Μια σειρά ξεναγήσεων στην έκθεση Αχνάρια Μεγαλοπρέπειας. Μια νέα ματιά στην παράδοση της Ελληνικής γυναικείας φορεσιάς που διοργανώνει το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα στον «Ελληνικό Κόσμο», θα πραγματοποιήσει η σκηνογράφος-ενδυματολόγος και Πρόεδρος του Ιδρύματος, Ιωάννα Παπαντωνίου. Τις Κυριακές 15, 22, 29 Ιουνίου όσοι επισκέπτες βρεθούν στην έκθεση στο διάστημα μεταξύ 11:00-13:00 θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν την εξέλιξη του γυναικείου ενδύματος από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα από την ίδια την Ιωάννα Παπαντωνίου.

Η έκθεση Αχνάρια Μεγαλοπρέπειας. Μια νέα ματιά στην παράδοση της Ελληνικής γυναικείας φορεσιάς συγκεντρώνει πάνω από 40 αυθεντικά χαρακτηριστικά ελληνικά γυναικεία ενδύματα από τον 18ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η έκθεση πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Ελληνικό Κέντρο Λονδίνου» το Φεβρουάριο του 2014 –με αφορμή τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του αλλά και τα σαράντα χρόνια λειτουργίας του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος– στη μνήμη της Κούλας Λαιμού. Η συλλογή των ενδυμάτων που παρουσιάζονται στην έκθεση αποτελούν μέρος της συλλογής του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, εκτός από δύο που προέρχονται από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη και παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Η επιμέλεια της έκθεσης είναι της Ιωάννας Παπαντωνίου και η σκηνογραφική επιμέλεια του Σταμάτη Ζάννου.

Η έκθεση επικεντρώνεται στην εξέλιξη των τοπικών φορεσιών του ελλαδικού χώρου γύρω στο 18ο αι., εντοπίζοντας κατάλοιπα ενδυματολογικών σχημάτων μιας περιόδου με ελάχιστες σχετικές πληροφορίες. Τα σχήματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει στα μέσα του 19ου αι., όταν με τα ρομαντικά κινήματα αποκρυσταλλώθηκαν οι τοπικές φορεσιές στην Ελλάδα, την Ευρώπη και αλλού.

Αφετηρία της έκθεσης αποτελούν δύο τύποι ενδυμάτων, το φόρεμα της Κάσου-Καρπάθου και το πολύπτυχο, ριχτό φόρεμα της Κρήτης που φαίνεται πως διαμορφώθηκε κυρίως στην Ιταλία στους χρόνους της Αναγέννησης. Τα ενδύματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση για τις φορεσιές του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης μία σειρά από «πουκάμισα» που εισάγουν στη «δαλματική», ένδυμα που αποτέλεσε τη βάση των υπόλοιπων ελληνικών ενδυμάτων. Μεταξύ άλλων παρουσιάζονται φορεσιές της Σκοπέλου, της Κύμης, του Τρίκερι, της Σκύρου, της Αστυπάλαιας, των Ψαρών και των Σπετσών και παράλληλα ενδυματολογικά σύνολα από το Καστελλόριζο, την Κάρπαθο, το Γιδά, το Σουφλί και το Στεφανοβίκι. Στην ενότητα αυτή, εκτός από μεμονωμένα δείγματα, παρουσιάζονται και σπάνιες φορεσιές από τα Γιάννενα, τον Πύργο και την Αθήνα. Έτσι, ανάμεσα στα εκθέματα ξεχωρίζουν το πλούσια κεντημένο κουστούμι από την Αστυπάλαια, το ένδυμα από το Στεφανοβίκι της Θεσσαλίας που χαρακτηρίζεται από τον εκπληκτικό συνδυασμό υφασμάτων, χρωμάτων και κοσμημάτων, το πολυτελές και χρυσοποίκιλτο φόρεμα από τα Γιάννενα καθώς επίσης και υπέροχα κοστούμια, που σπάνια εκτίθενται, από την Κύμη Ευβοίας και τα Ψαρά.

Σε ξεχωριστή ενότητα της έκθεσης παρουσιάζονται οι φορεσιές της Αυλής. Πρόκειται για τις ενδυμασίες που εισήγαγαν η βασίλισσα Αμαλία (1837) και στη συνέχεια η βασίλισσα Όλγα (1867) οι οποίες επηρέασαν τις αστικές αλλά και τις αγροτικές ενδυμασίες στον ελλαδικό χώρο. Τα ενδύματα αυτά αναδεικνύουν την αλληλεπίδραση της δυτικής αισθητικής με την ελληνική.