Η Κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στα όρη Όλυμπος προς Βορρά και Όσσα (Κίσσαβος) προς Νότο έχει μήκος περίπου 10 χλμ. και στο στενότερο σημείο της σχηματίζεται φαράγγι πλάτους 25 μ. και βάθους περίπου 500 μ. Στο εσωτερικό της ρέει ο ποταμός Πηνειός, γνωστός ως Σαλαμπριάς στα μεσαιωνικά χρόνια και ως Κιοστέμ ή Κουσέμ στην Τουρκοκρατία. Απότοκος της ιδιαίτερης τοπιογραφίας της περιοχής είναι και η ονομασία Τέμπη, καθώς η στενή κοιλάδα τέμνει τους ορεινούς όγκους που την περιβάλλουν και μέσω αυτής αποστραγγίστηκαν τα νερά της λίμνης που κάλυπτε στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν τη θεσσαλική λεκάνη, όπως επισημαίνεται ήδη από τους αρχαίους γεωγράφους.

Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελούσε το σημαντικότερο πέρασμα από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία και ένα ιδιαίτερα στρατηγικό σημείο, καθώς λόγω της στενότητάς της μπορούσε να ελεγχθεί πολύ εύκολα. Κατά την εκστρατεία των Περσών το 480 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, αν και δεν συνάντησε αντίσταση στα Τέμπη, καθώς ο στρατός των ελληνικών δυνάμεων υποχώρησε στα Στενά των Θερμοπυλών, παρ’ όλα αυτά προτίμησε να αποφύγει τα Τέμπη και να περάσει στη Θεσσαλία από τον Κάτω Όλυμπο. Το ίδιο έπραξε και ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Βρασίδας το 424 π.Χ. στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο οποίος προτίμησε να διέλθει διά των Στενών της Πέτρας, ενώ ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος το 394 π.Χ., όταν επέστρεφε από την εκστρατεία του ενάντια στους Πέρσες, παρέκαμψε τα Τέμπη. Κατά τους Μακεδονικούς πολέμους, οι Ρωμαίοι, οι οποίοι στρατοπέδευαν στη Θεσσαλία, πέρασαν από τον Κάτω Όλυμπο στην Πιερία, όπου τελικά νίκησαν τους Μακεδόνες, το 168 π.Χ. στη μάχη της Πύδνας. Σύμφωνα δε με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, το φρούριο που κατασκεύασε τον 2ο αι. π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας στο στενότερο τμήμα των Στενών μπορούσαν να το υπερασπισθούν μόλις δέκα άνδρες.

Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας βρίσκεται η μαγνητική πόλη Ομόλιον, κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό, και λίγο βορειότερα η μακεδονική πόλη Φίλα, στη σημερινή Κάτω Αιγάνη, ενώ στο δυτικό άκρο της κοιλάδας η περραιβική πόλη των Γόννων. Προς την ανατολική έξοδο της κοιλάδας και δίπλα στην αρχαίο οδό, που σε γενικές γραμμές βρισκόταν στον άξονα της σημερινής Εθνικής Οδού, υπήρχε και η επιγραφή του 48 π.Χ. του ανθυπάτου του Καίσαρα «L. CASSIUS LONGINUS PRO COS TEMPE MUNIVIT», δηλαδή ο Λεύκιος Κάσσιος Λογγίνος οχύρωσε ή οδοποίησε τα Τέμπη. Το μικροτοπωνύμιο είναι γνωστό ως «Γραμμένο Άλας» γιατί σύμφωνα με μία άποψη οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι η επιγραφή αναφέρει το δαπανηθέν αλάτι ως αμοιβή στους εργάτες για την κατασκευή του δρόμου, ή επειδή το άλας σημαίνει πέτρα και επομένως «γραμμένο άλας» σημαίνει ενεπίγραφος λίθος.

Στο ύψος της σημερινής γέφυρας της Εθνικής Οδού, στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού αποκαλύφθηκαν σε παλαιότερες έρευνες κατάλοιπα πιθανόν του ιερού του Απόλλωνα Τεμπείτη, όπως επιβεβαιώνεται και επιγραφικά από μία αναθηματική στήλη από τη Λάρισα, η λατρεία του οποίου συνδεόταν στενά με την Κοιλάδα των Τεμπών.

Στο πλαίσιο της κατασκευής του νέου οδικού άξονα ΠΑΘΕ, η ΙΕ′ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διενεργεί από το 2010 σωστικές ανασκαφικές έρευνες στη δυτική είσοδο της κοιλάδας, στη θέση «Χάνι Κοκόνας» (σημ. 1), και στην ανατολική, στη θέση «Φύλλα Γκιόλια». Αμέσως ανατολικά της πρώτης θέσης και στους πρόποδες της Όσσας στην περιοχή «Τσιριγά χωράφια» υπάρχει αρχαίο και βυζαντινό λατομείο γκρίζου μαρμάρου με τρεις τουλάχιστον λατομικές εστίες. Επίσης, σε μικρό λατομείο στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου, σώζεται ανάγλυφη ανακεκλιμένη μορφή λαξευμένη στο βράχο που απεικονίζει κατά τα φαινόμενα τον Ηρακλή και πιθανόν είναι δημιούργημα λατόμου που δούλεψε σε αυτό το λατομείο.

Στη θέση «Χάνι Κοκόνας» εντοπίστηκαν σε έκταση διαστάσεων 25×30 μ. (Ανασκαφικός Τομέας Α και Β) εκτεταμένες θεμελιώσεις κτισμάτων με παρόμοιο προσανατολισμό που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε δέκα χώρους διαφόρων διαστάσεων ενός ή περισσοτέρων κτιριακών συγκροτημάτων (εικ. 1). Το νότιο πέρας του συγκροτήματος οριοθετείται από έναν μεγάλο λίθινο τοίχο ο οποίος  διαμορφώνεται κλιμακωτά με κατεύθυνση Α-Δ και λειτουργούσε και ως ανάλημμα, καθώς το φυσικό έδαφος παρουσιάζει έντονη κλίση προς Βορρά (εικ. 2). Οι τοίχοι των κτισμάτων έχουν λιθόκτιστη θεμελίωση από αργούς λίθους, ενώ η ανωδομή τους πρέπει να ήταν πλίνθινη. Τα δάπεδα αποτελούνταν από πατημένο χώμα με μοναδική εξαίρεση το δωμάτιο 5 που είχε δάπεδο διαστάσεων 1,70×1,90 μ. από τέσσερις μεγάλες επεξεργασμένες ασβεστολιθικές πλάκες. Στη στέγαση χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδες λακωνικού τύπου, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν δύο τμήματα στρωτήρων που φέρουν σφράγισμα κυκλικού σχήματος. Στο πρώτο μπορούμε να διαβάσουμε ΘΕΟΦΑΝΗΣ:ΔΕΟΚΥ (γραμμένο «επί τα λαιά») και στο δεύτερο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ. Παρόμοια σφραγίσματα με τα ίδια ονόματα εντοπίστηκαν στη γειτονική πόλη των αρχαίων Γόννων, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας (σημ. 2). Τα δωμάτια 3 και 6 είχαν στο κέντρο τους τετράγωνη «εσχάρα» διαστάσεων κατά μέσο όρο περίπου 1×1 μ. Κάθε «εσχάρα» αποτελούνταν από τέσσερις ασβεστολιθικές πλάκες, στη μία εκ των οποίων βρέθηκαν λίγα σιδερένια καρφιά, ενώ στις εν λόγω κατασκευές δεν εντοπίστηκαν καύσεις. Ειδικότερα, το δωμάτιο 3 είχε στη νοτιοδυτική γωνία μια επιμήκη κατασκευή μήκους 2 μ. και ύψους 0,50 μ., αποτελούμενη από τέσσερις ορθογώνιες θήκες σε σειρά η μία δίπλα στην άλλη, των οποίων η πρόσοψη ήταν ανοιχτή προς το εσωτερικό του δωματίου. Οι θήκες ήταν κατασκευασμένες από ασβεστολιθικές ημικατεργασμένες πλάκες στα κάθετα τοιχώματα και στην οριζόντια οροφή τους. Στο εσωτερικό της νότιας θήκης βρέθηκε το αριστερό τμήμα μικρής μαρμάρινης ναϊσκόσχημης στήλης με ανάγλυφη μορφή της Κυβέλης (εικ. 3). Η θεά είναι καθιστή με ένα μικρό λιοντάρι στα γόνατά της, ενώ, με βάση τις γνωστές απεικονίσεις της (σημ. 3), στο αριστερό της χέρι θα κρατούσε ένα τύμπανο και στο δεξί μία φιάλη. Στη βόρεια θήκη εντοπίστηκε ένα πήλινο θυμιατήριο με ίχνη καύσης στο εσωτερικό του, ενώ οι υπόλοιπες θήκες δεν περιείχαν ευρήματα. Είναι φανερό ότι οι κατασκευές αυτές συνδέονταν με την άσκηση λατρείας και ειδικότερα της θεάς Κυβέλης. Πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας του ίδιου χώρου, εντοπίστηκαν οι απολήξεις δύο λίθινων αγωγών (ρείθρων;), οι οποίοι εισέρχονται στο δωμάτιο διαπερνώντας τον βόρειο και τον ανατολικό τοίχο αντίστοιχα. Παρουσιάζουν ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό του δωματίου, ούτως ώστε να συγκεντρώνονται στην περιοχή αυτή τα υγρά που έρεαν στο εσωτερικό τους. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι η εύρεση στον ίδιο χώρο δύο τμημάτων κεραμίδας στέγης, τα οποία σώζουν παράλληλες εγχάρακτες γραμμές και δύο εγχάρακτα Χ επάνω σε αυτές. Πρόκειται για το επιτραπέζιο παίγνιο «Πέντε Γραμμαί», το οποίο παιζόταν με πεσσούς και ζάρια και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές έως και την αρχή της ελληνιστικής περιόδου (σημ. 4).

Επίσης, στις γωνίες των δωματίων 6 και 11 εντοπίστηκαν δύο ελλειπτικές κατασκευές σε σχήμα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα περίπου 1-1,20 μ. κατασκευασμένες από μία σειρά λίθων, η μία εκ των οποίων είχε δάπεδο από ασβεστολιθικές πλάκες.

Σε άλλο χώρο του συγκροτήματος βρέθηκε πήλινο πλακίδιο ύψους 0,30 μ. με προτομή της θεάς Αρτέμιδος (εικ. 4), προορισμένο για ανάρτηση σε κάποιο τοίχο, όπως υποδεικνύει η οπή στην οπίσθια πλευρά. Η θεά κρατά στο δεξί της χέρι μικρό ελάφι, ενώ στο αριστερό, που είναι σηκωμένο ψηλά, κρατούσε πιθανόν σκήπτρο. Παρόμοια προτομή βρέθηκε ως κτέρισμα σε τάφο του β′ μισού του 4ου αι. π.Χ. του αρχαίου Ομολίου (σημ. 5), στην ανατολική είσοδο της κοιλάδας. Η Κυβέλη και η Άρτεμις είναι θεότητες που συνδέονται με τα βουνά και τα άγρια θηρία, με τη βλάστηση και την άγρια φύση, ένα περιβάλλον το οποίο αντιστοιχεί απόλυτα στην Κοιλάδα των Τεμπών.

Πολυάριθμη είναι η κεραμική, που περιλαμβάνει κυρίως άβαφα αγγεία (μαγειρικά και αποθηκευτικά), μελαμβαφή (πινάκια, κανθάρους, σκυφίδια, μεταξύ των οποίων κάποια με διακόσμηση τύπου δυτικής κλιτύος), ελάχιστα ερυθρόμορφα, καθώς και λυχνάρια του 4ου-3ου αι. π.Χ. Από τα υπόλοιπα κινητά ευρήματα ξεχωρίζουν δύο λίθινες ακόσμητες στήλες και δύο ορθογώνιες βάσεις στηλών. Δεν απουσιάζουν και άλλες κατηγορίες ευρημάτων, όπως χάλκινα νομίσματα (από τα νομισματοκοπεία της Λάρισας, της Φαλάννας, της Γυρτώνης, του Φλιούντα, καθώς και βασιλικές μακεδονικές κοπές, εκ των οποίων υπερτερούν τα νομίσματα του Κασσάνδρου), πήλινα ειδώλια, μεταλλικά, οστέινα και γυάλινα αντικείμενα, καθώς και πήλινες αγνύθες.

Στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αλλά και στον ευρύτερο ανασκαφικό χώρο, εντοπίστηκαν εννιά συνολικά τάφοι. Οι πρωιμότεροι από αυτούς χρονολογούνται τον 4ο αι. π.Χ. και βρέθηκαν στα νοτιοανατολικά του συγκροτήματος. Πρόκειται για τέσσερις λακκκοειδείς τάφους με κάλυψη από ασβεστολιθικές πλάκες, εκ των οποίων δύο ανήκουν σε ενήλικα άτομα και δύο είναι παιδικοί. Ο κάθε τάφος περιείχε ως κτέρισμα ένα ανοιχτό μελαμβαφές αγγείο. Σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο του 2ου αι. π.Χ. (τάφος 1) βρέθηκαν τρεις επάλληλες ταφές καθώς και τέσσερα πήλινα μυροδοχεία, μία μολύβδινη πυξίδα, ένας πήλινος μακεδονικός αμφορέας, μία πήλινη λάγυνος με διακόσμηση τύπου δυτικής κλιτύος και μία χάλκινη φιάλη. Σε έναν άλλο τάφο (τάφος 6), σύγχρονο με τον προηγούμενο, ο οποίος κατασκευάστηκε όταν το συγκρότημα είχε πλέον εγκαταλειφθεί, καθώς δύο πλευρές του αποτελούνται από τοίχους του δωματίου 10, βρέθηκαν έντονα ίχνη καύσης και λίγα σκελετικά κατάλοιπα. Ανάμεσα στα ευρήματα (δύο πήλινα μυροδοχεία, μία πήλινη λάγυνος λευκού βάθους, μία μολύβδινη πυξίδα, ένα πήλινο σκυφίδιο, μία πήλινη λήκυθος, και δύο χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Θεσσαλών) ξεχωρίζει ένα χρυσό ενώτιο που πιθανόν απεικονίζει ταύρο, καθώς και ένα χρυσό μηνοειδές κόσμημα. Επίσης, σε λακκοειδή τάφο της ρωμαϊκής περιόδου (τάφος 3) ο νεκρός κρατούσε στο δεξί χέρι δύο νομίσματα Μαξιμιανού (μετά το 286 μ.Χ.), ενώ τα κτερίσματα περιελάμβαναν τέσσερα πήλινα αγγεία, ένα πήλινο λυχνάρι, δύο οστέινες περόνες, καθώς και ένα λίθινο πλακίδιο, το οποίο σχετίζεται με την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών. Τέλος, σε απόσταση περίπου 100 μ. ανατολικά του κτιριακού συγκροτήματος και στις βραχώδεις υπώρειες της Όσσας εντοπίστηκαν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι της Παλαιοχριστιανικής περιόδου (τάφος 4 και 5) καθώς και επιτύμβια στήλη ρωμαϊκής περιόδου με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ.

Με βάση τα διαθέσιμα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι το κτιριακό συγκρότημα που ανασκάπτεται στη θέση «Χάνι Κοκόνας» αποτελεί ιερό αφιερωμένο στη λατρεία της Κυβέλης. Η κάτοψή του παραπέμπει μορφολογικά σε οικιστικά σύνολα, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα ιερά της Μητέρας των Θεών στην Πέλλα (σημ. 6), στη Βεργίνα (σημ. 7) και στη Δημητριάδα (σημ. 8). Ενισχυτική για την ερμηνεία της χρήσης του χώρου ως ιερού είναι και η κατασκευή με τις τέσσερις θήκες που προαναφέραμε στο εσωτερικό του δωματίου 3. Παρόμοιες θήκες συναντάμε στο ιερό της Κυβέλης, στο Ν. Φάληρο (σημ. 9), αλλά και σε ιερά άλλων θεοτήτων, όπως του Απόλλωνα στο Σωρό (σημ. 10) και της Ήρας στη Foce del Sele (σημ. 11). Άλλωστε, η λατρεία της Κυβέλης δεν είναι άγνωστη στον θεσσαλικό χώρο, όπως αποδεικνύεται και από τις επιγραφικές μαρτυρίες (σημ. 12). Από την άλλη, η εύρεση στον ίδιο χώρο μιας μεσοβυζαντινής βασιλικής λίγα μέτρα δυτικότερα από το κτιριακό συγκρότημα που ανασκάπτουμε (βλ. το άρθρο της Σταυρούλας Σδρόλια «Βυζαντινές αρχαιότητες στα Τέμπη», Η Κοιλάδα των Τεμπών – Μέρος Δ′), υποδεικνύει διαχρονικότητα στην ιερή-λατρευτική χρήση της περιοχής αυτής.

Το ιερό ιδρύθηκε κατά τον 4ο αι. π.Χ και φαίνεται ότι είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ., ενώ μέχρι τα παλαιοχριστιανικά χρόνια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για σποραδικούς ενταφιασμούς. Αν και η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται, φαίνεται ότι η εγκατάλειψη του χώρου συμπίπτει χρονικά με τα ταραγμένα χρόνια κατά τη διάρκεια των Μακεδονικών πολέμων και πιθανόν σχετίζεται με τη γενικότερη ανασφάλεια που επικρατούσε κατά την περίοδο αυτή.

Στη θέση «Φύλλα-Γκιόλια» στην ανατολική είσοδο της Κοιλάδας των Τεμπών, η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 2010-2011 σε έκταση περίπου μισού στρέμματος, πλησίον της δεξιάς κοίτης του Πηνειού ποταμού. Εντοπίστηκε τμήμα αρχαϊκού νεκροταφείου με ταφές καύσεων και λίγους ενταφιασμούς, καθώς και ενταφιασμοί του 5ου και 4ου αι. π.Χ. Οι τάφοι αποκαλύφθηκαν σε ένα χώρο σχετικά επίπεδο, ανοιχτό και ομαλό στη σημερινή του μορφή, που ακολουθεί το ανάγλυφο της περιοχής, σε απόσταση 1 χλμ. ΒΔ από την όμορη αρχαία πόλη Ομόλιο, η οποία από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζεται με τα ερείπια στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας στο ομώνυμο σημερινό χωριό.

Οι ταφές καύσεων παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα (σε μία δοκιμαστική τομή 5×6 μ. εντοπίστηκαν 54 καύσεις) και η διάταξή τους ακολουθεί σταθερό προσανατολισμό Α-Δ (εικ. 5). Το τελετουργικό της ταφικής πρακτικής των καύσεων περιελάμβανε αρχικά την αποτέφρωση του νεκρού σε κάποιο λάκκο-αποτεφρωτήριο κοντά στο νεκροταφείο, που ωστόσο δεν έχει εντοπιστεί. Μετά την ολοκλήρωσή της, τα υπολείμματα των οστών του νεκρού συλλέγονταν μέσα σε τεφροδόχο αγγείο, το οποίο στη συνέχεια τοποθετούνταν όρθιο σε λάκκο. Οι λάκκοι συνήθως ήταν ορθογώνιοι ή ελλειψοειδείς, με μικρές διαστάσεις και χωρίς επένδυση στα τοιχώματά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις η παρουσία καταλοίπων καύσης στο εσωτερικό τους ήταν έντονη. Τα τεφροδόχα αγγεία πατούσαν απευθείας στο φυσικό έδαφος, ενώ ορισμένες φορές μικρές αργές πέτρες στη βάση τους βοηθούσαν τη στήριξή τους. Το στόμιο των τεφροδόχων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, καλυπτόταν από μια μικρή πλακαρή πέτρα. Σε απόσταση περίπου 0,10 μ. επάνω από αυτή υπήρχε, κατά κανόνα, μια επιμήκης και μεγαλύτερη ορθογώνια σχιστολιθική πλάκα σε οριζόντια θέση και πίσω από αυτήν μία όρθια πλακαρή ακατέργαστη πέτρα ως «σήμα». Το σχήμα τους, τις πιο πολλές φορές, ήταν ακανόνιστο ορθογώνιο ή τραπεζιόσχημο. Τα «σήματα» στήνονταν κυρίως στην ανατολική πλευρά των λάκκων.

Με βάση μέρος του υλικού που έχει συντηρηθεί, τα πήλινα τεφροδόχα αγγεία είναι κυρίως σταμνοειδή με οριζόντιες λαβές λοξά τοποθετημένες στον ώμο του αγγείου. Η διακόσμησή τους περιλαμβάνει κυρίως πεταλόσχημα-σταγονόμορφα μοτίβα, ταινίες, κάθετες και οριζόντιες κυματοειδείς γραμμές. Αναπάντεχο και ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα είναι ένας τεφροδόχος στάμνος που φέρει στον ώμο του γραπτό το αρχαϊκό αλφάβητο «επί τα λαιά», το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο όψεις του αγγείου. Στον ώμο ενός άλλου σταμνοειδούς αγγείου υπάρχει μελανόμορφη παράσταση με σατύρους και μαινάδες που χορεύουν. Επίσης, ένα τριποδικό τεφροδόχο αγγείο διακοσμείται με ανάγλυφα φίδια στον ώμο και στη λαβή του, καθώς και από σειρές με εμπίεστους κύκλους και εγχάρακτη φυτική διακόσμηση στο σώμα του (εικ. 6). Δύο από τα φίδια πλησιάζουν αντικριστά μία κεφαλή, πιθανώς αιγάγρου. Η όλη διακόσμηση υποδηλώνει την ιδιαίτερη χρήση του αγγείου, η οποία διαφαίνεται και από μια εγχάρακτη επιγραφή ΕΡΓΙ, που προς το παρόν δεν έχει ερμηνευθεί. Πιθανώς πρόκειται για ένα τελετουργικό αγγείο το οποίο σχετίζεται με χθόνιες δοξασίες. Τα τεφροδόχα αγγεία φέρουν στον πυθμένα ή τα τοιχώματα μικρές οπές που πιθανόν σχετίζονται με υγρές προσφορές πριν ή μετά την εναπόθεση των οστών προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων, ενώ ανάλογα παραδείγματα είναι γνωστά και από το αρχαϊκό νεκροταφείο καύσεων του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Λάρισας (σημ. 13).

Η πλειονότητα των τεφροδόχων αγγείων συνοδευόταν από άλλα κτερίσματα. Συνήθως ήταν ένα ή περισσότερα μικρά πήλινα αγγεία (όλπες, οινοχόες, κοτύλες, σκύφοι κ.ά.), αλλά σε μερικές περιπτώσεις και σιδερένια όπλα, όπως μαχαίρια και αιχμές δοράτων, ενώ δεν έλειπαν και τα χάλκινα κοσμήματα, όπως δαχτυλίδια, δακτύλιοι, πόρπες, περίαπτα, ψέλια κ.ά.

Από την άλλη, ο αριθμός των αρχαϊκών ενταφιασμών ήταν σχετικά πολύ μικρός συγκρινόμενος με τις ταφές καύσεων και περιελάμβανε λακκοειδείς τάφους με ελάχιστα κτερίσματα.

Εκτός από τις αρχαϊκές καύσεις, σημαντικές από άποψη ευρημάτων είναι και οι οκτώ ταφές του 5ου και κυρίως του 4ου αι. π.Χ. που αποκαλύφθηκαν σε απόσταση περίπου 30 μ. ανατολικά του αρχαϊκού νεκροταφείου. Πρόκειται για έξι απλούς λακκοειδείς, έναν κεραμοσκεπή και έναν κιβωτιόσχημο τάφο με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ. Ο πλουσιότερα κτερισμένος τάφος ήταν κιβωτιόσχημος, αλλά κατά μεγάλο μέρος καταστράφηκε από τα εκσκαπτικά μηχανήματα κατά τις εργασίες κατασκευής του νέου οδικού άξονα. Καθώς στην περίοδο της ανασκαφής του τάφου ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής ήταν σε ψηλό επίπεδο εξαιτίας και του παρακείμενου Πηνειού ποταμού, η ύπαρξη του νερού ήταν διαρκής και τα ευρήματα περισυνελέγησαν με μεγάλη δυσκολία και ύστερα από επανειλημμένο κοσκίνισμα του χώματος. Στα κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνεται ένας ικανοποιητικός αριθμός από ερυθρόμορφα και μελαμβαφή πήλινα αγγεία διαφόρων σχημάτων, όπως πελίκες, υδρίες, αλάβαστρα, σκύφοι, ληκύθια κ.ά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο πελίκες αθηναϊκής προέλευσης, οι οποίες απεικονίζουν στη μία όψη τους κεφαλή αλόγου και γυναικεία κεφαλή και στην άλλη ανδρικές ιστάμενες μορφές, ενώ παρόμοιες πελίκες (εικ. 7) προέρχονται και από παλαιότερες ανασκαφές τάφων του ίδιου νεκροταφείου (σημ. 14). Στα κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνονται ακόμη πήλινες ένθρονες γυναικείες μορφές, ένα ειδώλιο ιππέα, ομοίωμα κλισμού και λουτήρα, καθώς και ένα ζεύγος χρυσών ενωτίων με πυραμιδόσχημη απόληξη, χρυσοί ψήφοι περιδεραίου και τρία χρυσά μετάλλια με κατενώπιον κεφαλή νεαρών μορφών (εικ. 8). Παρόμοια μετάλλια με την προτομή της θεάς Αθηνάς είχαν βρεθεί και παλαιότερα σε τάφους του αρχαίου Ομολίου (σημ. 15).

Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, η έρευνα των παραπάνω τάφων μάς επιτρέπει να μιλήσουμε για ένα οργανωμένο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης του Ομολίου, το οποίο εκτείνεται αμέσως Β-ΒΔ του αρχαίου οικισμού, από την Ντάπη-Ράχη, όπου ο Θεοχάρης είχε ανασκάψει τους πρώτους κλασικούς τάφους (σημ. 16), και σε απόσταση 1 χλμ. τουλάχιστον δυτικά της.

Γεώργιος Τουφεξής (Αρχαιολόγος, ΙΕ′ ΕΠΚΑ)

Γεώργιος Βήτος (Αρχαιολόγος, ΙΕ′ ΕΠΚΑ)

Ράνια Εξάρχου (Αρχαιολόγος, ΙΕ′ ΕΠΚΑ)

Θωμάς Παπαντώνης (Αρχαιολόγος, ΙΕ′ ΕΠΚΑ)