Χρειάστηκε να ξοδέψει 10 εκατ. δολάρια ανά λεπτό. Τρία λεπτά τού ήταν αρκετά για να βγάλει από τη μέση τον Κινέζο αντίπαλό του και μόλις 12 λεπτά για να ανακηρυχθεί ο άνθρωπος που έχει αποκτήσει το πλέον ακριβοπληρωμένο έργο τέχνης που έχει πωληθεί μέχρι σήμερα σε δημοπρασία — τη μία από τις τέσσερις εκδοχές της διάσημης «Κραυγής» του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρντ Μουνκ, για την οποία πλήρωσε 120 εκατ. δολάρια.

Ο 60χρονος εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός Λίον Μπλακ όχι απλώς αγόρασε ένα από τα ακριβότερα έργα τέχνης (σε ιδιωτική συναλλαγή το ρεκόρ υψηλότερης τιμής έχει διατεθεί για τους «Χαρτοπαίκτες» του Σεζάν με 250 εκατ. δολάρια), αλλά αποκάλυψε και την ταυτότητά του, κάτι σπάνιο για ανάλογες συναλλαγές.

Μπορεί να ήταν γνωστός ως ο Κύριος Τέχνη στους επενδυτικούς κύκλους του Μανχάταν και μια ματιά στη συλλογή του, η οποία περιλαμβάνει από Ραφαήλ έως Άντι Γουόρχολ, να ήταν διακαής πόθος για πολλούς φιλότεχνους, καθώς δεν την έχει εκθέσει, αλλά τη διατηρεί στο τριώροφο σπίτι του, στην Παρκ Άβενιου. Ουδείς όμως περίμενε ότι ο πρόεδρος της Apollo Global Management (που διαχειρίζεται ιδιωτικά κεφάλαια) ήταν εκείνος που είχε μπει τόσο δυναμικά στο παιχνίδι και με τέτοιο ποσό, καθώς τα τελευταία χρόνια τα επώνυμα κομμάτια «χτυπούσαν» είτε οι εμίρηδες από το Κατάρ είτε Ρώσοι και Κινέζοι μεγιστάνες, ενώ Αμερικανοί και Ευρωπαίοι συλλέκτες παρακολουθούν διακριτικά την ξέφρενη πορεία των τιμών, αλλά δεν την ακολουθούν λόγω της οικονομικής κρίσης.

Μονομαχία μουσείων φέρνει ο πίνακας του Μουνκ

Κεραυνός εν αιθρία ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητας του νέου ιδιοκτήτη της «Κραυγής» του προδρόμου του εξπρεσιονισμού Έντβαρντ Μουνκ — της μοναδικής εκ των τεσσάρων εκδοχών που βρίσκεται εκτός Νορβηγίας και της πρώτης που βγήκε στο σφυρί. Η καταιγίδα όμως δεν είναι μακριά.

Έρχεται καθώς ο Λίον Μπλακ, που αγόρασε το διάσημο έργο τέχνης, είναι γνωστός φιλότεχνος, μαικήνας —προσφάτως διέθεσε 48 εκατ. δολάρια στο Κολέγιο Ντάρτμουθ από το οποίο αποφοίτησε για την ανέγερση εικαστικού κέντρου— και μέλος του διοικητικού συμβουλίου τόσο του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης όσο και του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, τα οποία αναμένεται να δώσουν σκληρή μάχη για να διεκδικήσουν τη φιλοξενία του ακριβοπληρωμένου έργου.

Ο λόγος δεν είναι μόνο ότι δεν έχουν στη συλλογή τους παρά λιθόγραφα της «Κραυγής» και όχι βεβαίως ένα από τα αυθεντικά έργα, αλλά διότι και μόνο η ανακοίνωση ότι σε μία από τις αίθουσές τους εκτίθεται το πιο δημοφιλές έργο στην Ιστορία της Τέχνης μετά τη Μόνα Λίζα θα είναι αρκετό για να δημιουργηθούν τεράστιες ουρές και αντίστοιχα έσοδα.

Γιατί όμως οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ξαφνιάστηκαν όταν έμαθαν ότι ο Λίον Μπλακ ήταν εκείνος που εκτίναξε την τιμή της «Κραυγής» στα 120 εκατ. δολάρια; Λογικά δεν θα έπρεπε, καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που ο επιχειρηματίας με περιουσία 3,4 δισ. δολάρια χτύπησε σε τιμές-ρεκόρ έργα για τη συλλογή του με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «Κεφαλή μούσας», ένα σχέδιο με κιμωλία του Ραφαήλ για το οποίο πλήρωσε πριν από τρία χρόνια 47,6 εκατ. δολάρια, τιμή-ρεκόρ για την εποχή για έργο σε χαρτί.

Το 2006 επίσης σε μία από τις από κοινού αγορές που έχει κάνει με τον επίσης πολυεκατομμυριούχο συλλέκτη Ρόναλντ Λόντερ (της γνωστής εταιρείας καλλυντικών) απέκτησε ένα έργο του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ στην τιμή-ρεκόρ για τον καλλιτέχνη των 38 εκατ. δολαρίων.

Δύο ήταν τα βασικά στοιχεία που παραξένεψαν τον κόσμο της τέχνης. Πρώτον, ότι οι περισσότεροι συλλέκτες διατηρούν την ανωνυμία τους. Δεν είναι τυχαίο πως δεν έχει γίνει γνωστό ποιος έχει αποκτήσει το προηγούμενο έργο που κατείχε το ρεκόρ του ακριβότερο έργου σε δημοπρασία, τον πίνακα του Πάμπλο Πικάσο «Γυμνό, πράσινα φύλλα και προτομή», που άλλαξε χέρια πριν από δυο χρόνια προς 106,5 εκατ. δολάρια.

Και δεύτερον, ότι η συλλογή του Λίον Μπλακ έχει ως άξονά της τα σχέδια, τομέα με τον οποίο δεν είχαν ασχοληθεί οι νεόπλουτοι μεγαλοσυλλέκτες, ενώ εκείνος είχε γοητευτεί από την αμεσότητά τους ήδη από έφηβος, οπότε και είχε ξεκινήσει τη συλλογή του, καθώς είναι καλός γνώστης σε θέματα τέχνης —έμποροι που τον έχουν συναναστραφεί υποστηρίζουν πως «μακάρι οι διευθυντές μουσείων να γνώριζαν όσα ο Λίον Μπλακ περί τέχνης»— δεδομένου ότι η μητέρα του ήταν καλλιτέχνις και ο θείος του γκαλερίστας στο Μανχάταν.

Τι γύρευε λοιπόν σε μια συλλογή κυρίως σχεδίων η «Κραυγή»; Διότι είναι το τέλειο υβρίδιο. Είναι παστέλ σε χαρτόνι που έχει την αμεσότητα ενός έργου που έχει φιλοτεχνηθεί με κιμωλία σε χαρτί και παράλληλα είναι αναγνωρίσιμο από το ευρύ κοινό.

Αν και πότε θα εκτεθεί η «Κραυγή» είναι κάτι που μόνο ο Λίον Μπλακ γνωρίζει. Προς το παρόν την απολαμβάνει στο σπίτι που μοιράζεται με τη σύζυγό του —παραγωγό του Μπρόντγουεϊ με σοβαρό πρόβλημα υγείας το οποίο ξεπέρασε— και τα τέσσερα παιδιά του.