Η εκτίμηση ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη για μια ολόπλευρη ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού στη χώρα μας όπως επίσης και για την έρευνα η οποία σχετίζεται με αυτά τα ζητήματα, διατυπώνεται στο οικονομικό δελτίο του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

«Το δυναμικό όχι απλά υπάρχει αλλά και πλεονάζον είναι και, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, λανθάνον. Αυτό που απαιτείται είναι μία ολοκληρωμένη και συστηματική προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα για την κατάλληλη προβολή του και την περαιτέρω τουριστική αξιοποίησή του», αναφέρεται.

«Σε ένα πολύ γενικότερο οικονομικό επίπεδο, μία σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ έδειξε ότι, σε αρκετές μεγάλες οικονομίες, η αξία την οποία παράγουν οι πολιτιστικές τους βιομηχανίες ισοδυναμεί με ένα ποσοστό της τάξης του 3% έως 6% του ΑΕΠ τους. Με δεδομένο μάλιστα ότι η συγκεκριμένη μελέτη αναφέρεται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, γίνεται προφανές ότι ο πολιτιστικός τουρισμός είναι μια τεράστια βιομηχανία στην οποία διακυβεύονται τεράστια συμφέροντα και διακινούνται τεράστια χρηματικά ποσά. Μία ακόμα μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι περισσότερο από το 50% της τουριστικής δραστηριότητας στην Ευρώπη έχει ως κινητήρια δύναμη την πολιτιστική κληρονομιά και ότι ο πολιτιστικός τουρισμός είναι η συνιστώσα εκείνη του τουρισμού η οποία αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη».

«Η Ελλάδα διαθέτει μια από τις πλουσιότερες πολιτιστικές κληρονομιές σε ολόκληρο τον κόσμο. Ταυτόχρονα δε, και σε αντίθεση με άλλους εξίσου αρχαίους ή ακόμα και αρχαιότερους πολιτισμούς, ο ελληνικός πολιτισμός είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό κτήμα των λαών της Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής, και των λαών πάρα πολλών χωρών όλων των ηπείρων του πλανήτη», αναφέρει η ανάλυση.

«Μια απλή ματιά σε ορισμένα στοιχεία, καθώς επίσης και η απλή επισήμανση ορισμένων γεγονότων δείχνουν ότι υπάρχει πάρα πολύ πρόσφορο έδαφος ακόμα για την περαιτέρω τουριστική, αλλά και γενικότερη, αξιοποίηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ξεκινώντας από τα στοιχεία επισκεψιμότητας (αριθμοί εισιτηρίων) των μεγαλύτερων μουσείων της Ελλάδας και του εξωτερικού για το έτος 2012 μπορούμε πολύ εύκολα να διαπιστώσουμε ότι οι αριθμοί των ανθρώπων που επισκέπτονται τα ελληνικά μουσεία και τους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους υπολείπονται κατά πολύ αυτών που επισκέπτονται τους αντίστοιχους χώρους στο εξωτερικό. Είναι, για παράδειγμα, άξιο απορίας, τουλάχιστον φαινομενικά, το γεγονός ότι το Κολοσσαίο και ο περιβάλλων χώρος του στη Ρώμη έχουν σχεδόν τετραπλάσιο αριθμό επισκεπτών σε σχέση με την Ακρόπολη. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για το γεγονός ότι η Έφεσος στα παράλια της Τουρκίας έχει υπερτριπλάσιο αριθμό επισκεπτών απ’ ό,τι η Κνωσός και σχεδόν 14 φορές περισσότερους επισκέπτες από τον Ναό του Απόλλωνα στο Σούνιο. Τέλος, για να χρησιμοποιήσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα από τα πολλά που θα μπορούσαν εύκολα να αναφερθούν, το Εβραϊκό Μουσείο της Πράγας έχει περισσότερους από μισό εκατομμύριο επισκέπτες τον χρόνο, ενώ το Εβραϊκό Μουσείο των Αθηνών έχει δέκα με δώδεκα χιλιάδες επισκέπτες τον χρόνο».

Οι λόγοι για όλα αυτά, εκτιμά το ΚΕΠΕ, είναι βεβαίως πολλοί σε αριθμό, σύνθετοι στην ανάλυσή τους και πολύ διαφορετικοί στη φύση τους, ανάλογα με την περίπτωση. Σε γενικές γραμμές όμως, μπορούμε να χωρίσουμε αυτούς τους λόγους σε δύο κύριες κατηγορίες:

Η πρώτη αφορά τους εγγενείς και συγκεκριμένους για κάθε περίπτωση λόγους οι οποίοι επηρεάζουν εξωγενώς τον πολιτιστικό τουρισμό και εξαιτίας των οποίων κάποιος ο οποίος θέλει να αυξήσει την επισκεψιμότητα των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων της χώρας του δεν έχει πολλούς βαθμούς ελευθερίας προκειμένου να δράσει κατά περίπτωση. Αυτοί είναι τα πληθυσμιακά κριτήρια, η τουριστική ιστορία, η τουριστική γεωγραφία, οι τουριστικές υποδομές, οι κάθε είδους χρηματοοικονομικοί παράγοντες, και οι τυχαίοι παράγοντες.

Η δεύτερη κατηγορία παραγόντων που επηρεάζουν τον πολιτιστικό τουρισμό όμως καθορίζεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό από τους φορείς εκείνους οι οποίοι έχουν αναλάβει τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου. Αφορά τις μεθόδους και τις πρακτικές που ακολούθησαν και ακολουθούν οι πολιτιστικοί οργανισμοί ξένων κρατών, αλλά και αρκετοί στην Ελλάδα, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία τους, προκειμένου να προσελκύσουν ακόμα περισσότερους επισκέπτες, να δημιουργήσουν νέες γενιές ανθρώπων οι οποίοι θα ενδιαφερθούν για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου τους ή των τόπων που επισκέπτονται και, μάλιστα, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, να τους πείσουν να επισκεφτούν αυτούς τους χώρους πολύ περισσότερες από μια φορά. Οι μέθοδοι και οι πρακτικές αυτές αξίζει να μελετηθούν και να αναλυθούν προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την πιθανή εφαρμογή τους στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα και στη χώρα μας, εκτιμάται στην ανάλυση.