Σε αδημοσίευτο φωτογραφικό υλικό, που πρόσφατα περιήλθε στην κατοχή τους, οι βυζαντινολόγοι, Ανδρέας Φούλιας και Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου αναγνώρισαν αριθμό ιερών κειμηλίων από τη μονή του Αποστόλου Ανδρέα στην κατεχόμενη Καρπασία. Οι δύο επιστήμονες μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα ιερά κειμήλια, τα οποία τον Ιανουάριο του 1991 είχαν κατασχέσει από τη μονή οι κατοχικές Αρχές.

Όπως σημείωσαν, οι φωτογραφίες, αλλά και μια δίγλωσση προπαγανδιστική έκδοση των κατοχικών Αρχών με τίτλο The Cultural Heritage of Northern Cyprus. Its Protection and Preservation «αποδεικνύουν την παράνομη κατάσχεση των σημαντικών χριστιανικών αυτών κειμηλίων από τους Καρπασίτες, οι οποίοι προσπάθησαν να τα διασώσουν».

Ο επικεφαλής της Συντονιστικής Επιτροπής Καρπασίας, Νίκος Φαλάς, ανέφερε στους δύο βυζαντινολόγους ότι στις 16 Ιανουαρίου 1991, ο αείμνηστος Νίκος Πτωχόπουλος, επί 60 συναπτά έτη γραμματέας της μονής, εγκλωβισμένος στην Καρπασία, αναγκάστηκε να παραδώσει τις εικόνες στην «αστυνομία» του παράνομου τουρκοκυπριακού καθεστώτος, για να «μη χαθούν». Υπογράφηκε, δε, πρακτικό παράδοσης, παρουσία εκπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών, τους οποίους ο Ν. Πτωχόπουλος είχε προηγουμένως καλέσει. Όπως του ελέχθη από τους «αστυνομικούς», οι εικόνες θα μεταφέρονταν και θα εκτίθεντο σε μουσείο στη Λευκωσία. Πριν, ωστόσο, το υλικό παραδοθεί στις κατοχικές αρχές, ο κ. Φαλάς, σε συνάντηση που είχε με τον τότε ειδικό αντιπρόσωπο του γγ του ΟΗΕ στην Κύπρο, Τζέιμς Χόλγκερ, έθεσε το θέμα των κειμηλίων και εκείνος δέχτηκε να βοηθήσει τη μεταφορά τους στις ελεύθερες περιοχές, με την προϋπόθεση ότι θα είχε και τη γραπτή συγκατάθεση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄. Ο κ. Φαλάς επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο και του ζήτησε σχετική επιστολή. Ο Αρχιεπίσκοπος, όμως, φοβούμενος μήπως οι Τούρκοι ενοχλήσουν τους εγκλωβισμένους, δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του.

Από την έρευνα των κυρίων Φούλια και Χατζηχριστοδούλου προκύπτει ότι αρχικά τα κατασχεθέντα λατρευτικά κειμήλια τοποθετήθηκαν στο Κουμαρτζιλάρ Καν (Kumarcilar Khan – χάνι των χαρτοπαικτών), στη Λευκωσία, το οποίο χρησίμευε τότε ως αποθήκη του λεγομένου Τμήματος Αρχαιοτήτων. Ακολούθως, μεταφέρθηκαν στο Κάστρο της Κερύνειας, όπου, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, παραμένουν έως και σήμερα, θεωρούμενα από τις κατοχικές Αρχές ως λάφυρα πολέμου. Στο συγκεκριμένο, δε, Κάστρο εκτιμάται ότι υπάρχουν και εκατοντάδες άλλες εικόνες και κειμήλια, που προέρχονται από τους λεηλατημένους ναούς της κατεχόμενης Κύπρου.

Σε μία από τις δύο φωτογραφίες διακρίνονται τα ακόλουθα κειμήλια από τη μονή του Αποστόλου Ανδρέα:

1) Η θαυματουργή εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα (110×73 εκ.) του 1886, η οποία αφιερώθηκε από τον κτήτορα της μονής Οικονόμο Ιωάννη (1827-1909) και φέρει αργυρεπίχρυση επένδυση. Στην επένδυση ο Πρωτόκλητος παριστάνεται ένθρονος να ευλογεί και να κρατά κλειστό ευαγγέλιο. Στη βάση της εικόνας αποτυπώνονται επτά σκηνές από τον βίο του. Χαμηλά υπάρχει άνοιγμα (ομφαλός) για προσκύνηση της εικόνας από τους πιστούς. Στη θυρίδα του ομφαλού απεικονίζεται ο απόστολος Ανδρέας να κρατά μεγάλο σταυρό και ευαγγέλιο.

Η επένδυση της εικόνας, δηλώνουν οι δύο βυζαντινολόγοι, αποτελεί δωρεά του ζάμπλουτου Κωνσταντίνου Μαυρομάτη από τη Σαλαμιού της Πάφου, μεγάλου ευεργέτη της μονής, ο οποίος κατοικούσε και εδραστηριοποιείτο στη Μερσίνα της Μ. Ασίας. Ο Μαυρομάτης, σύμφωνα με τον Ιερομόναχο Ανδρέα Πέτρου (1852-1938) της μονής του Αποστόλου Ανδρέα, απέστειλε δέκα οκάδες αργυρά νομίσματα, μετζήτια και ρουπίες, με τα οποία κατασκευάστηκε η επένδυση της εικόνας.

2) Η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας, η οποία σύμφωνα με συνοδευτική επιγραφή κατασκευάστηκε το 1866 «Δι’ εξόδων Μάρκου Πρεσβυτέρου και Αγνής και των τέκνων». Στην εικόνα της Ελεούσας, η Θεοτόκος παριστάνεται Ένθρονη Βρεφοκρατούσα στον εικονογραφικό τύπο Άνωθεν οι Προφήτες. Η ζωγραφική των προσώπων ακολουθεί την τεχνοτροπία της Σχολής του Ιωάννου Κορνάρου του Κρητός. Πρόκειται πιθανώς για την προσκυνηματική εικόνα του ημιερειπωμένου σήμερα μετοχίου της Ελεούσας στην Καρπασία, το οποίο πριν περιέλθει στην δικαιοδοσία της μονής του Αποστόλου Ανδρέα ανήκε στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά.

Η εικόνα της Ελεούσας φυλασσόταν στο καθολικό της ακριτικής μονής και λιτανευόταν κατά την εορτή της Κοίμησης στις 15 Αυγούστου, οπότε η μονή πανηγύριζε τα εγκαίνια του καθολικού της, που έγιναν το 1867 από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο (1865-1900), σύμφωνα με επιγραφή στο εσωτερικό υπέρθυρο της βόρειας πύλης της εκκλησίας.

Στη φωτογραφία φαίνονται και τα αργυρά ιερά σκεύη της μονής:

– Το αρτοφόριο σε σχήμα τρουλλαίου ναού (με μισάνοικτη τη θυρίδα του), στο οποίο παριστάνονται ο Χριστός στη θυρίδα και οι απόστολοι κάτω από τόξα, προφανώς ο Μυστικός Δείπνος. Επίσης, διακρίνονται δύο άγια ποτήρια με τα καλύμματά τους και κάλυμμα αγίου δισκαρίου (με τον Χριστό και τους Τρεις Ιεράρχες) και δύο ευαγγέλια.

– Τα καλύμματα του ενός ευαγγελίου είναι εξ ολοκλήρου καλυμμένα με αργυρεπίχρυση επένδυση (39×29 εκ.). Στη μια όψη απεικονίζονται η Σταύρωση του Χριστού, οι Ευαγγελιστές και έντεκα σκηνές από το Θείο Πάθος. Στην άλλη όψη του ευαγγελίου παριστάνονται η Ανάσταση, οι Ευαγγελιστές και τα έντεκα Εωθινά. Το έργο υπογράφουν το 1918 ο ζωγράφος Παρθένιος Κυριακίδης (ο οποίος έκανε το σχέδιο) και ο χρυσοχόος Θεόδωρος (ο οποίος κατασκεύασε τις μεταλλικές επενδύσεις).

– Το δεύτερο ευαγγέλιο (35×26 εκ.) φέρει βελούδινα καλύμματα γαλάζιου χρώματος με την Ανάσταση και τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ενώ στην άλλη όψη εικονίζεται η Σταύρωση. Το ευαγγέλιο αποτελεί δωρεά του κτήτορα της μονής παπά Ιωάννη Οικονόμου και κατασκευάστηκε το 1867.

– Ο λιτανευτικός σταυρός και τα εξαπτέρυγα χωρίς τα κοντάρια τους.

– Μια μικρή αργυρεπίχρυση εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα και βιβλιόσχημη λειψανοθήκη (ως Βίβλος αναφέρεται στο έγγραφο των κατοχικών Αρχών). Στη λειψανοθήκη εικονίζεται στη μια πλευρά ο απόστολος Ανδρέας να κρατά ευαγγέλιο και να ευλογεί, ενώ στην άλλη πλευρά η Παναγία Ελεούσα του Κύκκου με τον απόστολο Λουκά και τον άγιο Χαράλαμπο. Στις γωνίες εικονίζονται οι τέσσερις ευαγγελιστές και στη ράχη της λειψανοθήκης τέσσερα εξαπτέρυγα. Η λειψανοθήκη περιείχε στο μέσο ασημένιο σταυρό και ιερά λείψανα των αγίων Χαραλάμπους, Γεωργίου, Θεοδώρου, Βαρβάρας και Ευφημίας. Κατασκευάστηκε σύμφωνα με επιγραφή με δαπάνη της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα επί επιστασίας του παπά Ιωάννη Οικονόμου το 1876. Στην εσωτερική πλευρά του καλύμματος είναι ζωγραφισμένος ο απόστολος Ανδρέας να κρατά ευαγγέλιο και να ευλογεί.

– Ενδιαφέρον παρουσιάζει, ακόμη, το ασημένιο θυμιατήρι, το ίδιο με το οποίο εικονίζεται σε φωτογραφία του 1967 να θυμιατίζει τις εικόνες του τέμπλου ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, κατά την πρώτη μεταφορά της τιμίας κάρας του Αγίου, τη χρονιά εκείνη. Άλλη ασημένια εικόνα ήταν τοποθετημένη για προστασία εντός ξύλινου κιβωτίου με τζάμι.

Στην προπαγανδιστική έκδοση των κατοχικών αρχών παρουσιάζονται ακόμη τρεις εικόνες από τη μονή του Αποστόλου Ανδρέα και το μετόχι της Ελεούσας, τις οποίες κατέσχεσαν οι Τούρκοι. Η πρώτη εικόνα απεικονίζει τη Βάπτιση του Χριστού, η δεύτερη τον Επιτάφιο Θρήνο και η τρίτη μια ασημένια εικόνα της Παναγίας. Όλες οι εικόνες χρονολογούνται στον 19ο αιώνα.

Στην ασημένια εικόνα η Θεοτόκος παρουσιάζεται στον εικονογραφικό τύπο της Πλατυτέρας των Ουρανών, δεόμενη με το Νήπιο Χριστό μπροστά στο στήθος να ευλογεί με τα δύο χέρια. Μπροστά του είναι τοποθετημένη σφαίρα, που παραπέμπει σε παραλλαγή του τύπου του Παντοκράτορα. Στο κάτω μέρος υπάρχει μεγαλογράμματη ελληνική επιγραφή, η οποία αναφέρει: «ΚΤΗΜΑ ΕΛΕΟΥΣΑΣ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ».

Οι βυζαντινολόγοι Ανδρέας Φούλιας και Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου δήλωσαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «θα ήταν χειρονομία καλής θελήσεως εκ μέρους των Τούρκων, εάν με το πέρας της αναστήλωσης, που έχει δρομολογηθεί, της μονής του Αποστόλου Ανδρέα, οι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλια μεταφερθούν και τοποθετηθούν στην αρχική τους θέση, δηλαδή μέσα στο καθολικό της περιώνυμης μονής, που εδώ και αιώνες αποτελεί κοινό χώρο απόδοσης πίστης και τιμής για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους κατοίκους της Κύπρου».