Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική ομιλία σχετικά με την προβληματική των αιγυπτιακών και αιγυπτιαζόντων αντικειμένων που έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές θέσεις της βορειοανατολικής και κεντρικής Μεσογείου έδωσε την περασμένη Παρασκευή ο Αυστριακός καθηγητής Γκούντερ Χελμπλ (Günther Hölbl).

Μέσα από τη σκιερή αίθουσα διαλέξεων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο καθηγητής ταξίδεψε τους παριστάμενους στη Μεσόγειο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Τότε που την άνθιση της κλασικής Ελλάδας προϊδέαζαν τα  – πενιχρά αρχικά και άφθονα στη συνέχεια – εισηγμένα αντικείμενα που ήταν ή έμοιαζαν αιγυπτιακά.

Η παρουσία μικροσκοπικών κυρίως τεχνέργων αιγυπτιακού ή αιγυπτιάζοντος χαρακτήρα (γνωστών ως aegyptiaca)  σε αρχαιολογικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τη Μεγάλη Ελλάδα είναι ένα φως στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου αλλά συνάμα ένα αίνιγμα. Η μέχρι σήμερα μελέτη τους έχει αποκαλύψει ότι οι Σκοτεινοί Αιώνες δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο σκοτεινοί αφού υπήρχε στις -άλλοτε πληγείσες από τις μεταναστεύσεις και τις εισβολές των Λαών της Θάλασσας- περιοχές ένα εξελισσόμενο εμπορικό και ταυτόχρονα πολιτισμικό δίκτυο. Από την άλλη πλευρά όμως, τα αντικείμενα (σκαραβαίοι, φυλακτά με επίσημους και λαϊκότερους θεούς και άλλα σύμβολα, κοσμήματα, αγγεία από φαγεντιανή κ.ά.) εγείρουν ερωτήματα για τη φύση τους, τις συνθήκες με τις οποίες έφτασαν εκεί όπου βρέθηκαν αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι τα αντιλαμβάνονταν.

Ξέρουμε ότι τα αντικείμενα αυτά δεν ήταν όλα αιγυπτιακά. Ότι πολλά κατασκευάζονταν από τους δαιμόνιους Φοίνικες εμπόρους και σταδιακά από μιμητές τους στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα μια αναπόφευκτη επίδραση και στην ελληνική τέχνη. Τι οδηγούσε άραγε τους τεχνίτες να στραφούν σε τέτοιες πρακτικές; Και αν η απάντηση στο ερώτημα είναι η εμπορική δημοφιλία των αντικειμένων, πού έγκειται αυτή;

Η εύρεση των αιγυπτιακής τεχνοτροπίας αντικειμένων σε ιερά (ως αφιερώματα) και τάφους σίγουρα υποδεικνύει μια κάποια σημασία τους στη λαϊκή λατρεία της εποχής. Η ακριβής σημασία τους όμως παραμένει και πάλι σημείο συζήτησης. Το ασφαλές είναι να εντάξουμε τέτοια αντικείμενα σε δύο contexts (πολιτισμικά συγκείμενα): εκείνο που υπαγόρευσε την κατασκευή τους στην Αίγυπτο και εκείνο που υπαγόρευσε την απόθεσή τους σε ιερά ή τάφους στο Αιγαίο και την υπόλοιπη Μεσόγειο. Μεταξύ των δύο αυτών contexts η σημασία των αντικειμένων (θρησκευτική/μαγική, διακοσμητική/κειμήλιο ή άλλη) μπορεί να διαφέρει από λίγο έως πολύ αν και υπάρχουν στοιχεία που κάποτε συνιστούν την ύπαρξη ενός πρώιμου συγκρητισμού ή interpretatio Graeca των αιγυπτιακών μορφών (π.χ. θεά Μπάστετ με την Άρτεμη).

Ένα επιπλέον θέμα που προκύπτει από τα αντικείμενα αυτά σχετίζεται με την διαμόρφωση των εμπορικών δρόμων της εποχής και την ταυτοποίηση των κυριοτέρων εμπόρων. Η δράση των Φοινίκων είναι γνωστή αλλά όχι μοναδική. Κάτοικοι του Αιγαίου (π.χ. διάφοροι Ευβοείς) φαίνεται να δραστηριοποιούνταν στο υπερπόντιο εμπόριο που ένωνε την Αίγυπτο με τις βόρειες ακτές της Μεσογείου. Κάθε θέση όπου βρίσκονται αιγυπτιακά ή αιγυπτιάζοντα εισηγμένα είναι και ένας κρίκος σε μια αλυσίδα αγκυροβολίων για τους εμπόρους αυτούς. Και κάθε τεχνοτροπικό παράλληλο σε διαφορετική θέση μπορεί να ανάγει σε κοινό παρονομαστή.

Δίκτυα, εργαστήρια και ιδεολογικά στοιχεία λοιπόν ερευνώνται ακόμη – και φαίνεται ότι υπάρχει πολύς δρόμος για την πλήρη κατανόησή τους. Ο καθηγητής Χελμπλ όμως υπαγορεύει το πού θα πρέπει να γίνει η αρχή στο στάδιο αυτό. Ολοκληρώνοντας λοιπόν την ομιλία του, ορίζει τέσσερα βασικά ζητούμενα: α. την καταλογογράφηση των αντικειμένων, β. τον προσδιορισμό εργαστηρίων/ομάδων παραγωγής, γ. τη σύγκριση των δοξασιών της αιγυπτιακής λαϊκής θρησκείας (όπου απαντώνται πολλά από τα σύμβολα στα αντικείμενα) με τις δοξασίες της ελλαδικής Εποχής του Σιδήρου, δ. το να επισημανθούν οι διαφορές του καθαρά αιγυπτιακού από το αιγυπτιάζον όπως αυτό εκφράζεται από Φοίνικες και Καρχηδονίους.

Την ομιλία διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Αιγύπτου (ΕΕΜΑΑ) ενώ τον καθ. Χελμπλ προλόγισε ο καθ. Πέτρος Θέμελης (Παν. Κρήτης). Στο χώρο του αμφιθεάτρου παρίσταντο επίσης ο καθ. Fulvio de Salvia (Παν. Μπολόνια Ιταλίας), ο καθ. Αθανάσιος Παπαδόπουλος (Παν. Ιωαννίνων), η καθ. Ναννώ Μαρινάτου (Παν. Illinois, ΗΠΑ), ο κ. Χάρης Τζάλας (Ελληνικό Ινστιτούτο Μελετών Αρχαίας και Μεσαιωνικής Αλεξάνδρειας) καθώς και εκπρόσωπος της Πρεσβείας της Παλαιστινιακής Αρχής στην Αθήνα.