Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου ανακοίνωσε τη λήξη των ανασκαφών του 2012 στη θέση Αγία Βαρβάρα-Ασπρόκρεμνος που χρονολογείται στην 9η χιλιετία π.Χ.

Οι έρευνες που διεξήχθησαν το 2012 επικεντρώθηκαν στην τεκμηρίωση σημαντικών στοιχείων στον χώρο, στην καταγραφή κινητών ευρημάτων και στην επανεξέταση του χαρακτήρα της ανθρώπινης κατοίκησης η οποία διαμόρφωσε τον συγκεκριμένο χώρο. Καταγράφηκαν σημαντικές πληροφορίες για τη χρήση της θέσης από τις προϊστορικές κοινότητες αλλά και κάποιες ενδείξεις για τη χρονολόγηση της θέσης στην πρωιμότερη φάση της Νεολιθικής περιόδου, πριν από την Ακεραμική Νεολιθική Β.

Για πρώτη φορά μετά από 10.000 χρόνια είδε το φως ένα δάπεδο (Δάπεδο 320) το οποίο εξέχει του κεντρικού δαπέδου σχηματίζοντας ένα είδος πάγκου που ακολουθεί την περίμετρο του εσωτερικού τοίχου. Στο βόρειο τμήμα του στοιχείου αυτού εντοπίστηκαν ποσότητες στάχτης και λίθινα εργαλεία τα οποία βρέθηκαν σε στρώματα που δείχνουν επεισόδια επαναλαμβανόμενης χρήσης. Η παρουσία θαμμένων αντικειμένων (χρηστικά μεν αλλά θαμμένα) αλλά και οι ενδείξεις που φανερώνουν επεισόδια διάβρωσης δηλώνουν διακοπές στην κατοίκηση του κτίσματος, ενώ ο χαρακτήρας των κινητών ευρημάτων φανερώνει ότι οι δραστηριότητες που διεξάγονταν στο κτίσμα ήταν οικιστικές.

Κατασκευαστικά στοιχεία που έχουν έρθει στο φως φανερώνουν ότι οι άνθρωποι επένδυσαν πολλά στο κτίσμα αυτό, αφού το κτίσμα λαξεύτηκε μέσα στον φυσικό βράχο και οι τοίχοι επενδύθηκαν με επίχρισμα πάχους 10-15 εκ. Στο επίχρισμα διατηρούνται ίχνη καύσης και πιθανόν η οροφή να ήταν φτιαγμένη από κλαδιά στερεωμένα με πηλό. Σε αντίθεση, το δάπεδο ήταν κατασκευασμένο από απλό, πατημένο χώμα με επίχρισμα που ανανεωνόταν κατά διαστήματα από υλικό διάβρωσης που συσσωρευόταν όταν οι άνθρωποι εγκατέλειπαν (ίσως εποχιακά) το κτίσμα.

Οι ανασκαφές αποκάλυψαν επίσης σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τη συνέχιση της ανασκαφής του στοιχείου F541, στο νότιο άκρο της θέσης. Το ανατολικό του τμήμα είχε ανασκαφεί το 2011 όταν αποκαλύφθηκε ένας ρηχός αποθέτης (λάκκος) γεμισμένος με λίθινα εργαλεία και απολεπίσματα. Οι ανασκαφές του 2012 αποκάλυψαν έναν μεγαλύτερο λάκκο και ένα μικρότερο λαξευμένο στη βάση του. Στον μικρότερο αυτό λάκκο βρέθηκαν καμένες πέτρες και στάχτη, στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ο λάκκος μάλλον λειτουργούσε ως εστία που κατασκευάστηκε όταν το F541 χρησιμοποιείτο ως βάση μιας πολύ απλής κατασκευής, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε χώρο απόρριψης σκουπιδιών από τις οικίες. Το F541 φαίνεται να είναι μεταγενέστερο του πιο περίτεχνου F300 στα βόρεια. Η απλή μορφή του F541 φανερώνει ότι σταδιακά οι άνθρωποι επένδυαν λιγότερο κόπο στην κατασκευή στεγάστρων και παρατηρείται, κατά τις πιο ύστερες φάσεις κατοίκησης, μια προτίμηση σε πιο εφήμερα αρχιτεκτονήματα. Στα άνω στρώματα του F541 βρέθηκε ένα μεγάλο περίαπτο (κόσμημα) από πικρόλιθο σε σχήμα δακρύου και με εγχάρακτη κόσμηση. Το αντικείμενο αυτό φανερώνει μια πιο εξελιγμένη τεχνική από αυτές που έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής στην αρχαιολογική αυτή θέση.

Ανασκαφές ξανάρχισαν σε περιοχή στα ΒΑ του F541, όπου αποκαλύφθηκε μια μοναδική συγκέντρωση πλακών από κιμωλία οι οποίες περιβάλλουν μεγάλο αριθμό καμένων πετρών, πιθανόν κατάλοιπα εστίας. Το στοιχείο αυτό παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στη θέση. Κάτω από τις πλάκες, σε ένα κοίλωμα, βρέθηκαν εκατοντάδες κομμάτια ώχρας. Το στοιχείο αυτό, που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί πλήρως, συνδυάζει μεγάλες ποσότητες πολύχρωμων φυσικών χρωμάτων (περιλαμβανομένων και κόκκινης, κίτρινης, πορτοκαλιάς, μωβ και γκρίζας ώχρας όπως και έντονης πράσινης terra verde). Τέτοιες φυσικές χρωστικές ουσίες βρίσκονται σε αφθονία στο σύγχρονο χωριό Μαθιάτης, σε απόσταση 1 χλμ. από την αρχαιολογική θέση.

Το κοίλωμα είχε λαξευτεί μέσα στον φυσικό βράχο κατά μήκος της νότιας και της δυτικής του πλευράς, οι οποίες είχαν σκαφτεί για να σχηματιστεί μια επίπεδη επιφάνεια που απλώνεται προς βορρά, όπου βρίσκονται εστίες με σειρά από ρηχούς λάκκους και πασσαλότρυπες λαξευμένες στο βόρειο άκρο του χώρου. Ένας από τους λάκκους αυτούς (F590) διατηρεί ένα καλοφτιαγμένο χείλος το οποίο, σε συνδυασμό με μια σειρά πασσαλότρυπων που τρέχουν κατά μήκος της ανατολικής μεριάς του λάκκου, φανερώνουν μια περίπλοκη εγκατάσταση πάνω σε μια επιφάνεια της Νεολιθικής περιόδου στην οποία διεξάγονταν δραστηριότητες επεξεργασίας της ώχρας.

Όπως το F531 (ανασκάφηκε το 2011), που έδειξε επίσης μεγάλη συγκέντρωση φυσικών χρωστικών ουσιών, λειασμένων εργαλείων και ξέστρων, η περιοχή με τις πλάκες από κιμωλία προσθέτει περαιτέρω πειστικά στοιχεία για τη χρήση της φωτιάς που, σε συνδυασμό με τους ρηχούς λάκκους και τους πολυάριθμους (ξύλινους) πασσάλους, φανερώνει ότι στον χώρο διεξάγονταν εργασίες που είχαν σχέση με την επεξεργασία δερμάτων ζώων (χοίρων). Άλλες χρήσεις της ώχρας είναι επίσης πιθανές, όπως για κατασκευή εργαλείων και για διακόσμηση. Οι σημαντικές ποσότητες ώχρας που βρέθηκαν στην αρχαιολογική θέση Αγία Βαρβάρα-Ασπρόκρεμνος μαρτυρούν ότι ήδη κατά την πρώιμη Νεολιθική περίοδο η ουσία αυτή τύχαινε συστηματικής εκμετάλλευσης.

Οι έρευνες στη θέση Αγία Βαρβάρα-Ασπρόκρεμνος διεξάγονται υπό τη διεύθυνση της δρος Carole MacCartney εκ μέρους του Πανεπιστημίου Κύπρου σε συνεργασία με το Cornell University και το University of Toronto.