Πόσο αρχαία είναι τα γκράφιτι; Γιατί αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο ένα αρχαίο όνομα γραμμένο σε έναν τοίχο από ένα σύγχρονο ταγκ; Πόσο δύσκολα απομακρύνονται οι σύγχρονες «τοιχογραφίες» δρόμου από ιστορικά κτίρια και μνημεία; Τα παραπάνω ερωτήματα και πολλά ακόμα απασχόλησαν την ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Θink – Γκραφίτι: αρχαία και νέα ίχνη στην πόλη», που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, στο πλαίσιο των «Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς», οι οποίες ήταν αφιερωμένες στο δίπολο «Βία και Ανεκτικότητα».

Μεταξύ των ομιλητών της εκδήλωσης, που διοργάνωσε η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, σε συνεργασία με την ομάδα STACO (Street Art Conservators) του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας, ήταν αρχαιολόγοι και συντηρητές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (Λεωνίδας Μπουρνιάς, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, Βασιλική Μυλωνά, συντηρήτρια αρχαιοτήτων της ίδιας Εφορείας, Δημήτρης Χατζηγιάννης, Μαρία Σαρρή και Λίζη Αναματερού, συντηρητές αρχαιοτήτων από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων), μέλη της ομάδας STACO (Μαρία Χατζηδάκη, καθηγήτρια Εφαρμογών στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας, και Πωλίνα Ξηραδάκη, συντηρήτρια αρχαιοτήτων), καθώς και οι καλλιτέχνες δρόμου, Sotos και Cacao Rocks.

Μετά τις ομιλίες, ακολούθησαν ερωτήσεις και τοποθετήσεις από το κοινό, που αφορούσαν τον δημόσιο χώρο, την ελευθερία έκφρασης, τις «κόκκινες» γραμμές ως προς τα γκράφιτι, καθώς και αν αυτά αποτελούν μνημεία που πρέπει να συντηρούνται. Ταυτόχρονα, δεν έλειψαν και οι αναφορές σε πρόσφατα παραδείγματα που συζητήθηκαν πολύ, όπως το γκράφιτι στο κτίριο του Πολυτεχνείου, που για κάποιους ήταν «ό,τι πιο πετυχημένο μετά το 1973», ενώ για άλλους μια δύσκολη μάχη ως προς την αφαίρεσή του που τελικά κερδήθηκε.

Αρχαία και σύγχρονα γκράφιτι

Κι όμως γκράφιτι υπήρχαν από την αρχαιότητα. Σε μια ιστορική αναδρομή στην ιστορία των χαραγμάτων πάνω σε διάφορες επιφάνειες (κεραμικά, αγγεία, σοβάδες ή μέταλλα), αναφέρθηκε στην ομιλία του ο αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, Λεωνίδας Μπουρνιάς. «Χαράγματα, που έχουν το χαρακτήρα του εφήμερου και του αυθόρμητου, που δεν διεκδικούσαν, όπως δεν διεκδικούν και τώρα, τον τίτλο της υψηλής τέχνης. Έχει όμως το αρχαίο γκράφιτι μια ιδιαίτερα μεγάλη αξία γιατί παγώνει τον χρόνο και μεταφέρει από την αρχαιότητα σε εμάς σήμερα το μήνυμα όπως ακριβώς το είχε σκεφτεί ο πομπός για τον δέκτη του», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Μπουρνιάς για τα αρχαία γκράφιτι. Η Οινοχόη του Διπύλου, το Ποτήρι του Νέστορα, το Κύπελλο του Φειδία, τα όστρακα εξορισμού της αρχαίας Αθήνας, το Πομπείο του Κεραμεικού (με τα ονόματα φίλων που γυμνάζονταν εκεί) και η Οικία της Λίμνης στη Δήλο (με το νοσταλγικό μήνυμα ενός δούλου για την πατρίδα του), ήταν μερικά από τα παραδείγματα αρχαίων αντικειμένων και μνημείων που φέρουν τέτοια χαράγματα και επισημάνθηκαν από τον ομιλητή.

Δεν έλειψαν επίσης οι αναφορές στην Πομπηία, που περιλαμβάνει έναν θησαυρό από αρχαία γκράφιτι (περίπου 11.000, όπως χαριτωμένες προτροπές για εκλογή δημάρχων, αναφορές μονομάχων στις αρένες, καρικατούρες, ονόματα, ακόμα και μούντζες) ή χαράγματα σταυρών και γραμμάτων σε ναούς και αγάλματα αρχαίων ναών που είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες σε μια προσπάθεια «εκχριστιανισμού» τους.

Στις μεγάλες δυσκολίες που έχει η απομάκρυνση των σύγχρονων γκράφιτι από τα μνημεία αναφέρθηκε από την πλευρά της η Βασιλική Μυλωνά, συντηρήτρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών. «Τα υλικά γραφής αλλοιώνουν χημικά την επιφάνεια των μνημείων, οι δε επαναλαμβανόμενες διαδικασίες καθαρισμού που απαιτούνται οδηγούν σταδιακά σε απομείωση της αρχαίας επιφάνειας. Τα υλικά γραφής είναι μη ή δύσκολα αναστρέψιμα και οι διαδικασίες απομάκρυνσής τους προκαλούν περαιτέρω φθορά στο αρχαίο υλικό. Επίσης, δεν έχουν ακόμα μελετηθεί πλήρως ως προς την επίδραση της χημικής τους σύστασης μακροπρόθεσμα επάνω στις αρχαίες επιφάνειες. Τέλος, το ίδιο το γκράφιτι επάνω στα μνημεία αποτελεί σοβαρή αισθητική αλλοίωση της φόρμας και των επιμέρους χαρακτηριστικών τους» ανέφερε μεταξύ άλλων η συντηρήτρια.

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των σύγχρονων ελληνικών γκράφιτι επιχείρησε από την πλευρά του ο καλλιτέχνης του δρόμου Σώτος, μιλώντας για μια κίνηση νέων της δεκαετίας του ’90 «που είχαν ως κοινό τόπο τον δρόμο, τις πλατείες, τα σχολεία και τα γήπεδα, χωρίς οι περισσότεροι να είναι μορφωμένοι εικαστικά, κάτι που άλλαξε στη συνέχεια» και οι οποίοι δημιούργησαν μια μορφή τελείως συλλογική, «με απίστευτη δυναμική ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους». Τα έργα αυτών των καλλιτεχνών που δρούσαν συλλογικά ως το τέλος του ’90 δεν είχαν καμία αγοραστική αξία, κάτι που άλλαξε με το γύρισμα του αιώνα, όταν το κέντρο της πόλης αδειάζει και υποβαθμίζεται, ενώ από τους γκραφιτάδες, που πιο εύηχα ονομάζονται πλέον street artists, ξεπηδούν σιγά-σιγά οι πρώτοι σταρ. «Είναι η αρχή του τέλους κάποιων ομάδων, των οποίων χάνεται η συνοχή, ενώ όλο και περισσότεροι αναζητούν μια ατομική καριέρα. Τα γκράφιτι παίρνουν στοιχεία από τη σύγχρονη τέχνη κι έτσι αποκτούν περισσότερη αξία. Ό,τι είχε να κάνει με ομάδες και συλλογικότητες άρχισε να τελειώνει», ανέφερε.

Μια άλλη ομάδα, ωστόσο, μοιάζει να θέλει να αντισταθμίσει αυτό το κενό, καθώς με την εμφάνισή της το 2012 προσπαθεί κάτι που οι περισσότεροι καλλιτέχνες δρόμου δεν είχαν ποτέ σκεφτεί: τη συντήρηση των έργων τους. Συντηρητές έργων τέχνης και αρχαιοτήτων, μαζί με φίλους τους, βρίσκονται συχνά στους δρόμους της Αθήνας για να συντηρήσουν έργα street art, γκράφιτι και δημόσιες τοιχογραφίες, αρκεί τα παραπάνω να μην θίγουν ιστορικά κτήρια και μνημεία. Η STACO, όπως ονομάστηκε, βρέθηκε δίπλα στα έργα αυτά, δίνοντας τις πρώτες βοήθειες και χαρίζοντάς τους λίγο περισσότερο χρόνο στον έτσι κι αλλιώς εφήμερο χαρακτήρα τους. «Δεν συντηρούμε γκράφιτι πάνω σε μνημεία, είναι προφανές ότι αυτό είναι αυθαίρετο και παράνομο. Πιστεύουμε όμως ότι η συντήρηση είναι ένας τρόπος επικοινωνίας με την κοινωνία, ενώ η πράξη της φροντίδας ενός αντικειμένου το καταξιώνει», είπε μεταξύ άλλων η Μαρία Χατζιδάκη, καθηγήτρια Εφαρμογών στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας, που έκλεισε την ομιλία της, παραφράζοντας την τελευταία ατάκα από την ταινία «Καζαμπλάνκα»: «Αυτή η συζήτηση μπορεί να είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας».