Ένα σπάνιο οδοιπορικό. Ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι στο χρόνο. Μια ματιά σ’ έναν κοινό μεσαιωνικό πολιτισμό. Η φωτογραφική έκθεση «ΟΛΚΑΣ ΙΙ: Ταξιδεύοντας από και προς το Βυζάντιο. Μεσαιωνικά λιμάνια από τον Εύξεινο Πόντο στην Ανατολική Μεσόγειο», που εγκαινιάζεται στις 25 Μαΐου 2016 στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος στον Πειραιά, ξαναζωντανεύει θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές οι οποίες συνέδεαν όλα τα γνωστά λιμάνια του Αιγαίου, της Κύπρου και του Εύξεινου Πόντου. Κέντρο τους η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

«Η έκθεση στοχεύει όχι τόσο να δώσει πληροφορίες, όσο να αποτελέσει ένα φωτογραφικό ταξίδι σε 60 λιμάνια, τα οποία είχαν όλα σχέση μεταξύ τους λόγω των ναυτικών δικτύων που δημιουργήθηκαν στους Μέσους Χρόνους, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Και νομίζω ότι αυτό γίνεται αμέσως εμφανές σε οποιονδήποτε τη δει: Οι ομοιότητες που έχουν τα λιμάνια, τα προϊόντα που μετέφεραν τα πλοία, τα ναυάγια τα οποία επίσης αποτυπώνονται στην έκθεση “μιλούν” για έναν κοινό μεσαιωνικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε σε μια τεράστια γεωγραφικά ζώνη» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δρ Φλώρα Καραγιάννη, αρχαιολόγος, προϊσταμένη του Γραφείου Προώθησης Επιστημονικής Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΕΚΒΜΜ), που υλοποιεί την έκθεση σε συνεργασία με την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών.

Η έκθεση ΟΛΚΑΣ ΙΙ, η οποία παρήχθη στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος που υλοποίησε το ΕΚΒΜΜ, είναι επέκταση του πρώτου τμήματος της έκθεσης ΟΛΚΑΣ Ι, που έχει ήδη παρουσιαστεί σε χώρες του Ευξείνου Πόντου και στην Κωνσταντινούπολη.

Η έκθεση περιλαμβάνει 100 πόστερ με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από παλιούς ναυτικούς χάρτες (πορτολάνους), χαρακτικά, ταχυδρομικά δελτάρια, αρχειακές φωτογραφίες και άλλα αντικείμενα που χρονολογούνται από τον 15ο ως τις αρχές του 20ού αιώνα και τα οποία δείχνουν όψεις αυτών των λιμανιών. «Προσπαθήσαμε να βρούμε όσο πιο παλιές μαρτυρίες έχουμε από αυτά τα λιμάνια. Όλα τα τεκμήρια είναι μεταβυζαντινά, δηλαδή από τον 15ο αιώνα και εξής, με εξαίρεση τη μικρογραφία χειρογράφου του 12ου αιώνα από τη Χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη που απεικονίζει την Απελευθέρωση του Χάνδακα, του σημερινού Ηρακλείου» συνεχίζει η κα Καραγιάννη.

Η έκθεση είναι περιοδεύουσα. Πριν από έναν περίπου μήνα ολοκληρώθηκε η παρουσίασή της στην Κύπρο, η οποία έγινε σπονδυλωτά, ξεκινώντας από τη Λευκωσία και «ταξιδεύοντας» σε κάθε πόλη-λιμάνι του νησιού, στη Λάρνακα, στη Λεμεσό, στην Πάφο και στην Αγία Νάπα, με αναφορές και στα κατεχόμενα λιμάνια. Η διαδρομή της έγινε καθ’ όλη τη διάρκεια της περσινής χρονιάς, ενώ οι «εμφανίσεις» της στον ελλαδικό χώρο ξεκινούν φέτος από τον Πειραιά, όπου θα παραμείνει ως το τέλος του έτους. Και οι σταθμοί θα συνεχιστούν.

«Έχει μεγάλη ζήτηση. Θέλουν να τη φιλοξενήσουν νησιά, όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Σάμος, η Πάρος, η Νάξος, η Άνδρος. Και βέβαια εκτός Ελλάδας. Είμαστε σε επαφή με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ώστε η έκθεση να παρουσιαστεί κι εκεί, καθώς και με ιταλικούς φορείς για να μεταφερθεί στην Ιταλία, όπου με τις μεγάλες θαλασσοκράτειρες δυνάμεις (Βενετία, Γένοβα) από τον 12ο, 13ο αιώνα και εξής τα πλοία μετακινούνταν από και προς το Βυζάντιο, μεταφέροντας πολλά πολιτιστικά αγαθά στη Δύση. Γιατί το πλοίο δεν είναι μόνο μέσο μεταφοράς προϊόντων, αλλά και μετάδοσης αξιών και καλλιτεχνικών τάσεων Γι’ αυτό και δώσαμε συμβολικά αυτό το όνομα στο όλο πρότζεκτ (σσ. Ολκάς, είδος εμπορικού πλοίου της εποχής)» αναφέρει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Όσο για τα προϊόντα που μετέφεραν οι ολκάδες, μας αναφέρει: «Μετέφεραν τα πάντα, από τρόφιμα ως έργα τέχνης, λατρευτικά αντικείμενα, ακόμα και αρχιτεκτονικά μέλη για να χτιστούν εκκλησίες. Σε όλη αυτή την τεράστια ζώνη που συζητάμε βρίσκει κανείς εκκλησίες που οι κίονές τους είναι από προκονήσιο μάρμαρο το οποίο μεταφέρθηκε διά θαλάσσης. Από τη Σεβαστούπολη της Κριμαίας μέχρι την Κύπρο μπορεί κανείς να βρει τέτοια μάρμαρα, που σημαίνει ότι τα πλοία μετέφεραν και αρχιτεκτονικά μέλη εκτός όλων των άλλων, όπως μπαχάρια από τις μακρινές Ινδίες, κρασί και λάδι από το Αιγαίο, μεταξωτά υφάσματα, κοσμήματα…», συμπληρώνει.

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε και με τον πρόεδρο της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Χαράλαμπο Χοτζάκογλου. «Σκοπός μας από την πλευρά της Κύπρου ήταν να δείξουμε τον ρόλο του νησιού σε έναν διαφορετικό άξονα. Ως τώρα ήταν γνωστός ο ρόλος της Κύπρου μεταξύ Δύσης και Αγίων Τόπων ως ένας ενδιάμεσος σταθμός για να εφοδιάζονται τα πλοία και παράλληλα οι ταξιδιώτες να επισκέπτονται τα κυπριακά προσκυνήματα. Μέσω αυτής της έκθεσης όμως αναδεικνύουμε και την Κύπρο στον άξονα βορρά-νότου. Το νησί αποτελούσε εφαλτήριο, έρχονταν εμπορεύματα, άνθρωποι, ταξιδευτές από την Κωνσταντινούπολη ή από τον Εύξεινο Πόντο για να συνεχίσουν προς τον νότο, δηλαδή προς την Αίγυπτο, την Εγγύς Ανατολή, τα Ιεροσόλυμα. Ήταν πολύ σημαντική αυτή η γεωγραφική θέση και παραμένει, εξού και ακόμα δεν έχουν επιλυθεί τα προβλήματα της Κύπρου», σημειώνει ο κ. Χοτζάκογλου, που αναφέρει κι έναν δεύτερο σκοπό της εμπλουτισμένης έκθεσης: «Να αναδειχθεί το ενιαίο της Κύπρου, γι’ αυτό και συμπεριλάβαμε τα κατεχόμενα λιμάνια, δηλαδή της Κερύνειας, της Αμμοχώστου και τα λιμάνια που υπήρχαν στον κόλπο της Μόρφου», τονίζει.

Μοναδικά ευρήματα από το «La Thérèse»

Η έκθεση στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος συνοδεύεται και από μια εξαιρετική καινοτομία: Θα περιλαμβάνει οκτώ αντικείμενα από το ναυάγιο της γαλλικής υποναυαρχίδας «La Thérèse», η οποία βυθίστηκε το 1669 έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου της Κρήτης.

Ένα τέλεια συντηρημένο δερμάτινο παπούτσι από το προσωπικό του πλοίου, τμήμα ξύλινης χτένας στην οποία διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση τόσο τα ψιλά όσο και τα χοντρά δόντια, ένα κουτάλι από κράμα χαλκού και κασσίτερου με τριφυλλόσχημη απόληξη λαβής με επιγραφή, ένα μεγάλο χάλκινο πινάκιο και μια τσαγιέρα με κάλυμμα από χαλκό που φέρουν το οικόσημο του Duc de Navaille (το πρώτο και επιγραφή), ένα βαθύ κύπελλο από κράμα χαλκού και κασσίτερου με περίτεχνες ελικοειδείς λαβές, ένα τμήμα φιάλης εφυαλωμένης εσωτερικά και εξωτερικά με στροβιλίζοντα μοτίβα, καθώς και ένας ξύλινος μακαράς είναι τα «δώρα» της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων για την έκθεση.

Το ναυάγιο του πλοίου «La Thérèse» δεν είναι τυχαίο. Η σημασία του για την ιστορία της πολιορκίας του Χάνδακα (Ηρακλείου) αλλά και της ναυπηγικής του 17ου αιώνα είναι ιδιαίτερη. Κατασκευασμένο στην Τουλώνη (1662-1665), ήταν ένα από τα καλύτερα σκάφη του στόλου του Λουδοβίκου ΙΔ’, που έφτασε στην Κρήτη στις 19 Ιουνίου 1669, κατά την αποστολή της τελευταίας και πιο σημαντικής γαλλικής βοήθειας στο νησί. Ήταν το μόνο σκάφος που βυθίστηκε κατά την οργανωμένη αντεπίθεση από ξηρά και θάλασσα των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων στις 24 Ιουλίου 1669. Η βύθιση του πλοίου, από τυχαία μάλλον έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη του, είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων, τη συνθηκολόγηση και την παράδοση του «Μεγάλου Κάστρου» στους Τούρκους. Από τα 350 άτομα (πλήρωμα και στρατιώτες) που μετέφερε, σώθηκαν μόνο επτά.

Από τις ενάλιες έρευνες που έκανε το 1976 το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με τον Ζακ Ιβ Κουστό, εντοπίστηκε το ναυάγιο στον κόλπο του Δερματά, σε βάθος 10 μ., ύστερα από υπόδειξη ενός Ηρακλειώτη αυτοδύτη. Λόγω των μακάβριων ευρημάτων του ονομάστηκε αρχικά «ναυάγιο των κρανίων».