιλους και τεθλασμένες γραμμές. Ελάχιστα σώζονται ακέραια, τα περισσότερα έχουν φθαρμένο το οστέινο τμήμα ή διατηρούν μόνο τη χρυσή επένδυση που τα κάλυπτε. Παραδοσιακά, έχουν ερμηνευθεί ως κουμπιά ή εξαρτήματα ενδυμασίας, νεότερη έρευνα όμως τα συσχετίζει με εξαρτήματα ιπποσκευής, ενός τύπου που απαντά εκείνη την εποχή και στην Κεντρική Ευρώπη αλλά και στη Μικρά Ασία. Όλα έχουν αποδοθεί σε ανδρικές ταφές και προέρχονται από τους Λακκοειδείς Τάφους IV και V, που απέδωσαν μεταξύ άλλων πολυτελή όπλα, χρυσά και αργυρά σκεύη, κοσμήματα από χρυσό και κεχριμπάρι, και φυσικά τις πέντε από τις έξι –μοναδικές για τον ελλαδικό χώρο– νεκρικές προσωπίδες της Μυκηναϊκής εποχής.

Τα πιο εντυπωσιακά είναι τα ρομβοειδή εξαρτήματα που εκτίθενται στην  Προθήκη 10 της Αίθουσας των Μυκηναϊκών Αρχαιοτήτων. Ανάμεσά τους, ένα από τα ωραιότερα διακοσμημένα αποκαλύπτει πίσω από το σκισμένο χρυσό έλασμα τον οστέινο πυρήνα του, προσκαλώντας τον επισκέπτη να θαυμάσει μία μοναδική λεπτομέρεια: η περίτεχνη διακόσμηση του ελάσματος έχει πρώτα χαραχτεί στο οστό. Γιατί όμως ο Μυκηναίος τεχνίτης επέλεξε να κάνει κάτι τόσο χρονοβόρο και δύσκολο όταν μάλιστα η οστέινη επιφάνεια, καλυμμένη από το χρυσό έλασμα, δεν ήταν προορισμένη να φαίνεται; Θα μπορούσε να εκφράζεται η ανάγκη της πρώιμης Μυκηναϊκής κοινωνίας να τιμήσει τους ευγενείς της με τη μέγιστη δυνατή πολυτέλεια στον τάφο τους, σε μία ες αεί επίδειξη πλούτου και κύρους, αντίστοιχη με των σύγχρονων Φαραώ της Αιγύπτου. Ταυτόχρονα όμως, ο οστέινος πυρήνας λειτούργησε και ως μήτρα, επάνω στην οποία ο τεχνίτης πίεσε το λεπτότατο χρυσό έλασμα ώστε να αποτυπωθεί το διακοσμητικό θέμα και σε αυτό, ενώ οι τελικές λεπτομέρειες θα προστέθηκαν με τη βοήθεια ειδικού εργαλείου.

Ένα τυχαίο σκίσιμο του ελάσματος γίνεται χαραμάδα στο χρόνο. Σαν να μας κλείνει το μάτι ο Μυκηναίος τεχνίτης, αφού μας αφήνει να δούμε πίσω από τη λάμψη του χρυσού, αυτό που δίνει την πραγματική αξία στο έργο του.