Οι γυναίκες και τα ταξίδια ήταν το κίνητρο για το μεγαλύτερο σκάνδαλο πλαστών έργων τέχνης της εποχής μας, όπως αποκαλύπτει γερμανός ταλαντούχος παραχαράκτης που μπέρδεψε στα δίκτυα του οίκους δημοπρασιών και διασημότητες.

Την πρώτη φορά που έπιασε πινέλο στο χέρι του, σε ηλικία 14 ετών, αντέγραψε σε ένα απόγευμα έναν πίνακα του Πικάσο και ο πατέρας του – ζωγράφος και συντηρητής έργων εκκλησιαστικής τέχνης – δεν ξανάπιασε πινέλο για δύο χρόνια…

Τρία χρόνια αργότερα έδωσε εξετάσεις ως παιδί – θαύμα στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά απορρίφθηκε διότι οι κριτές δεν πίστευαν ότι τα έργα που παρουσίασε ήταν δικά του. Σήμερα, σε ηλικία 61 ετών, είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που πιάνει κανονική δουλειά σε ένα φωτογραφείο, για να εκτίσει την ποινή του και να ξεπληρώσει τα χρέη του. Διότι ο Βόλφγκανγκ Μπελτράκι είναι ο παραχαράκτης ζωγράφος που βρίσκεται πίσω από τη μεγαλύτερη μεταπολεμική απάτη στον κόσμο της τέχνης και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκισης.

Δύο πράγματα δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος στον γερμανό παραχαράκτη: το ταλέντο του και το πάθος του για τη ζωή. Είναι άλλωστε και τα δύο οι λόγοι που του επέτρεψαν έως την αποκάλυψη της απάτης να ζει σε βίλα με πισίνα στο Φράιμπουργκ, να διαθέτει αμπέλι με θέα στη Μεσόγειο στη Νότια Γαλλία και να ξοδεύει 17.000 ευρώ τον μήνα σε ψώνια, ξενοδοχεία και ταξίδια.

Ήδη από τη δεκαετία του ’70 τα αυθεντικά δικά του έργα γίνονταν ανάρπαστα από συλλέκτες και γκαλερί, που του προσέφεραν έως και 11.000 μάρκα, μεγάλο ποσό για την εποχή, για έναν πίνακά του. Λίγο αργότερα όμως αποφάσισε να τους αγοράσει όλους ο ίδιος. Δεν έφτιαξε περισσότερα από 10 έργα. «Δεν έχει αξία για μένα να σπαταλώ ώρες μπροστά σε έναν πίνακα. Ήθελα να διασκεδάσω, να ταξιδέψω, να γνωρίσω γυναίκες, να ζήσω», λέει ο Βόλφγκανγκ Μπελτράκι σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Σπίγκελ» μετά την καταδίκη του. Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν αποφάσισε να ζήσει έναν χρόνο στο Άμστερνταμ, δεν ζωγράφισε απολύτως τίποτα. Χίπης τότε, κυκλοφορούσε με μακριά μαλλιά, ντυμένος με ινδιάνικα ρούχα και κέρδιζε τον επιούσιο χρεώνοντας τους τουρίστες που ήθελαν να τον φωτογραφίσουν.

Τα πλαστά μπήκαν στη ζωή του όταν ένιωσε ότι χρειαζόταν χρήματα. Ιδιαίτερα μετά τον γάμο του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με την Έλεν, κόρη φορτηγατζή, η οποία καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης ως συνεργός του. Ειδικότης του; Να συμπληρώνει τα κενά που υπήρχαν στην καριέρα διαφόρων ζωγράφων και να φτιάχνει έργα που ακολουθούσαν το στυλ τους, αλλά εκείνοι δεν τα είχαν ζωγραφίσει ποτέ. Αγαπημένοι του οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές και η αρ νουβό. Και πελάτες του; Στην αρχή τουρίστες στις υπαίθριες αγορές, που ίσως και να υπέθεταν ότι αγοράζουν πλαστά. Εν συνεχεία στο πελατολόγιό του όμως προστέθηκαν μεγάλοι οίκοι δημοπρασιών, όπως οι Christie’s και Sotheby’s, αλλά και ηθοποιοί όπως ο κωμικός Στιβ Μάρτιν, γεγονός που αποδεικνύει την έλλειψη δικλείδων ασφαλείας στην αγορά έργων τέχνης.

Η επιτυχία του ήταν τόση που η χήρα τού Μαξ Ερνστ αναφώνησε μπροστά σε ένα πλαστό έργο του άνδρα της διά χειρός Μπελτράκι: «Είναι ο ωραιότερος Μαξ Ερνστ που έχω δει». Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο ίδιος.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον μετρ της πλαστογραφίας άρχισε πριν από δύο χρόνια, όταν ειδικοί εξέτασαν ένα έργο που υποτίθεται ότι ήταν του Χάινριχ Κάμπεντονκ και διαπίστωσαν πως δεν ήταν αυθεντικό. Εντοπίστηκαν περισσότερα από 50 έργα που αποδίδονταν στον «χίπη ζωγράφο», αλλά τελικά δικά του ήταν 14 για τα οποία είχε εισπράξει 16 εκατ. ευρώ, ενώ οι ζημιές στην αγορά της τέχνης από διαφυγόντα κέρδη υπολογίζονται σε 34 εκατ. ευρώ. Ο ίδιος πάντως παραδέχεται ότι προς το τέλος της καριέρας του, η ζήτηση ήταν ιδιαιτέρως αυξημένη και θα μπορούσε να είχε «βγάλει» έως και 2.000 κομμάτια στην αγορά.