Η Τέτη Χατζηνικολάου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου πήρε πτυχία Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών και Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές εξειδίκευσης στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης (Ιστορία της Μεσαιωνικής και Νεότερης Τέχνης), στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (Τέχνη και Πολιτισμός) και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (DEA Ιστορίας ).

Εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, στον τομέα  της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς, του οποίου διετέλεσε Διευθύντρια  από το 1997 έως το 2011.

Έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με θέματα προστασίας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, διαπολιτισμικού διαλόγου, μουσειοπαιδαγωγικής, καθώς και με την οργάνωση ιστορικών-λαογραφικών μουσείων και εκθέσεων. Ετοιμάζει διδακτορική διατριβή με θέμα την ιστορία των λαογραφικών μουσείων και συλλογών στην Ελλάδα.

Η Τέτη Χατζηνικολάου είναι Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Τη συναντήσαμε λίγο προτού γιορταστεί η Διεθνής Ημέρα των Μουσείων 2015 στο τιμώμενο Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.

Αγγελική Ροβάτσου: «Η Διεθνής Ημέρα των Μουσείων είναι μια γιορτή, έτσι πρέπει να τη βλέπουμε» σας έχω ακούσει να λέτε.

Τέτη Χατζηνικολάου: Η Διεθνής Ημέρα  Μουσείων (18 Μαΐου) είναι για τα ελληνικά μουσεία ίσως η πιο δημοφιλής δραστηριότητα της χρονιάς. Όλοι πλέον γνωρίζουν την επέτειο αυτή, ώστε ακόμη και άλλοι φορείς που έχουν μια συλλογή ή οργανώνουν εκθέσεις ενδιαφέρονται να λάβουν μέρος στον εορτασμό. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Α.Ρ.: Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το φετινό πρόγραμμα των εκδηλώσεων, δηλαδή έχει εκτιναχθεί!

Τ.Χ.: Ακριβώς.

Α.Ρ.: Θυμάμαι πόσο πιο μικρό ήτανε παλιά.

Τ.Χ.: Πράγματι, το πρόγραμμα φέτος υπήρξε εξαιρετικά πλούσιο, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο. Μουσεία, δημόσια και ιδιωτικά, σε όλη την Ελλάδα, από 3 Μαΐου έως 5 Ιουνίου οργανώνουν ποικίλες εκδηλώσεις, υποδέχονται και επικοινωνούν με το κοινό σε μια προσπάθεια να ανοιχθούν δυναμικά στην κοινωνία.

Συγκεκριμένα φέτος συμπεριελήφθησαν 151 εκδηλώσεις στο ειδικό έντυπο που εκδίδουμε, το οποίο έφτασε τις 60 σελίδες! Στην πραγματικότητα όμως οι δράσεις είναι πολύ περισσότερες. Στον εορτασμό συμμετέχουν επίσης και πανεπιστήμια –γιατί τώρα πια έχουμε έδρες Μουσειολογίας– τα οποία οργανώνουν ημερίδες και άλλες εκδηλώσεις, προσελκύοντας φοιτητές αλλά και το ευρύτερο κοινό.

Α.Ρ.: Τα μηνύματα της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων έχω την εντύπωση ότι χρόνο με το χρόνο γίνονται όλο και ευρύτερα, όλο και πιο «θεωρητικά». Ποιοι τα επιλέγουν; Τα θέματα πιάνουν το σφυγμό της εποχής ή δίνουν κατευθύνσεις; Επίσης: Στην Ελλάδα με ποια κριτήρια επιλέγονται κάθε χρονιά τα τιμώμενα μουσεία;

Τ.Χ.: Η 18η Μαΐου ορίστηκε το 1977 ως Διεθνής Ημέρα Μουσείων. Το μήνυμα ήταν τα μουσεία να γίνουν φορείς πολιτιστικών ανταλλαγών για την ενίσχυση της μόρφωσης, για την προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης, για την ειρήνη και τη συνεργασία ανάμεσα στους λαούς. Από τότε έχουν περάσει 38 χρόνια αλλά το μήνυμα παραμένει εξαιρετικά  επίκαιρο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από το 2001 και μετά το ΙCOM όλο και περισσότερο προσανατολίζεται σε θέματα που έχουν σχέση με τον κοινωνικό ρόλο των μουσείων. Τα μουσεία είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, όπως είχε πει ο Ζωρζ Ανρί Ριβιέρ, παρακολουθούν την εξέλιξή της, παίρνουν τα μηνύματα των καιρών και ανταποκρίνονται στα αιτήματα της κάθε εποχής. Τα θέματα του εορτασμού καθορίζονταν παλαιότερα από το Εκτελεστικό Συμβούλιο και τα όργανα διοίκησης του κεντρικού ICOM στο Παρίσι. Τα τελευταία χρόνια καθιερώθηκε τα θέματα να προτείνονται και να ψηφίζονται από τους εκπροσώπους των εθνικών και των διεθνών επιστημονικών επιτροπών, στις ετήσιες Συναντήσεις τους κάθε Ιούνιο στο Παρίσι.

Τώρα, όσο για τα κριτήρια με τα οποία το Ελληνικό Τμήμα του ICOM επιλέγει τα τιμώμενα μουσεία, θα ήθελα να σημειώσω ότι αυτό δεν είναι μια πρακτική που ακολουθείται κι από τις άλλες χώρες. Η Διεθνής Ημέρα Μουσείων καθιερώθηκε στην Ελλάδα το 1984, καθώς  το Ελληνικό Τμήμα του ICOM ιδρύθηκε το 1983. Η πρώτη σκέψη μας τότε ήταν να δώσουμε στο κοινό την ευκαιρία να επισκεφθεί κάποια μουσεία που, αν και έχουν πολύ σημαντικές συλλογές, δεν είναι ευρύτερα γνωστά. Έτσι το 1984 ορίστηκε ως  τιμώμενο μουσείο το Νομισματικό. Τότε δεν είχε ακόμα μεταφερθεί στο καινούργιο του κτήριο, στεγαζόταν σε αίθουσες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οργανώθηκε λοιπόν μια υποδειγματική ξενάγηση από την τότε διευθύντριά του, την αείμνηστη Μάντω Οικονομίδου, που είχε μεγάλη απήχηση. Έκτοτε καθιερώθηκε κάθε χρόνο να τιμάται ένα μουσείο και να γίνεται επίκεντρο του εορτασμού. Αυτό συνέβη τα τρία πρώτα χρόνια. Στη συνέχεια, το Ελληνικό Τμήμα άρχισε να ορίζει για τον εορτασμό θέματα, τα οποία ήθελε να αναδείξει, όπως είναι π.χ. ο εκπαιδευτικός ρόλος του μουσείου, η συντήρηση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης κ.ά., και ανάλογα να επιλέγεται ως τιμώμενο ένα συγκεκριμένο μουσείο. Από το 1992 το  ICOM άρχισε να ορίζει ένα θέμα για όλες τις χώρες του κόσμου. Πρώτο θέμα ήταν «Μουσεία και Περιβάλλον» και, φυσικά, τιμώμενο στην Ελλάδα ήταν το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας.

Α.Ρ.: Όπως μόλις είπατε, και όπως διαβάζουμε και στον ιστότοπό του, το Ελληνικό Τμήμα του ICOM ιδρύθηκε το 1983. Θα θέλατε να μας μεταφέρετε στην ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής; Πώς έγινε, πώς αναλήφθηκε η πρωτοβουλία; Ποια ήταν τα ιδρυτικά μέλη; Το Ελληνικό Τμήμα ιδρύθηκε παράλληλα με άλλα «εθνικά» Τμήματα ή με καθυστέρηση;

Τ.Χ.: Ιδρύθηκε με μεγάλη καθυστέρηση! Το ICOM ιδρύθηκε στο Μουσείο του Λούβρου το 1946, εποχή κατά την οποία είχαν διαπιστωθεί οι εκτεταμένες καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων, αρχαιολόγοι, ιστορικοί τέχνης, αρχιτέκτονες, συντηρητές, μουσειολόγοι, κι αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν Διεθνή Οργανισμό που θα βοηθούσε τα μουσεία να θεραπεύσουν τις πληγές τους και να αποκτήσουν ξανά έναν κοινωνικό και παιδευτικό ρόλο στη νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Από το 1946 και μετά άρχισαν να δημιουργούνται Εθνικές Επιτροπές. Δηλαδή, μέλη του ICOM που κατοικούσαν στη Γαλλία δημιούργησαν την Εθνική Επιτροπή της Γαλλίας κ.ο.κ. Δεν λέμε «κράτη-μέλη», γιατί το ICOM είναι Μη Κυβερνητικός Οργανισμός.

Στην Ελλάδα υπήρχαν μεμονωμένα μέλη του ICOM, αλλά ποτέ δεν είχε αναληφθεί μια πρωτοβουλία να συναντηθούν και να ιδρύσουν την Ελληνική Εθνική Επιτροπή. Αυτό έγινε το 1983, από μια συγκυρία. Η Μελίνα Μερκούρη είχε τότε ξεκινήσει την καμπάνια για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα και έλαβε μέρος σε ένα Διεθνές Συνέδριο στο εξωτερικό με θέμα την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης. Εκεί συνειδητοποίησε ότι τέτοια θέματα τα χειρίζονταν κάποιοι άνθρωποι που ανήκαν σ’ έναν Διεθνή Οργανισμό που λεγόταν Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων. Επέστρεψε στην Ελλάδα και ρώτησε αν υπάρχει Ελληνικό Τμήμα. Κατά σύμπτωση, κάποιοι άνθρωποι που μόλις τότε είχαμε επιστρέψει από μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, γνωρίζαμε τι ήταν το ICOM και κυρίως είχαμε το όραμα να δημιουργήσουμε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Έτσι  ξεκινήσαμε. Εγώ προσωπικά είχα μεταφράσει το καταστατικό και κατά κάποιο τρόπο περίμενα μια ευκαιρία… Αν όμως δεν υπήρχε ο τότε Διευθυντής Αρχαιοτήτων Γιάννης Τζεδάκις που πήρε την πρωτοβουλία και μας στήριξε, θα ήταν δύσκολο να δημιουργηθεί το Ελληνικό Τμήμα του ICOM. Εκείνος ήταν και ο πρώτος Πρόεδρος.

Παράλληλα η  Μελίνα Μερκούρη μάς παραχώρησε ένα κτήριο του Υπουργείου Πολιτισμού στην οδό Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο, που αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα την έδρα του ICOM. Αυτό έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μας, γιατί θα πρέπει να πω ότι ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, Εθνικές Επιτροπές έχουν κτήριο δικό τους. Το συγκεκριμένο κτήριο μπορεί να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες των γραφείων μας, διαθέτει αίθουσα διαλέξεων, βιβλιοθήκη και αρχείο. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι το Ελληνικό Τμήμα του ICOM ιδρύθηκε από μία συγκυρία, σε μια εποχή ανακατατάξεων και επαναδιαπραγμάτευσης πολλών θεσμών στη χώρα μας. Κατά την άποψή μου είναι ένα προϊόν των αναζητήσεων της εποχής, είναι προϊόν του κλίματος της μεταπολίτευσης. Τότε αρχίζουμε να συζητάμε για την προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών, τότε δημιουργείται και το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS, που είναι ο αντίστοιχος διεθνής μη κυβερνητικός οργανισμός για τα μνημεία και τις τοποθεσίες. Επίσης τότε αρχίζουμε να συζητάμε ότι πρέπει να γίνει ένας καινούργιος νόμος για την ολοκληρωμένη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επιπλέον η πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού ήταν τότε εξωστρεφής, μην ξεχνάμε ότι δυο χρόνια μετά δημιουργείται ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, οργανώνονται μεγάλες αρχαιολογικές εκθέσεις στο εξωτερικό, η Ελλάδα αρχίζει να συμμετέχει σε ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Α.Ρ.: Και ποια ήταν τα πρώτα ηρωικά μέλη; Εννοώ αυτούς που πρόσφεραν στο ICOM, τους σκαπανείς.

Τ.Χ.: Ο Γιάννης Τζεδάκις που παρέμεινε Πρόεδρος έξι χρόνια, ο Νίκος Ζίας που τον διαδέχθηκε, ο Γιώργος Λιόντος που ως οικονομολόγος και νομικός είχε την ευθύνη για την έγκριση του καταστατικού και για τα οικονομικά (το Ελληνικό Τμήμα είναι σωματείο με καταστατικό εγκεκριμένο από το πρωτοδικείο, δεν είναι απλώς μια άτυπη πρωτοβουλία). Ήταν επίσης η Λαλούλα Χρυσικοπούλου, αρχιτέκτων και σκηνογράφος, η Ελένη Μεθοδίου, η Ιωάννα Παπαντωνίου και άλλοι εκπρόσωποι του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος (ΠΛΙ), η Ρένα Λουτζάκη, η οποία αργότερα διετέλεσε Ταμίας και Γραμματέας, η Μαρία Αυγούλη και η Ελένη Καρασταμάτη από το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (ΜΕΛΤ), η Μπέτυ Ψαροπούλου, ο Στέλιος Παπαδόπουλος, η Μάντω Οικονομίδου, ο Γιάννης Τουράτσογλου, η Ντίνα Πέπα-Δελμούζου, διευθύντρια τότε του Επιγραφικού Μουσείου, η Πέπη Ταβλαρίδου-Μαυρουδή, συντηρήτρια, η οποία πρόσφερε σημαντικό έργο στον τομέα της Συντήρησης, ο Βασίλης Πετρόπουλος μαζί με μια άλλη ομάδα συντηρητών, η Αγγελική Κόκκου, η Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, η Νικολέττα Βαλάκου και άλλοι. Και, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα έχει αρκετά μέλη, σε σχέση με άλλες χώρες. Κι αυτό συμβαίνει για τον εξής λόγο: στην Ελλάδα τα αρχαιολογικά μουσεία είναι κρατικά, που σημαίνει ότι έχουν άμεση σχέση με το Υπουργείο Πολιτισμού. Τα άλλα, μη αρχαιολογικά μουσεία δεν έχουν ένα σύνδεσμο που να μπορεί να λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος, ένα χώρο όπου θα μπορούν να συζητούν διάφορα θέματα και να ανταλλάσσουν απόψεις και εμπειρίες. Το ICOM έπαιξε αυτό τον συντονιστικό ρόλο μεταξύ των μουσείων, δημοσίων και ιδιωτικών. Ειδικότερα, τα μικρότερα μουσεία της περιφέρειας μέσω του ICOM έρχονται σε επαφή με τις νέες τάσεις της μουσειολογίας, με τις νέες εκδόσεις κ.ο.κ., ενώ μπορούν να συμμετέχουν στα συνέδρια και στα σεμινάρια που οργανώνονται.

Είναι αλήθεια ότι το Ελληνικό ICOM έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Το γεγονός ότι διαθέτει Βιβλιοθήκη-Κέντρο Τεκμηρίωσης, ότι οργανώνουμε κύκλους διαλέξεων, συνέδρια και σεμινάρια, κυρίως ότι μεταφράζουμε και εκδίδουμε βασικά κείμενα μουσειολογίας θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό.

Α.Ρ.: Δεν συγκαταλέξατε τον εαυτό σας στους σκαπανείς, ενώ όλοι ξέρουμε ότι το «έχετε στήσει» αυτό το Ελληνικό ICOM. Από πότε αρχίσατε να ασχολείστε και πόσες φορές έχετε εκλεγεί Πρόεδρος;

Τ.Χ.: Ασχολούμαι εντατικά με το ICOM από την ίδρυσή του. Διετέλεσα Γραμματέας επί οκτώ χρόνια και Πρόεδρος επί σχεδόν δεκαέξι χρόνια.

Α.Ρ.: Εργαζόσασταν στο Υπουργείο Πολιτισμού. Πώς θα περιγράφατε τη σχέση Υπουργείου και ICOM; Για παράδειγμα, εκδόσεις όπως ο Κώδικας Δεοντολογίας του ICOM για τα Μουσεία έχουν υιοθετηθεί και προωθηθεί από το ΥΠΠΟ; Οι Επιτροπές του ICOM και τα διεθνή τους συνέδρια επηρέασαν την πολιτιστική πολιτική του Υπουργείου;

Τ.Χ.: Καταρχήν θα ήθελα να θυμίσω ότι στο καταστατικό του ICOM αναφέρεται ότι λειτουργεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ότι «λειτουργεί υπό την αιγίδα» δηλώνει κυρίως ότι το αντικείμενο, το οποίο υπηρετεί, έχει άμεση σχέση με το αντικείμενο του Υπουργείου. Οι σχέσεις τους, λοιπόν, υπήρξαν πάντοτε σχέσεις συνεργασίας. Μεταφέροντας στη χώρα μας τη διεθνή εμπειρία, το ICOM άνοιξε δρόμους σε πολλά ζητήματα μουσειακής πρακτικής, τα οποία κατά την εποχή της ίδρυσής του ήταν άγνωστα. Ένα από τα ζητήματα αυτά ήταν η Μουσειοπαιδαγωγική. Αν σκεφθούμε τα μουσεία της δεκαετίας του ’80, θα θυμηθούμε ότι ελάχιστα απ’ αυτά πραγματοποιούσαν εκπαιδευτικά προγράμματα. Το ότι η Ημέρα των Μουσείων αφιερώθηκε το ’87 σε αυτό το θέμα, το ότι άρχισε να οργανώνεται με το συντονισμό του ICOM ένα σεμινάριο με τίτλο «Μουσείο – Σχολείο» από το ’88, σε συνεργασία με τα Υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού, είναι γεγονότα που, μεταξύ άλλων, έδωσαν τεράστια ώθηση στον τομέα αυτόν, ώστε σήμερα πια η οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων να θεωρείται αυτονόητη.

Ένας άλλος τομέας που στηρίχθηκε από το ICOM ήταν ο τομέας της Συντήρησης. Όπως ξέρουμε, η συντήρηση ήταν μια «παράπλευρη» δραστηριότητα στον μουσειακό χώρο. Οι συντηρητές ήταν κυρίως εμπειρικοί. Το ΤΕΙ δημιουργήθηκε πολύ αργότερα. Το Ελληνικό Τμήμα  μετέφρασε το 1985 ένα βασικό κείμενο του ICOM, Ο ορισμός του επαγγέλματος του συντηρητή. Αυτό υιοθετήθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων, παρουσιάστηκε στο συνέδριο που οργάνωσε την ίδια χρονιά, διδάσκεται στα ΤΕΙ και άνοιξε κατά κάποιο τρόπο το δρόμο, ώστε να αναγνωριστεί το επάγγελμα του συντηρητή ως ένα επάγγελμα αυτόνομο και σημαντικό για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ακολούθησαν κι άλλες πρωτοβουλίες των συντηρητών που στηρίχθηκαν στη δραστηριότητα του ICOM στην Ελλάδα και διεθνώς.

Παράλληλα, οι ποικίλες εκδόσεις του ICOM κάλυψαν, σε μεγάλο βαθμό, σημαντικά κενά στον μουσειολογικό χώρο. Επίσης, τα Πρακτικά που εκδόθηκαν μετά από συνέδρια που οργάνωσε το ICOM στην Ελλάδα, εμπλούτισαν τη μουσειολογική βιβλιογραφία που κατά τη δεκαετία του ’80 και για αρκετά χρόνια μετά είχε σημαντικές ελλείψεις. Τώρα βέβαια η μουσειολογική βιβλιογραφία είναι πλέον αρκετά πλούσια.

Επίσης ο Κώδικας Δεοντολογίας του ICOM αποτέλεσε τη βάση για τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 45 του αρχαιολογικού νόμου 3028/2002, το οποίο αναφέρεται στα μουσεία. Ο Κώδικας Δεοντολογίας μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1987, σχεδόν αμέσως μετά τη δημοσίευσή του, ενώ η αναθεωρημένη του μορφή εκδόθηκε στα ελληνικά το 2009. Είναι το βασικό κείμενο που διέπει τη λειτουργία των μουσείων.

Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι το ICOM επηρέασε καθοριστικά τα μουσειολογικά πράγματα στην Ελλάδα κι αυτό έχει αναγνωριστεί τόσο από το Υπουργείο Πολιτισμού όσο και από τον επιστημονικό κόσμο. Γι’ αυτό και στο Συμβούλιο Μουσείων του Υπουργείου ο νόμος προβλέπει τη συμμετοχή ενός εκπροσώπου του ICOM. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι το μόνο Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχει εκπρόσωπος ενός επιστημονικού κι επαγγελματικού μη κυβερνητικού οργανισμού.

Α.Ρ.: Τι συμβαίνει με τα μουσεία που δεν πληρούν τους όρους για να ονομάζονται έτσι; Τα «καταδιώκει» το Υπουργείο Πολιτισμού;

Τ.Χ.: Όχι! (γέλια) Υπάρχουν χώρες, λίγες, που απαγορεύουν τη χρήση του όρου μουσείο αν δεν είναι πιστοποιημένο. Εδώ στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες αυτό δεν συμβαίνει. Δηλαδή κάποιος μπορεί να ιδρύσει ένα μουσείο, ωστόσο για να θεωρηθεί αυτό μουσείο αναγνωρισμένο (πιστοποιημένο) από το Υπουργείο Πολιτισμού, πρέπει να πληροί συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Η αναγνώριση δεν είναι υποχρεωτική. Αν ένα μουσείο θέλει να αναγνωριστεί, πρέπει να προσαρμοστεί σε κάποια πρότυπα. Ξεκινώντας τη διαδικασία προχωρά ουσιαστικά σε μια αυτο-αξιολόγηση, μετράει  τις δυνάμεις του. Ο σχετικός φάκελος εξετάζεται από το Συμβούλιο Μουσείων. Τα στάδια της διαδικασίας και τα σχετικά έντυπα έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, η οποία έχει ολοκληρωθεί. Ελπίζουμε σύντομα να τεθεί σε εφαρμογή το σύστημα αναγνώρισης. Είναι ένα σημαντικό βήμα  για τη βελτίωση των ελληνικών μουσείων.

Α.Ρ.: Είναι; Θέλω να πω, αν έχουμε 50 μουσεία και πιστοποιηθούν τα 25, και κανείς δεν ψάξει τα άλλα 25…

Τ.Χ.: Αν ένα μουσείο δεν υποβάλει φάκελο για πιστοποίηση, έχει όμως συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν άλλα μουσεία που έχουν πιστοποιηθεί, έχουν βελτιωθεί, έχουν επισκεψιμότητα, είναι πιο αναγνωρίσιμα, τότε πιθανόν και αυτό να θελήσει να αναβαθμιστεί, ώστε να φτάσει σ’ ένα καλύτερο επίπεδο. Μικρά τοπικά μουσεία είναι δυνατό να στηριχθούν από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να βελτιώσουν τις υποδομές τους.

Α.Ρ.: Στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Μίτος, που εξέδωσε την άνοιξη του 1994 το Τμήμα Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μπενάκη, και αργότερα το 2003 στο τεύχος 12-13 του περιοδικού Εθνογραφικά, που εκδίδει το ΠΛΙ, συνεισφέρατε ως ιστορικός της Νεότερης Ελλάδας με μεστά άρθρα – επισκόπηση των λαογραφικών μουσείων και συλλογών στη χώρα μας. Για πολλά χρόνια στη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού του Υπουργείου, και μάλιστα επικεφαλής της από το 1997 ως το 2011, θα ήθελα να σας ρωτήσω: τι βρήκατε εκεί και τι μπορέσατε να αλλάξετε;

Τ.Χ.: Αυτό είναι μια πονεμένη ιστορία. Λοιπόν, κατ’ αρχήν βρήκα καταλόγους πολυγραφημένους με, υποτίθεται, 400 λαογραφικά μουσεία. Φυσικά η εικόνα αυτή δεν ανταποκρινόταν καθόλου στην πραγματικότητα. Η πρώτη δουλειά που έγινε ήταν να δημιουργηθεί ένα αρχείο μουσείων και συλλογών κατά νομούς. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι στο νομό Αττικής είχαν καταχωρηθεί τα περισσότερα μουσεία, επειδή η έδρα των συλλόγων που τα είχαν δημιουργήσει βρισκόταν στο νομό Αττικής. Κάναμε λοιπόν αμέσως, κατά κάποιο τρόπο, μια χαρτογράφηση. Μετά στείλαμε ένα ερωτηματολόγιο σ’ αυτά τα 400 περίπου μουσεία και πήραμε περίπου 180 απαντήσεις. Από τις απαντήσεις όμως δεν προέκυπτε ότι αυτά ανταποκρίνονταν στον ορισμό του μουσείου.

Το δεύτερο στάδιο ήταν ένα πολύ πιο εμπεριστατωμένο ερωτηματολόγιο για το είδος των συλλογών που διαθέτουν, κατά πόσον οι συλλογές αυτές είναι καταγεγραμμένες και με ποιο τρόπο. Είμαστε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν πια το να έχει ένα μουσείο καταγεγραμμένες τις συλλογές του θεωρείται απολύτως απαραίτητο. Είχαμε επίσης τότε αρχίσει να συζητάμε για ηλεκτρονική τεκμηρίωση, για βάσεις δεδομένων και ήδη ορισμένα μουσεία είχαν κάνει σημαντικά βήματα. Ας σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί η οργάνωση στην Ελλάδα το 1990 ενός Διεθνούς Συνεδρίου του ICOM για την τεκμηρίωση των μουσειακών συλλογών που αποτέλεσε ορόσημο για τον συγκεκριμένο τομέα. Στο θέμα της καταγραφής και της τεκμηρίωσης διαπιστώσαμε τεράστιες ελλείψεις και, για να δούμε κι εμείς πώς μπορούμε να βοηθήσουμε, πραγματοποιήσαμε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, η Διεύθυνση, το ICOM και το Πανεπιστήμιο Πάτρας, με σκοπό να καθορίσουμε τα πρότυπα (standards) και να προτείνουμε μια καρτέλα που θα βοηθούσε τα λαογραφικά μουσεία να καταγράψουν το υλικό τους. Τα πορίσματα στάλθηκαν σε όλα τα μουσεία μαζί με άλλα έντυπα που έδιναν οδηγίες για τα στάδια της καταγραφής από τη στιγμή που ένα αντικείμενο μπαίνει στο μουσείο, ώστε οι συλλογές να είναι ασφαλείς.

Α.Ρ.: Τι εννοείτε «ασφαλείς»;

Τ.Χ.: Ασφαλείς ως προς την καλή διατήρησή τους. Τα «μουσεία» έμοιαζαν με αποθήκες, όπου υπήρχαν προβλήματα υγρασίας κ.λπ., γιατί για εκθεσιακούς χώρους δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Πρώτος στόχος μας ήταν, λοιπόν, η παροχή επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας.

Κάποια μουσεία μάς πλησίασαν ζητώντας τη συνεργασία μας για την οργάνωσή τους. Έτσι συγκροτήθηκε μια διεπιστημονική ομάδα εργασίας και πιλοτικά οργανώσαμε δύο μουσεία, το ένα στο Φοινίκι Θεσπρωτίας και το άλλο στο Πυθαγόρειο Σάμου. Αυτό έγινε για να δούμε κι εμείς αν είναι εφικτό να προχωρήσουμε παρέχοντας σε τέτοιο μεγάλο βαθμό επιστημονική βοήθεια.

Μετά καθιερώσαμε ειδικά ετήσια σεμινάρια, που αποτέλεσαν ένα βήμα ενημέρωσης και διαλόγου για μουσειολογικά θέματα, όπως π.χ. για τη μουσειοπαιδαγωγική. Ξεκίνησαν το ’97 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Μετά τη δημοσίευση του αρχαιολογικού νόμου το 2002, γνωστοποιήσαμε αμέσως στα μουσεία και στις συλλογές τις διατάξεις που αφορούν σε θέματα πιστοποίησης. Από κει και πέρα άρχισαν κάπως να μπαίνουν τα πράγματα σε μια ροή, δηλαδή να γίνεται κατανοητό το πρόβλημα οργάνωσης και λειτουργίας τους.

Εν τω μεταξύ η Διεύθυνση απέκτησε εξειδικευμένο προσωπικό. Διαθέτει π.χ. ένα συντηρητή, ο οποίος μπορεί ανά πάσα στιγμή να επισκεφθεί αυτές τις συλλογές, να δώσει οδηγίες και να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Έχει επίσης λαογράφους και ιστορικούς τέχνης. Η διαφορά με τα αρχαιολογικά μουσεία είναι ότι αυτά διοικούνται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ τα μουσεία νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς ανήκουν κυρίως σε ΝΠΙΔ και στην ουσία εμείς πρέπει να ασκούμε πολιτιστική διαχείριση. Κάνοντας έναν απολογισμό μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε κάποια βελτίωση, ότι παρατηρείται μια σταδιακή αλλαγή νοοτροπίας. Βέβαια, τα πράγματα σε καμία περίπτωση δεν έχουν φτάσει στο επιθυμητό σημείο.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς η Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού ασχολήθηκε γενικά με τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά, μετονομάστηκε το 2003 με τον νέο Οργανισμό του Υπουργείου (ίσχυσε μέχρι το 2014) σε Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ασχολήθηκε μάλιστα και με θέματα σύγχρονης ιστορίας και ειδικότερα με τον τομέα που συνήθως ονομάζεται «δύσκολη κληρονομιά», δηλαδή με τα μουσεία που πραγματεύονταν στιγμές της ελληνικής ιστορίας που παλιά δεν αγγίζαμε, όπως είναι το Μουσείο του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και το Μουσείο Δημοκρατίας στον Αϊ-Στράτη. Είναι προφανές ότι τα θέματα εξορίας και εμφυλίου πολέμου δεν τα ’χε αγγίξει ποτέ κανείς. Τα ιστορικά μας μουσεία, που περιείχαν τις περισσότερες φορές και λαογραφικά αντικείμενα, ήταν δηλαδή «ιστορικά και λαογραφικά», σταματούσαν συνήθως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην καλύτερη περίπτωση στο ’40. Από κει και πέρα δεν έθιγε κανείς τίποτα. Και στην ουσία ήταν μουσεία που αντικατόπτριζαν την ιστορία των σχολικών εγχειριδίων, την επίσημη ιστορία, φτιαγμένα από λόγιους της περιοχής. Η σύγχρονη ιστορία αποτέλεσε για εμάς μια πρόκληση. Και καθώς σε αυτά τα μουσεία εκτέθηκαν προσωπικά αντικείμενα των ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα, συμπεριλάβαμε τις  προσωπικές ιστορίες τους στη μουσειακή αφήγηση με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Τα μουσεία αυτά ολοκληρώθηκαν σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και  είχαν σημαντικό αντίκτυπο κυρίως στην εκπαιδευτική κοινότητα. Νομίζω μάλιστα ότι τώρα πια όποιος οργανώνει ένα λαογραφικό μουσείο επιδιώκει να πλαισιώνει τα εκθέματα με προφορικές μαρτυρίες.

Σε κάθε περίπτωση τα λαογραφικά μουσεία είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία μουσείων, ακριβώς γιατί η δημιουργία τους είχε φορτιστεί ιδεολογικά. Γι’ αυτά τα θέματα μπορεί κανείς να πει τόσα πολλά…

Α.Ρ.: Διαβάσαμε πρόσφατα ότι επιστρατευτήκατε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτή την κατηγορία Μνημείων και για τις νεότερες αρχαιολογίες γενικότερα;

Τ.Χ.: Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων εξετάζει θέματα αρχιτεκτονικής κληρονομιάς νεότερης και σύγχρονης, από το 1830 μέχρι τις μέρες μας, καθώς και θέματα κινητών πολιτιστικών αγαθών, τα οποία χρονολογούνται στην ίδια περίοδο. Συγκεκριμένα, ασχολείται με το χαρακτηρισμό νεοτέρων και σύγχρονων κτηρίων ως μνημείων και με το χαρακτηρισμό κινητών πολιτιστικών αγαθών ως μνημείων. Τα κινητά αντικείμενα μπορεί να είναι: εξοπλισμοί βιομηχανικών κτηρίων, πίνακες ζωγραφικής, χρηστικά αντικείμενα, αντικείμενα του λαϊκού πολιτισμού, ιστορικά τεκμήρια και άλλα. Επίσης, το Συμβούλιο εξετάζει θέματα αναστήλωσης νεοτέρων μνημείων, καθώς και θέματα συντήρησης νεοτέρων κινητών.

Μία από τις σημαντικότερες κηρύξεις των τελευταίων χρόνων είναι μεγάλες ενότητες  κινητών αντικειμένων του τέως βασιλικού κτήματος Τατοΐου, καθώς και αντικειμένων που διασώθηκαν στο ανάκτορο «Αχίλλειο» της Κέρκυρας. Βέβαια, και τα μουσεία διαθέτουν σημαντικές συλλογές που θα μπορούσαν σιγά-σιγά να προταθούν για κήρυξη κατά ενότητες. Το καινούργιο Συμβούλιο δείχνει με τη σύνθεσή του ότι θέλει να προχωρήσει και σ’ αυτό τον τομέα με τη συνεργασία των κεντρικών και των περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου κι ελπίζουμε να τα καταφέρουμε.

Οι κηρύξεις κτηρίων και κινητών ως μνημείων δημοσιεύονται σε ΦΕΚ και στη συνέχεια οι κατάλογοι στέλνονται στο Εθνικό Αρχείο Μνημείων, όπου δημιουργείται αυτό που θα ονομάζαμε «εθνικό κατάλογο της πολιτιστικής κληρονομιάς». Στην Υπηρεσία αυτή δημιουργείται και το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο, έργο ιδιαίτερα σημαντικό.

Α.Ρ.: Δηλαδή ένας πίνακας από το Αχίλλειο θεωρείται κινητό μνημείο.

Τ.Χ.: Βεβαίως, αν το Συμβούλιο γνωμοδοτήσει ότι είναι σημαντικός από καλλιτεχνική ή ιστορική άποψη. Αν δείτε το νόμο 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς», στον οποίο αναφέρθηκα παραπάνω, θα διαπιστώσετε ότι υιοθετεί μια διευρυμένη έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς ενσωματώνοντας σχετικές Διεθνείς Συμβάσεις που είχε υπογράψει η Ελλάδα, καθώς και όλο τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί σε διεθνές επίπεδο. Ο νόμος περιλαμβάνει επίσης διατάξεις που αναφέρονται στην προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.  Με λίγα λόγια, τώρα πια στην Ελλάδα έχουμε νομοθεσία, η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να προστατεύσουμε πολλές κατηγορίες πολιτιστικών αγαθών. Ειδικά όσον αφορά στα  νεότερα ακίνητα πολιτιστικά αγαθά, έχουμε τη δυνατότητα να χαρακτηρίσουμε ως μνημεία κτήρια, τα οποία μπορεί να μην έχουν μεγάλη αρχιτεκτονική αξία, είναι όμως σημαντικά για την ιστορία και την κοινωνική ζωή ενός συγκεκριμένου τόπου και  έχουν συνδεθεί με τις μνήμες των κατοίκων. Μια τέτοια κατηγορία είναι τα σχολικά κτήρια. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα πράγματα σ’ αυτό τον τομέα έχουν κάπως αλλάξει.

 

* Η Αγγελική Ροβάτσου είναι ανθρωπολόγος-ιστορικός και συνεργάτιδα του “Archaeology & Arts”.