«Απολλωνία (Αλβανία) – Μια πόλη μεταξύ ιταλικής Δύσης και ελληνικής Ανατολής κατά την ελληνιστική περίοδο» είναι ο τίτλος διάλεξης που θα δώσει ο καθηγητής Ηenner von Hesberg, Διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ρώμης, την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013, στις 18.00, στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (Φειδίου 1).

Η ίδρυση της Απολλωνίας, παράλληλα με εκείνη της Επιδάμνου/Δυρραχίου με ορμητήριο την Κόρινθο και την Κέρκυρα, τοποθετείται πιθανότατα στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Οι δύο αυτές πόλεις-κράτη αποτέλεσαν για τους επόμενους αιώνες τα σημαντικότερα ελληνικά αστικά κέντρα στην περιοχή της Αδριατικής, με εξαίρεση τη Σπίνα και την Αδρία, που όμως διακρίνονται από έντονα ετρουσκικά στοιχεία. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια από την πρώιμη εποχή είναι ωστόσο λιγοστά, αν και η σημασία των πόλεων δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί, κρίνοντας και μόνον από τα αναθήματά τους σε ελληνικά ιερά. Στο επίκεντρο της διάλεξης βρίσκεται η ελληνιστική περίοδος της Απολλωνίας και ταυτόχρονα το ερώτημα πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας της πόλης την εποχή αυτή. Ήδη ο Αριστοτέλης εντοπίζει μεγάλες διαφορές μεταξύ της Απολλωνίας ως αριστοκρατικής και της Επιδάμνου ως μάλλον δημοκρατικής πόλης.

Όπως θα τονίσει ο καθ. Ηenner von Hesberg: «Από τα αρχαιολογικά τεκμήρια για την Απολλωνία κατά την ελληνιστική περίοδο προκύπτει μια μάλλον πιο ετερογενής εικόνα. Η διαμόρφωση των μέχρι τώρα γνωστών δημοσίων κτηρίων, για παράδειγμα, ακολούθησε παραδόσεις που απηχούν πρότυπα διαδεδομένα στη βορειοδυτική Ελλάδα. Σε αυτά συγκαταλέγεται λ.χ. η στοά στο κέντρο. Το θέατρο και το κρηναίο οικοδόμημα επιπλέον ακολουθούν πρότυπα του ελλαδικού χώρου με διαφοροποιήσεις, ωστόσο, σε μεμονωμένα στοιχεία τους. Οι πολίτες αναζητούσαν λοιπόν κατά την επιλογή συγκεκριμένων μορφοπλαστικών λύσεων ένα είδος εγγύτητας σε πρότυπα που ήταν διαδεδομένα στον ελλαδικό χώρο.

»Από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. αναδεικνύεται παράλληλα ολοένα και εντονότερος ο προσανατολισμός σε πρότυπα της Κάτω Ιταλίας. Ως παραδείγματα θα μπορούσε να αναφέρει κανείς τα κιονόκρανα με παραστάσεις, τους τελαμώνες και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Λόγω των μικρών διαστάσεών τους τα στοιχεία αυτά ανήκαν πιθανότατα σε μικρά κτήρια, είτε οικιστικού είτε ταφικού χαρακτήρα. Αυτό δείχνει ότι οι ιδιώτες επέλεγαν για τα οικοδομήματά τους άλλα πρότυπα από εκείνα που επέλεγε η κοινότητα ως σύνολο. Η αντίθεση αυτή ενδέχεται να εκφράζει μια διαβαθμισμένη διαφοροποίηση ως προς τη σχέση με τη νέα δύναμη στη Δύση. Για την περίοδο που μας απασχολεί έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο οι άρχουσες τάξεις προχωρούσαν σε συμμαχίες με τη Ρώμη, ενώ τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού προέβαλλαν αντίσταση.

»Τέτοιου είδους αντιθέσεις ωστόσο δεν είναι προϊόν γραμμικής εξέλιξης. Αυτό προκύπτει από την ύπαρξη μεγάλων κτηρίων με στοιχεία που προέρχονται από την Κάτω Ιταλία και επίσης από την ύπαρξη μιας πολύ ιδιόρρυθμης τοπικής εξέλιξης που διακρίνεται λ.χ. στις επιτύμβιες στήλες. Απομένει λοιπόν το ερώτημα, με ποιο τρόπο μπορούν να ερμηνευθούν αυτές οι διαφορετικές μορφοπλαστικές εκφάνσεις: σίγουρα όχι ως πολιτική δήλωση αλλά μάλλον ως έκφραση στάσεων με διαφορετικό επιτονισμό, οι οποίες συνευρίσκονται σε ενιαίο σύνολο εντός του αστικού ιστού. Η μορφή αυτή εξηγείται από τις πολιτικές συνθήκες. Η Απολλωνία υπήρξε ο πρώτος εταίρος της Ρώμης στον ελληνικό κόσμο που ήταν εκτεθειμένος και είχε ανάγκη να επικρατήσει εναντίον των επιθέσεων των μεγάλων βασιλείων της Μακεδονίας και της Ηπείρου αλλά και των ιλλυρικών βασιλείων».

Η ομιλία θα πραγματοποιηθεί μετά από τον ετήσιο απολογισμό του έργου του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του, δρα Reinhard Senff.