Η γέφυρα De Bosset –ή Δεβοσσέτου ή «Πόντες»– αποτελώντας το ορόσημο του Αργοστολίου, μπορεί να θεωρηθεί και το σπουδαιότερο μνημείο της μετασεισμικής πόλης. Τόσο η χρήση, όσο και η μορφή της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη ζωή και την αισθητική αυτού του τόπου, επί ακριβώς δύο αιώνες. Όσο όμως η ζωή της υπήρξε πολύπαθη, εξαιτίας των σεισμών, αλλά και της συνεχούς διέλευσης βαρέων οχημάτων, που την καταβύθιζαν βαθμιαία στον ρευστό, σαν γιαούρτι βυθό, άλλο τόσο υπήρξαν επίπονες και μακροχρόνιες οι προσπάθειες για την αποκατάστασή της.

Το χρονικό των εργασιών αποκατάστασης της γέφυρας, που ανάγονται κυρίως στην τελευταία 30ετία, θα παρουσιάσει ο αρχιτέκτονας-μηχανικός του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού Άρης Ποζιόπουλος, σε διάλεξή του με τίτλο «Η γέφυρα De Bosset του Αργοστολίου» που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014, στις 18:30, στο πλαίσιο σειράς Σεμιναρίων Εμβάθυνσης στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής που διοργανώνει το Σπουδαστήριο της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ.

Όπως αναφέρει στην ανακοίνωση της ομιλίας του ο Άρης Ποζιόπουλος: «Κάποια μέρα του 1812, ύστερα από πρόταση του De Bosset, αποφασίστηκε από το Συμβούλιο των “Κονσιλιέρων” –με πολλές θορυβώδεις διαφωνίες– η κατασκευή γέφυρας για την παράκαμψη του έλους του κόλπου του Κουτάβου. Τα σχέδια, καθώς και την περάτωση του έργου ανέλαβε ο ίδιος ο Κάρολος-Φίλιππος De Bosset, Ταγματάρχης του Αγγλικού στρατού και μηχανικός, που ήταν τότε Διοικητής του νησιού. Η αρχική ξύλινη, πασσαλόπηκτη αυτή γέφυρα είχε μήκος 750 περίπου γαλλικών μέτρων και περατώθηκε σε διάστημα 15 ημερών. Αντικαταστάθηκε όμως σύντομα από άλλη, που αποτελούνταν από λίθινα βάθρα ανά 4 μέτρα, που γεφυρώνονταν από χοντρές δρύινες δοκούς.

»Κατά τα επόμενα χρόνια η γέφυρα μετασκευάστηκε, πιθανότατα, από τον Διοικητή Κάρολο Νάπιερ (1822-1830), η τελική δε μορφή της οφείλεται μάλλον στον Βαρόνο ντ’ Έβερτον (1842-1848). Ήταν εξ ολοκλήρου λιθόκτιστη από λαξευτούς πωρόλιθους. Οι διαδοχικές μεγάλες ελλειπτικές αψίδες έφεραν πυκνή σειρά από εγκάρσια λίθινα φουρούσια με σκοπό τη διεύρυνση του οδοστρώματος. Πάνω από τα γείσα υπήρχαν συνεχή λαξευτά λίθινα στηθαία με ενδιάμεσα ενισχυτικά κολωνάκια. Εξασφάλιζε έτσι την άνετη κυκλοφορία διπλής κατεύθυνσης στα ιππήλατα τροχοφόρα, στα υποζύγια και στους πεζούς. Η λαμπρότητα της κατασκευής συνέβαλε ώστε το “πέρασμα” από τη γέφυρα να συνδεθεί με διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις και τελετές.

»Τη μορφή αυτή διατήρησε η γέφυρα μέχρι το μεγάλο σεισμό του 1953, παρά τις ζημιές που υπέστη από άλλο σεισμό το 1867 και από τους βομβαρδισμούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

»Η κατάσταση της γέφυρας στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν οριακή και οι ενδείξεις αστοχίας και επικινδυνότητας καταφανείς. Η κυρίως αιτία επιδείνωσής της, η κυκλοφορία βαρέων οχημάτων δηλαδή, θα έπρεπε να καταργηθεί και μάλιστα οριστικά. Η πρόθεση και μόνο πεζοδρόμησής της δίχασε την τοπική κοινωνία, προκαλώντας για άλλη μια φορά έντονες διαμάχες, όπως ακριβώς είχε συμβεί το 1812, περί του να γίνει ή να μη γίνει η γέφυρα. Και ενώ το 2001 το ΚΑΣ αποφασίζει ομόφωνα για την πεζοδρόμηση της γέφυρας, αυτό πραγματοποιείται μόνο το 2005 και ύστερα από φοβερές αντιδράσεις».

Η απαραίτητη για την αποκατάσταση του μνημείου μελέτη παρουσίαζε και αυτή σοβαρές δυσκολίες. Για την αποτύπωση κατ’ αρχήν, κρίθηκε ως δόκιμη μέθοδος η φωτογραμμετρική, δεδομένου ότι η γέφυρα αποτελείτο εξ ολοκλήρου από λαξευτούς μεγάλους λίθους με πολλές αλληλοτομίες και παραμορφώσεις. Το μνημείο ήταν πολύ μεγάλο και οι περισσότερες μετρήσεις υπαίθρου έπρεπε να γίνουν μέσα από το νερό! Με μεγάλες προσπάθειες από μέρους της Υπηρεσίας, η γιγάντια αυτή εργασία ανατέθηκε ως Ερευνητικό Πρόγραμμα στο ΕΜΠ, με τη συμμετοχή του Άρη Ποζιόπουλου ως συμβούλου.

Και ο κ. Ποζιόπουλος συνεχίζει: «Με βάση τα στοιχεία της Αποτύπωσης αυτής, που ολοκληρώθηκε με άψογο τρόπο, ανατέθηκε το 2005 δεύτερο Ερευνητικό Πρόγραμμα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με στόχο τη διατύπωση προτάσεων για τη Στατική και Αρχιτεκτονική Αποκατάσταση του Μνημείου. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο λόγω της ιδιαιτερότητας και του σπανίζοντος χαρακτήρα του μνημείου, αλλά και επειδή το θέμα άπτετο πολλών ειδικοτήτων, όπως λιμενολόγου, γεωλόγου, εδαφομηχανικού, πολιτικού μηχανικού, αρχιτέκτονα κ.ά. Η μελέτη εγκρίθηκε με Υπουργική Απόφαση ύστερα από ομόφωνη γνωμοδότηση από το ΚΑΣ το 2007.

»Το γεγονός ότι το έργο εντάχθηκε στη συνέχεια στα ΕΣΠΑ, άρχισε στις αρχές του 2012 και βρίσκεται σε εξέλιξη, μπορεί να θεωρηθεί άκρως ευτυχές για τη διάσωση του σπουδαίου αυτού μνημείου, αλλά και ως η ευόδωση των προσπαθειών τόσων ατόμων που πρόσφεραν τις γνώσεις και το πάθος τους επί τρεις περίπου 10ετίες για την επίτευξή του».

Η διάλεξη θα πραγματοποιηθεί στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Κτήριο Αβέρωφ (Αμφιθέατρο 8), Πατησίων 42, Αθήνα.