H επισήμανση και εν συνεχεία η μικρής έκτασης ανασκαφή του μυκηναϊκού νεκροταφείου στο Καμπί της δυτικής Ζακύνθου οφείλεται στις εργασίες διάνοιξης οδού προς την κορυφή του λόφου Σούργια ή Βίγλα το 1971 για τον εξωραϊσμό του λόφου και την ανέγερση μνημείου πεσόντων με την τοποθέτηση μεγάλου σταυρού. Τότε, ο έκτακτος Επιμελητής Αρχαιοτήτων Ζακύνθου, γυμνασιάρχης Μαρίνος Αβούρης, ειδοποίησε εγγράφως τον Προϊστάμενο της Η’ Αρχαιολογικής Περιφέρειας, Πέτρο Καλλιγά, για την αναγκαιότητα επιτόπιας αυτοψίας και έρευνας από αρχαιολόγο της Υπηρεσίας, επειδή η προς διάνοιξη οδός θα περνούσε από θέση στην οποία είχαν εντοπιστεί λάκκοι-τάφοι γνωστοί στους κατοίκους ως μνήματα.

Ο λόφος Βίγλα βρίσκεται σε μικρή απόσταση προς δυσμάς του χωριού Καμπί, και η δυτική του πλευρά κατεβαίνει απότομα προς τη θάλασσα του Ιονίου. Το μυκηναϊκό νεκροταφείο εντοπίσθηκε στην ανατολική πλευρά του λόφου, κάτω από τη διανοιχθείσα οδό, εντός του κτήματος ιδιοκτησίας Γεωργίου Χαϊκάλη.

Η ανασκαφή σε τμήμα του μυκηναϊκού νεκροταφείου διεξήχθη από την Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων Πηνελόπη Αγαλλοπούλου το 1971-72 σε δύο φάσεις: κατά την πρώτη περίοδο, 24-25 Mαΐου 1971, ερευνήθηκαν οι τάφοι Ι-VΙ και κατά τη δεύτερη, 2-6 Iουνίου 1972, οι τάφοι VII-XIV (εικ. 1).

Οι περισσότεροι τάφοι είχαν συληθεί περίπου 40 χρόνια πριν από την ανασκαφή τους, όταν εντοπίσθηκαν αρχικά από τους κατοίκους κατά την κατασκευή δεξαμενής συλλογής ομβρίων υδάτων. Εξαιτίας των λαθρανασκαφών κανένας τάφος δεν βρέθηκε αδιατάρακτος, με εξαίρεση δύο τάφους (IX, XIV) με πολλαπλές ταφές που βρέθηκαν ασύλητοι, ενώ τρεις (VI, VIII, X) βρέθηκαν εν μέρει συλημένοι (εικ. 2, 3).

Οι 14 τάφοι είναι λαξευμένοι στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα (εικ. 4-9). Είναι λακκοειδείς τετράπλευροι, καλυμμένοι με πλάκες, με διαστάσεις μήκους 1-1,93 μ., πλάτους 0,33-0,80μ. και βάθους 0,33-1,65 μ. Οι πλευρές τους είναι ευθείες και οι γωνίες ορθές ή ελαφρά αποστρογγυλεμένες, ο πυθμένας τους σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οριζόντιος και επίπεδος. Οι δύο ή περισσότερες λίθινες πλάκες που κάλυπταν την ταφή στηρίζονταν ενίοτε για την καλύτερη εφαρμογή τους σε εγκοπή (πατούρα) που είχε λαξευθεί στο χείλος των τάφων. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι ο πρώτος χρονολογικά τύπος μυκηναϊκού τάφου που εμφανίζεται κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1500 π.Χ.). Το μακρόστενο, κάθετο στο έδαφος όρυγμα καλυπτόταν μετά την ταφή με ακατέργαστες λίθινες πλάκες, σε ύψος περίπου ενός μέτρου από τον πυθμένα. Ο χώρος επάνω από τις καλυπτήριες πλάκες έως την επιφάνεια του εδάφους γεμιζόταν με χώμα και στην κορυφή του χωμάτινου σωρού τοποθετούνταν μια λίθινη επιτύμβια στήλη, το σήμα. Οι νεκροί των λακκοειδών τάφων ήταν τοποθετημένοι συνήθως σε ύπτια στάση με ελαφρά λυγισμένα τα πόδια και στις περιπτώσεις τάφων μικρών διαστάσεων ενταφιάζονταν με συνεσταλμένα τα άκρα.

Σε αντίθεση με την πλειονότητα των μυκηναϊκών νεκροταφείων στα γνωστά μυκηναϊκά κέντρα, στα οποία οι λακκοειδείς αποτελούν ισχνή μειοψηφία μεταξύ των πολυπληθέστερων θαλαμοειδών τάφων, στο μικρό νεκροταφείο στο Καμπί οι τάφοι ανήκουν εξολοκλήρου στον τύπο του λακκοειδούς, ο οποίος αποτελεί στοιχείο επαρχιωτισμού και απαντά κυρίως στις παρυφές του μυκηναϊκού κόσμου. Ένα άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα των τάφων στο Καμπί είναι ότι περιείχαν πολλαπλές ταφές εν αντιθέσει προς τους λακκοειδείς άλλων περιοχών, που δέχονταν έναν ή δύο νεκρούς. Προφανώς οι τάφοι στο Καμπί χρησιμοποιήθηκαν ως οικογενειακοί και τούτο θα πρέπει να αποδοθεί στη δυσκολία λάξευσης του σκληρού ασβεστολίθου της περιοχής και στην πενία των κατοίκων του απομονωμένου ορεινού μικρού συνοικισμού. Τα μυκηναϊκά νεκροταφεία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τους οικισμούς, αλλά μέχρι σήμερα στο Καμπί δεν έχει εντοπισθεί ο οικισμός στον οποίο ανήκαν οι τάφοι.

Ως πρότυπα για την αρχιτεκτονική των τάφων και των ταφικών εθίμων λειτούργησαν ανάλογα μνημεία από τις γειτονικές περιοχές της δυτικής Πελοποννήσου, κυρίως από τη Μεσσηνία και την Τριφυλία. Το νεκροταφείο χρονολογείται μεταξύ της ΥΕΙΙΙΑ και ΥΕΙΙΙΒ περιόδου (1400-1190 π.Χ.) από τα εγχώρια κατασκευασμένα, μυκηναϊκής τεχνοτροπίας πήλινα αγγεία κλειστού και ανοικτού σχήματος (προχοΐδια, τρίωτα αλάβαστρα, ψευδόστομοι αμφορίσκοι, θήλαστρα, κύλικες), το χάλκινο μαχαίρι, τα πήλινα κομβία (εικ. 10-17).

Η τοπική κατασκευή των αγγείων υποδεικνύει την ύπαρξη στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου ενός φτωχού πληθυσμού, που είχε ενταχθεί στις κοινωνικοοικονομικές δομές που ακολουθούσαν τα μεγαλύτερα κέντρα για την προώθηση των εμπορικών τους ανταλλαγών. Από τις πρώτες κιόλας περιόδους της Μυκηναϊκής εποχής, οι επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης οδήγησαν στην ταχεία συσσώρευση πλούτου. Η νέα άρχουσα τάξη καλλιεργούσε επαφές και εμπορικές σχέσεις σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, μέσω των οποίων εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η τεχνογνωσία για τη λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές με την ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, αλλά και με τα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά σημεία της Μεσογείου. Για εκείνους που περιέπλεαν την Πελοπόννησο, η Ζάκυνθος ήταν το πρώτο και το νοτιότερο νησί του Ιονίου που συναντούσαν μετά τα Κύθηρα, είτε έρχονταν από το νότο, δηλαδή από την Κρήτη, είτε από την Ανατολή, δηλαδή το Αιγαίο. Επίσης, το θαλάσσιο πέρασμα που χωρίζει τη βόρεια Ζάκυνθο από το νότιο άκρο της Κεφαλονιάς και αποτελεί μία από τις φυσικές διεξόδους του κορινθιακού κόλπου προς τη Δύση, καθώς και ο θαλάσσιος δίαυλος που χωρίζει το νησί από την Ήλιδα, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, αποτελούσαν τους δύο σημαντικότερους ναυτικούς δρόμους επικοινωνίας και μεταφοράς ιδεών και υλικών αγαθών από νότο και ανατολή, προς και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία (εικ. 18).

Το μυκηναϊκό νεκροταφείο στο Καμπί είναι το μόνο εντοπισμένο μέχρι σήμερα οργανωμένο νεκροταφείο αυτής της περιόδου στο νησί, γεγονός που το καθιστά μοναδικό, επειδή τεκμηριώνει την ύπαρξη μιας μυκηναϊκής θέσης από την οποία αντλούμε πολλά στοιχεία για την τοπογραφία του νησιού, την οργάνωση και τη χρήση του χώρου.

Άλλες θέσεις Μυκηναϊκής περιόδου εντοπίσθηκαν στην ανατολική Ζάκυνθο από την Αγγλίδα αρχαιολόγο Benton, η οποία στα χρόνια του μεσοπολέμου επισκέφθηκε και περιόδευσε στο νησί (εικ. 19).

Στο ανατολικό άκρο του κόλπου του Λαγανά, στο μικρό ακρωτήρι Καλόγερας, η Benton ανέσκαψε το 1934 τμήματα δύο μυκηναϊκών οικιών με τεμάχια πήλινων αγγείων. Η ίδια ανέσκαψε στην περιοχή του Αλυκανά τμήμα μυκηναϊκής οικίας με άφθονη εισηγμένη και ντόπια κεραμική της ΥΕΙΙΙ και κτιστό θολωτό τάφο διαμέτρου 6μ. που περιείχε δύο ασύλητες κτερισμένες ταφές. Και οι δύο ανασκαφές παρέμειναν αδημοσίευτες, ενώ τα ευρήματα που χρονολογούνταν στην ΥΕΙΙΙ χάθηκαν το 1953. Δύο χλμ. δυτικότερα, στο χωριό Καταστάρι, η ίδια είχε ανακαλύψει φρεάτιο με τεμάχια μυκηναϊκών αγγείων της ΥΕΙΙΙΑ-Β.

Στο ΝΔ άκρο του κόλπου του Λαγανά, κοντά στο χωριό Κερί, κατά τη διάνοιξη αγροτικής οδού το 1965 αποκαλύφθηκε από τον Μαρίνο Αβούρη μικρός τάφος χτισμένος με πλακοειδείς λίθους, που βάσει των κτερισμάτων του χρονολογείται περίπου στην ΥΕΙΙΒ-ΙΙΙΑ1 (1500-1380 π.Χ.). Την ίδια περίπου περίοδο, στην ανατολική πλευρά του νησιού, πλησίον του χωριού Πλάνος, εντοπίσθηκε από τον Λιάγκουρα τάφος της ΥΕΙΙΒ (1500-1400 π.Χ.) που ουδέποτε δημοσιεύθηκε.

Από τις μέχρι σήμερα ενδείξεις, προκύπτει ότι στο νησί αντιπροσωπεύονται όλες οι περίοδοι του μυκηναϊκού πολιτισμού, από την ΥΕΙ έως και την ΥΕΙΙΙΑ-Β περίοδο. Προς το παρόν τουλάχιστον υπάρχει έλλειψη πληροφοριών για την ΥΕΙΙΙΓ (1190-1060 π.Χ.), η οποία δεν ανιχνεύεται. Εικάζεται η καταστροφή ή ερήμωση της νήσου που συνδέεται με τις καταστροφές της ΥΕΙΙΙΒ (περίπου 1200 π.Χ.) στην Πελοπόννησο και δη με την καταστροφή του ανακτόρου του Εγκλιανού στην Πύλο, που ήταν το σημαντικότερο ανακτορικό κέντρο της Μεσσηνίας και με το οποίο προφανώς συνδεόταν η Ζάκυνθος.

Το 2012, η πρώην 35η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κεφαλονιάς, για λόγους προστασίας των ταφικών μνημείων, προχώρησε στην κήρυξη και οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου του νεκροταφείου μυκηναϊκών χρόνων στο Καμπί Έξω Χώρας, Δήμου Ζακύνθου, Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, σύμφωνα με τους χάρτες κήρυξης και τον πίνακα συντεταγμένων (ΦΕΚ, Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων, αρ. 15/30.1.2012).

Το ίδιο έτος, κατόπιν συνεννοήσεων της ίδιας Εφορείας με τη Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Ζακύνθου, εκπονήθηκε από τις τεχνικές υπηρεσίες ενδεικτική μελέτη ανάδειξης του μυκηναϊκού νεκροταφείου η οποία θα λάβει πλήρη και οριστική μορφή σε περίπτωση ένταξης του έργου σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Στο έργο της ανάδειξης περιλαμβάνεται η δημιουργία χώρου στάθμευσης, η περίφραξη του χώρου, η διαμόρφωση μεγάλης εισόδου, η χάραξη και δημιουργία διαδρομής επισκεπτών με πρόβλεψη για την κίνηση των ΑΜΕΑ, η σχεδιαστική και φωτογραφική αποτύπωση των τάφων, η αεροφωτογράφιση και στερέωσή τους, η δημιουργία στάσεων ανάπαυσης και θέασης, η κατασκευή έργων υποδομής ηλεκτροδότησης και ύδρευσης.

Μέχρι σήμερα, το κοινό που ενδιαφερόταν να γνωρίσει το χώρο συναντούσε δυσκολίες λόγω της ελλιπούς σήμανσης αλλά και της πυκνής βλάστησης που δεν επέτρεπε την εύκολη προσέγγιση και περιήγηση στο χώρο. Το καλοκαίρι του 2015 με πιστώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων πραγματοποιήθηκε η αποψίλωση του χώρου από τη βλάστηση και διαμορφώθηκε η είσοδος πρόσβασης σε αυτόν με αποτέλεσμα ο επισκέπτης να μπορεί πλέον με άνεση να επισκέπτεται το χώρο και να ενημερώνεται για τους τάφους και τα ευρήματά τους από μια πινακίδα στην ελληνική και αγγλική γλώσσα που τοποθετήθηκε πρόσφατα με την οικονομική συνδρομή της Περιφερειακής Ενότητας Ζακύνθου (εικ. 20).

Ο αρχαιολογικός χώρος άνοιξε επίσημα για πρώτη φορά στο κοινό στις 6 Ιουνίου 2015 κατά τον εορτασμό της δράσης «Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές» της Διεύθυνσης Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ζακύνθου συμμετέχοντας στο πρόγραμμα «Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές» διοργάνωσε, σε συνεργασία με το Τμήμα Τεχνολογίας Περιβάλλοντος του Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων και την Περιφερειακή Ενότητα Ζακύνθου, εκδήλωση με τίτλο «Γνωριμία με το ανεξερεύνητο δυτικό τμήμα του νησιού». Κατά την υλοποίηση της δράσης πραγματοποιήθηκε αρχικά από τον κ. Μαρτίνη Αριστοτέλη, καθηγητή του Τ.Ε.Ι. Τεχνολογίας Περιβάλλοντος, θεματική περιήγηση και ανάλυση της μεσογειακής βλάστησης και ειδικότερα της χλωρίδας της Ζακύνθου από την Έξω Χώρα προς το Καμπί (εικ. 21) και στη συνέχεια ξενάγηση στο χώρο του μυκηναϊκού νεκροταφείου από την υπογράφουσα, κατά τη διάρκεια της οποίας επισημάνθηκαν τα γενικά γνωρίσματα του μυκηναϊκού πολιτισμού και η ειδικότερη μαρτυρία του στο νησί της Ζακύνθου (εικ. 22).

 

Χριστίνα Μερκούρη

Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ζακύνθου