«Νέα ευρήματα από τον τάφο ΙI των Αιγών» ήταν ο τίτλος της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Ουσιαστικά επρόκειτο για την παρουσίαση των πρώτων συμπερασμάτων-υποθέσεων στα οποία κατέληξαν οι επιστημονικές ομάδες που μελετούν την τελευταία τετραετία τα ευρήματα (τα υπολείμματα της καύσης των οστών από τους τάφους των Αιγών).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι δυο πρώτοι ομιλητές (Θεόδωρος Αντίκας και Γιάννης Μανιάτης):

Στο Βασιλικό Τάφο ΙΙ των Αιγών βρίσκονται τα οστά του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου Β’, καθώς μετά από ενδελεχείς μελέτες των οστών προκύπτει πως: ο νεκρός ήταν άνδρας, ηλικίας 41-49 ετών, είχε υποστεί τραύμα στο 4ο μετατάρσιο του αριστερού χεριού του (όχι όμως και στα οστά του προσώπου του –πέριξ του ματιού– χωρίς όμως αυτό να αποκλείει την τυφλότητά του από τραύμα το οποίο όμως δεν έπληξε τα οστά), έπασχε από χρόνια ιγμορίτιδα (πιθανόν λόγω της μόλυνσης που υπέστη από τραύμα), έπασχε από χρόνια πλευρίτιδα (πιθανόν από φυματίωση), από οστεόφυτα (παρατηρήθηκαν κατά τη μελέτη των οστών εκφυλιστικές αλλοιώσεις στα οστά της σπονδυλικής στήλης, γεγονός που αποδόθηκε από τον κ. Αντίκα, στην έντονη ιππική δραστηριότητα του Φιλίππου, όπως και πάχυνση της κνήμης).

Στους αυχενικούς σπονδύλους και τα οστά της ωμοπλάτης του βασιλιά Φιλίππου, πάντα σύμφωνα με τον κ. Αντίκα, εντοπίστηκαν κατά τη σάρωση από τον αξονικό τομογράφο ίχνη χρυσού, τα οποία αποδίδονται στην εγγύτητα των συγκεκριμένων σπονδύλων με το κρανίο και το χρυσό στεφάνι που έφερε και το οποίο πιθανόν να αλλοίωσε η πυρά της άμεσα μεταθανάτιας καύσης, σε υψηλή θερμοκρασία.

Η νεκρή του προθαλάμου του ίδιου τάφου είναι, σύμφωνα πάντα με τον κ. Αντίκα, γυναίκα ηλικίας 30-34 ετών, υπέστη κι αυτή άμεση μεταθανάτια καύση, ενώ είχε κι αυτή στη διάρκεια της ζωής της έντονη ιππική δραστηριότητα.

Ο κ. Αντίκας ζήτησε να εγκριθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού η ανάλυση αρχαίου DNA στα οστά αυτού, αλλά και «οποιουδήποτε άλλου αρχαίου τάφου χρειαστεί για τον εντοπισμό της ταυτότητας του νεκρού».

Στη δεύτερη εισήγησή του ο ερευνητής του εργαστηρίου αρχαιομετρίας του Δημόκριτου κ. Γιάννης Μανιάτης αναφέρθηκε στις μικροσκοπικές σαρώσεις που έκανε με την ομάδα του στο υλικό (οστά καθώς και άλλα, απροσδιόριστης μέχρι σήμερα υφής και συστατικών, υλικά) από τη χρυσή λάρνακα του θαλάμου των τάφων των Αιγών (αυτή που φέρεται πως έχει τα οστά του βασιλιά Φιλίππου Β’). Μέσα στη λάρνακα και μαζί με τα οστά (σε ορισμένες περιπτώσεις «κολλημένο» στα οστά) οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη άγνωστου υλικού με τρία χρώματα (σε στρώσεις μπεζ, λευκού και πορφυρού) και χαρακτηριστικές σε ορισμένες περιπτώσεις πτυχώσεις που σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, παραπέμπουν σε ύφασμα (σύνθετο συμπληρωματικό υλικό) με σπογγώδη δομή. Στη λευκή επιφάνεια εντοπίστηκαν μάλιστα ίχνη του σπάνιου (εντοπίζεται μόνο στην Τυνησία, την Ανατολική Τουρκία και την Ελλάδα) ορυκτού χουντίτη.

Στην απροσδιόριστη ακόμη αυτή μάζα «υφάσματος» οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη από κερί και ρετσίνι πεύκου.

Με το δεδομένο πως ο χουντίτης, το εκτυφλωτικά λευκό υλικό, χρησιμοποιείται από το 1500 π.Χ. για την κατασκευή νεκρικών προσωπείων και καλυμμάτων στις μούμιες, οι ερευνητές κατέληξαν στην υπόθεση πως πρόκειται για υπολείμματα από κάποια προσωπίδα που φορούσε ο νεκρός βασιλιάς και στην περίοδο που βρισκόταν εν ζωή (καθώς φέρεται να ήταν και αρχιερέας των ορφικών μυστηρίων) και την τοποθέτησαν και στη λάρνακά του ως ανάθημα.

Αντίστοιχη προσωπίδα –όπως δήλωσε ο κ. Μανιάτης– εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Μάντσεστερ (αρ. εκθέματος 123) και προέρχεται από περιοχή της Αιγύπτου όπου ζούσαν οι περισσότεροι κατασκευαστές των πυραμίδων.

Οι εργασίες-μελέτες των οστών και του αρχαιολογικού υλικού έγιναν από τις ομάδες των ερευνητών τα τελευταία τέσσερα χρόνια στις εγκαταστάσεις του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης όπου και έχουν μεταφερθεί τα ευρήματα.