Την άνοιξη του 1887, ένας Λιβανέζος χωρικός ονόματι Μοχάμεντ Σερίφ ανακάλυψε μια πηγή κοντά στη Σιδώνα που οδηγούσε σε δύο υπόγειους θαλάμους. Οι θάλαμοι αυτοί αποδείχθηκε πως ανήκαν σε βασιλικό τάφο που περιείχε 18 θαυμάσιες μαρμάρινες σαρκοφάγους, που χρονολογούνταν στον 5ο αι. π.Χ. Ο Οθωμανός σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, διέταξε οι σαρκοφάγοι να μεταφερθούν έξω από τους θαλάμους και (…) ως τις μεσογειακές ακτές, απ’ όπου στάλθηκαν με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Η μεγαλύτερη σαρκοφάγος πίστευαν ότι περιείχε τα σκελετικά κατάλοιπα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το φέρετρο δεν είναι τούρκικο και η Σιδώνα ανήκει πλέον στον Λίβανο, παρ’ όλα αυτά η σαρκοφάγος θεωρείται ο μεγαλύτερος θησαυρός της Κωνσταντινούπολης, το ίδιο σημαντικός για το αρχαιολογικό της μουσείο όσο είναι και η Μόνα Λίζα για το Λούβρο.

Η μετριοπαθώς ισλαμιστική κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αρέσκεται να θεωρεί εαυτόν ως διάδοχο των Οθωμανών σουλτάνων. Οι τουρκικές αρχές πρόσφατα εξαπέλυσαν μια επιχείρηση πολιτιστικού επεκτατισμού, κτίζοντας νέα μουσεία, αναστηλώνοντας οθωμανικά κατάλοιπα, αδειοδοτώντας νέες αρχαιολογικές ανασκαφές και ξοδεύοντας περισσότερα για τις τέχνες. Ένα μεγάλο μουσείο στην πρωτεύουσα, την Άγκυρα, θα ανοίξει τις πύλες του εν ευθέτω χρόνω για την 100ή επέτειο της τουρκικής δημοκρατίας το 2023. «Θα είναι το μεγαλύτερο μουσείο στην Τουρκία, και ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Ένα μουσείο εγκυκλοπαιδικό σαν το Μητροπολιτικό [της Νέας Υόρκης] ή το Βρετανικό Μουσείο» καυχιέται συνεργάτης του Ερτουγρούλ Γκιουνάι, του υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού. «Είναι το παιδί του, το πιο πολύτιμο έργο του».

Τα πολιτιστικά σχέδια της Τουρκίας στο εσωτερικό της συνδυάζονται με μια άνευ προηγουμένου τολμηρή εκστρατεία επιστροφής θησαυρών που πιστεύεται ότι κλάπηκαν και τώρα βρίσκονται σε δυτικά μουσεία. Τα σχέδια αυτά χαίρουν πολιτικής υποστήριξης σε όλο το φάσμα [των πολιτικών κομμάτων], και επικροτούνται από τους διευθυντές όλων των τουρκικών μουσείων. Η εκστρατεία στοχεύει σε πολύ περισσότερα αντικείμενα και μουσεία απ’ ό,τι έχει μέχρι στιγμής αποκαλύψει η κυβέρνηση. «Δεν έχουμε κηρύξει κάποιον πόλεμο» λέει ο κύριος Γκιουνάι. «Όμως σίγουρα πρόκειται για έναν αγώνα στο πεδίο του πολιτισμού. Και είμαστε αποφασισμένοι να ενισχύσουμε τις προσπάθειές μας με έναν πιο αποφασιστικό και επίμονο τρόπο».

Οι τουρκικές αρχές χρησιμοποιούν ένα μείγμα παρακλητικού τόνου και απειλών για να διασφαλίσουν ότι θα πάρουν αυτό που θέλουν. Αρνούνται να δανείσουν έργα τέχνης στο εξωτερικό, καθυστερώντας εσκεμμένα την αδειοδότηση ανασκαφών σε ξένες αρχαιολογικές σχολές και λανσάροντας καμπάνιες που ελπίζουν ότι θα ντροπιάσουν τα μουσεία της Δύσης. Οι επιμελητές σε άλλες χώρες έχουν θορυβηθεί με αυτό που εισπράττουν ως αυξανόμενη επιθετικότητα. Διευθυντής μεγάλου μουσείου μάλιστα περιέγραψε την εκστρατεία ως «εκβιασμό». Άρα ποιες πιθανότητες έχει η Τουρκία να κερδίσει αυτόν το νέο πολιτιστικό πόλεμο;

Στο σταυροδρόμι του αρχαίου κόσμου, έλκοντας το ενδιαφέρον του ρωμαϊκού στρατού από τα δυτικά και των Περσών κατακτητών από τα ανατολικά, η Τουρκία – ειδικά η επαρχία της Ανατολίας- υπήρξε επί μακρόν πλούσια πηγή γνώσης και θησαυρών της αρχαιότητας. Τον 19ο αιώνα, ομάδες Ευρωπαίων επιστημόνων ταξίδεψαν εκεί σε αναζήτηση αρχαιολογικών καταλοίπων. Ανάμεσα στις πιο επιτυχημένες ήταν μια γερμανική αποστολή με επικεφαλής τον Καρλ Χούμαν. Εφοδιασμένος με το οθωμανικό φιρμάνι, και χρηματοδοτούμενος από μια ομάδα εύπορων αρτοποιών του Βερολίνου, ο Χούμαν και η ομάδα του, το 1878, άρχισαν να ανασκάπτουν μια θέση στην Πέργαμο, κοντά στη σύγχρονη Σμύρνη στα παράλια της δυτικής Τουρκίας.

Η σημαντικότερη ανακάλυψη του Χούμαν ήταν ο βωμός του Δία, που χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. Η ζωφόρος του, όπου παριστάνεται η μάχη μεταξύ των Γιγάντων και των Ολύμπιων θεών, τον καθιστά ένα από τα πιο ξεχωριστά έργα της κλασικής αρχαιότητας. Με την άδεια του Σουλτάνου, ο βωμός στάλθηκε στη Γερμανία και έγινε το κεντρικό έκθεμα του Μουσείου της Περγάμου στο Βερολίνο. Στο μεταξύ, Γερμανοί αρχαιολόγοι συνέχισαν να εργάζονται στη θέση. Σήμερα, η αρχαία πόλη της Περγάμου είναι η δεύτερη αρχαιότερη συνεχιζόμενη αρχαιολογική ανασκαφή στον κόσμο. Οι γερμανικές ανασκαφές εξακολουθούν να είναι οι πιο σημαντικές ανάμεσα σε εκείνες των ξένων αρχαιολογικών αποστολών στην Τουρκία, και επί δεκαετίες οι Τούρκοι αρχαιολόγοι σπουδάζουν στο Βερολίνο και άλλες γερμανικές πόλεις, λαμβάνοντας υποτροφίες από το γερμανικό κράτος.

Οι αρχαιολογικές αποστολές όπως εκείνη του Χούμαν σύντομα προσέλκυσαν επιστήμονες της Βρετανίας και της Γαλλίας, και, τον 20ό αιώνα, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Ορισμένοι χρηματοδότησαν το έργο τους πουλώντας μέρος των ευρημάτων τους σε συλλέκτες της Δύσης, οι οποίοι έδειχναν ένα ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον προς καθετί τουρκικό. Άλλοι αφαίρεσαν θησαυρούς που πίστευαν ότι κινδύνευαν από πολέμους και εξεγέρσεις, και τους παρέδωσαν σε νέα ευρωπαϊκά μουσεία. Ξένοι επιστήμονες διέσωσαν έναν σημαντικό αριθμό τουρκικών έργων τέχνης που κινδύνευαν είτε να θυσιαστούν στο βωμό της αρχαιοκαπηλίας είτε να καταστραφούν σε επιδρομές εχθρικών στρατών στη χώρα. Το γεγονός αυτό σπανίως αναφέρεται στη συζήτηση της Τουρκίας για το αρχαιολογικό της παρελθόν.

Ο τρόπος με τον οποίο τα αντικείμενα περιέρχονταν στην κατοχή κάποιου άλλαζε διαρκώς. Ορισμένοι επιστήμονες είχαν επίσημη άδεια των οθωμανικών αρχών να πάρουν τους θησαυρούς μαζί τους επιστρέφοντας στην Ευρώπη. Άλλοι κινήθηκαν με κίνητρο την επιθυμία τους να διατηρήσουν και να προστατεύσουν και δεν ασχολήθηκαν με το να προσκομίσουν νόμιμες άδειες ή να καταθέσουν ένα πλήρες και ακριβές ιστορικό προέλευσης του αντικειμένου. Οι αρχαιοκάπηλοι καταλήστεψαν τάφους και απλά αυτοεξυπηρετήθηκαν.

Επίδειξη ισχύος

Τα δυτικά μουσεία στεγάζουν δεκάδες χιλιάδες αντικείμενα από την Τουρκία. Τα περισσότερα από αυτά δωρήθηκαν ή αγοράστηκαν χωρίς πλήρη στοιχεία όσον αφορά την προέλευσή τους. Παρότι η Τουρκία θέσπισε έναν νόμο το 1884 (που αναθεωρήθηκε το 1906) ο οποίος όριζε ότι όλες οι αρχαιότητες ήταν ιδιοκτησία του κράτους και δεν μπορούσαν να μεταφερθούν έξω από τη χώρα, ο νόμος εφαρμόστηκε χαλαρά. Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, οι τουρκικές αρχές ευχαρίστως δάνειζαν τους θησαυρούς τους για ξένες εκθέσεις παραβλέποντας την προέλευση των περισσότερων αντικειμένων στις δυτικές συλλογές. Σήμερα, ωστόσο, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οποιοδήποτε αντικείμενο δεν έχει τη σωστή άδεια ή παρουσιάζει κενά ως προς την προέλευσή του έχει κλαπεί και άρα ανήκει στην Τουρκία.

Η αυξανόμενη οικονομική δύναμη και η εσκεμμένη καθυστέρηση στις συζητήσεις για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, κάνουν πολλούς Τούρκους να νιώθουν πως ήρθε η ώρα να γυρίσουν την πλάτη τους στη Δύση. Μέσα στις αναταραχές της αραβικής Άνοιξης η Τουρκία πιστεύει ότι μπορεί να αποκτήσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή. «Μια νέα Μέση Ανατολή γεννιέται» όπως είπε ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο υπουργός Εξωτερικών ενώπιον του Κοινοβουλίου τον περασμένο μήνα. (…)

Η Τουρκία παρακινήθηκε από την επιτυχία της Ιταλίας και της Ελλάδας ως προς την αντιμετώπιση του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων. Οι ιθύνοντες κατέγραψαν επίσης τη σκληρή στάση που τήρησε ο Ζάχι Χαουάς, ο πληθωρικός πρώην υπουργός Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, απέναντι στα μουσεία με αντικείμενα αμφιλεγόμενης προέλευσης. «Θα κάνουμε δύσκολη τη ζωή των μουσείων που αρνούνται να επαναπατρίσουν [αντικείμενα]» δήλωσε σε διεθνές συνέδριο για κλεμμένα έργα τέχνης στο Κάιρο το 2010.

Η Τουρκία έχει ενθαρρυνθεί από δύο σημαντικές επιτυχίες. Τον περασμένο Σεπτέμβριο το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης υπέκυψε στην πίεση της κοινής γνώμης και επέστρεψε το επάνω μισό ενός αγάλματος που φέρει την ονομασία «Κουρασμένος Ηρακλής», έχει ηλικία 1.800 ετών και προέλευση από τη νότια Τουρκία. Καθώς παραχωρήθηκε στο μουσείο από ένα ζευγάρι Αμερικανών, το τεκμηριωμένο ιστορικό προέλευσής του έφτανε μέχρι 30 χρόνια πίσω, που σημαίνει ότι πιθανότατα είχε κλαπεί – ίσως στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο κύριος Ερντογάν έφερε αυτοπροσώπως το τρόπαιο πίσω στην Τουρκία, όπου το κεφάλι και ο κορμός επανενώθηκαν με το κάτω μισό του αγάλματος.

Ο κύριος Γκιουνάι άσκησε εξάλλου πιέσεις προς τη γερμανική κυβέρνηση για την επιστροφή μιας μεγάλων διαστάσεων Σφίγγας, που είχε αφαιρεθεί το 1917 από τη Χατούσα, την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Χετταίων κατά την Εποχή του Χαλκού. Η Σφίγγα είναι το ένα μέρος ενός ζεύγους γλυπτών. Το πρώτο επιστράφηκε στην Τουρκία το 1924. Η «δίδυμη αδελφή» της για πολλά χρόνια αποτελούσε μέρος της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου της Περγάμου στο Βερολίνο. Η Γερμανία επέμενε ότι είχε νομίμως αποκτήσει τη Σφίγγα, ενώ οι τουρκικές αρχές προέβαλλαν το επιχείρημα ότι είχε σταλεί στη Γερμανία για να συντηρηθεί και μόνο. Τα επίσημα έγγραφα για τις Σφίγγες είχαν καταστραφεί σε βομβαρδισμούς του Βερολίνου στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Στις αρχές του προηγούμενου έτους, η Τουρκία ενέτεινε τις πιέσεις, δηλώνοντας ότι δεν θα ανανέωνε τις άδειες ανασκαφής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της μεγαλύτερης ξένης αποστολής που εργάζεται στην Τουρκία, εάν η Σφίγγα δεν επέστρεφε στην πατρίδα της. Τον Μάιο του 2011, Γερμανοί και Τούρκοι αξιωματούχοι των υπουργείων Πολιτισμού της κάθε χώρας υπέγραψαν συμφωνία επιστροφής της Σφίγγας, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου συμφώνου εκπαίδευσης επιμελητών, ανταλλαγής επιστημονικών συμπερασμάτων και δανεισμών τουρκικών αντικειμένων. Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί επιμελητές διαμαρτύρονται τώρα ότι μόλις η Σφίγγα επέστρεψε στην Τουρκία, το υπόλοιπο τμήμα της συμφωνίας παραπέμφθηκε σιωπηρά στις ελληνικές καλένδες.

Οι Τούρκοι αξιωματούχοι έστρεψαν στη συνέχεια το ενδιαφέρον τους στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Τον Σεπτέμβριο του 2011, μια αποστολή με επικεφαλής τον Μουράτ Σουσλού, τον Γενικό Διευθυντή Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Μουσείων, μετέβη στη Νέα Υόρκη για να συζητήσει το δανεισμό αντικειμένων για μια έκθεση του 2014. Ο κύριος Σουσλού (…), προτού μπορέσουν να συζητηθούν άλλοι δανεισμοί αντικειμένων, ζήτησε πληροφορίες για 18 έργα της συλλογής του Μητροπολιτικού Μουσείου. «Σίγουρα μας εξέπληξε αυτό» λέει ο διευθυντής του Μουσείου Τόμας Κάμπελ, «ειδικά υπό το πρίσμα του πνεύματος συνεργασίας που πάντοτε απολαμβάναμε με τα αντίστοιχα ιδρύματα στην Τουρκία».

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στο Βρετανικό Μουσείο. Το Μουσείο του Τοπκαπί είχε συμφωνήσει σε έναν σημαντικό δανεισμό για μια έκθεση με θέμα το Χατζ που το Μουσείο σχεδίαζε για τον Ιανουάριο του 2012. Τα 35 αντικείμενα υπό συζήτηση είχαν αφαιρεθεί από τη Μέκκα από οθωμανικές αρχές τον 19ο αιώνα. Την τελευταία στιγμή, ο κύριος Σουσλού και ο κύριος Γκιουνάι αρνήθηκαν να επιτρέψουν να προχωρήσει η διαδικασία του δανεισμού με την αιτιολογία ότι το Βρετανικό Μουσείο είχε μια κλεμμένη στήλη που ανάγεται στον 1ο αι. π.Χ., γνωστή ως Στήλη της Σαμσάτ, που προερχόταν αρχικά από την Τουρκία. Η στήλη βρισκόταν στη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου επί 90 χρόνια σχεδόν (…). Το Μουσείο ισχυρίζεται ότι η στήλη συμπεριλήφθηκε στη συλλογή του το 1927, εννέα χρόνια μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και είχε αγοραστεί στη Συρία, όχι την Τουρκία. Οι Τούρκοι δεν πτοήθηκαν. Ο Ιλμπέρ Ορταϊλί, διευθυντής του Τοπκαπί, είπε ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν δείχνει διάθεση για ένα κοινό εγχείρημα και ότι οι Βρετανοί δεν ήταν καθόλου συνεργάσιμοι.

Σοκ, όχι δέος

Η Τουρκία έχει βλέψεις σε πολλά ακόμη μουσεία. Ένας κατάλογος έργων τέχνης που αναζητούνται στο εξωτερικό υποδηλώνει ότι το Υπουργείο Πολιτισμού έχει υποβάλει παρόμοια αιτήματα στο Λούβρο, το Μουσείο της Περγάμου, το Victoria & Albert του Λονδίνο, το Μουσείο Γκουλμπεκιάν στη Λισαβόνα, το Μουσείο Davids Samling στη Δανία, το Μουσείο Dumbarton Oaks στην Ουάσιγκτον, το Cleveland Museum of Art και στο Getty. Επίσης έχει διεκδικήσει κλεμμένες αρχαιότητες που κατασχέθηκαν από αστυνομικές αρχές της Γαλλίας, της Φλωρεντίας, της Βουλγαρίας, της Ελβετίας και της Σκωτίας.

Οι διευθυντές μουσείων αντέδρασαν δείχνοντας, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, σοκαρισμένοι. Ορισμένοι ανέθεσαν τις υποθέσεις σε δικηγόρους. Άλλοι, όπως του V&A, ελπίζουν ότι ένας «μακροπρόθεσμος» δανεισμός του διεκδικούμενου αντικειμένου θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Άγκυρας. (Ο κύριος Γκιουνάι λέει πως μόνον ένας «αορίστου χρόνου» δανεισμός θα γίνει αποδεκτός.) Ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι που υπεκφεύγουν [στις απαιτήσεις της Τουρκίας] προσδοκώντας ότι οι τουρκικές αρχές θα χάσουν το ενδιαφέρον τους. Πράγμα αμφίβολο.

Η Τουρκία είναι πεπεισμένη ότι ο αγώνας της είναι δίκαιος. Συν τοις άλλοις, το τουρκικό Υπουργείο Πολιτισμού βάζει στο ίδιο σακί τα αντικείμενα που μεταφέρθηκαν παράνομα έξω από τη χώρα με εκείνα που αφαιρέθηκαν –ίσως νομίμως και με προορισμό ένα μέρος μεγαλύτερης ασφάλειας, γεγονός που ωστόσο δεν μπορεί να αποδειχθεί- σε μια εποχή όπου η ιδιοκτησία κρινόταν με πιο χαλαρούς όρους. Για την Τουρκία, όλα ανεξαιρέτως τα αντικείμενα αυτά κλάπηκαν. Και είναι αποφασισμένη να τα πάρει πίσω.

Το υπουργείο του κύριου Γκιουνάι επεκτείνει τη διεύθυνσή του που ασχολείται με το λαθρεμπόριο και σύντομα θα προσθέσει μονάδες εγκληματολογικών και νομικών ερευνών στο δυναμικό του. Η απλοποίηση της διαδικασίας ταξιδιών στο εξωτερικό, οι επικοινωνίες και η τεχνολογία έχουν βοηθήσει την εκστρατεία επαναπατρισμού. Οι Τούρκοι μετανάστες και οι Τούρκοι που ταξιδεύουν σε ξένες χώρες βοήθησαν την ταύτιση αντικειμένων σε ξένα μουσεία. Οι κατάλογοι αντικειμένων μουσείων που είναι αναρτημένοι στο Διαδίκτυο, με λεπτομέρειες ως προς το ιστορικό προέλευσης, είναι άλλη μια πλούσια πηγή πληροφοριών. Το υπουργείο συνεργάζεται επίσης με την αμερικανική ομάδα που βρίσκεται πίσω από το WikiLoot, ένα πρόγραμμα που βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα και με τη βοήθεια μιας πλατφόρμας ανοικτής πρόσβασης θα έχει στόχο την πάταξη του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων.

Η τουρκική αυτο-δικαίωση είναι ρομαντική, όσο είναι και προκλητική. Όταν ρωτήθηκε για την επιστροφή της Σφίγγας της Χατούσα, την οποία προσωπικά επέβλεψε, ο κύριος Γκιουνάι εξήγησε ότι το αντικείμενο μεταφέρθηκε σε ένα μουσείο στο Κορούμ «την πατρίδα της Σφίγγας». Και πρόσθεσε «Πιστεύω από τα βάθη της καρδιάς μου ότι κάθε μία αρχαιότητα σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρίσκεται πρέπει κάποτε να επιστραφεί στην πατρίδα της. Ακόμη και αν αυτά τα αντικείμενα είναι φτιαγμένα από πέτρα, όπως οι άνθρωποι έχουν ψυχή, έτσι έχουν και τα ζώα, τα φυτά και τα μνημεία. Το να παίρνεις ένα μνημείο μακριά [από την πατρίδα του] αποσταθεροποιεί τον κόσμο και είναι ασέβεια προς την ιστορία».

Τα επιχειρήματα αυτά είναι επιλεκτικά. Οι τουρκικές αρχές αρνούνται να παραδεχτούν ότι η ίδια η Τουρκία, μέσα στους αιώνες της κυριαρχίας της, αφαίρεσε διά της βίας εκατοντάδες αντικείμενα από τις πατρίδες τους. Ερωτηθείς αν η σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα επιστραφεί στον Λίβανο, ο κύριος Γκιουνάι και ο διερμηνέας του απλά αγνοούν την ερώτηση. Οι Τούρκοι είναι πολύ αποφασισμένοι να παρουσιαστούν ως θύματα μιας πολιτιστικής τυραννίας για να δεχτούν ότι τα ξένα μουσεία και οι αρχαιολόγοι διαδραμάτισαν επίσης έναν ρόλο διασώζοντας τους θησαυρούς της.

Το αποτέλεσμα είναι ένα αδιέξοδο. Τα ξένα μουσεία επιθυμούν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τα τουρκικά μουσεία, όμως εάν όλα τα αντικείμενα της αρχαιότητας επαναπατρίζονταν στις χώρες προέλευσής τους, όπως προτείνει ο κύριος Γκιουνάι, ποια δικαιολογία απομένει για ιδρύματα όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, το Λούβρο και το Βρετανικό Μουσείο; Γιατί να κρατήσει, για παράδειγμα, το Βρετανικό Μουσείο τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο Λονδίνο; Τα γλυπτά περιήλθαν στην ιδιοκτησία του λόρδου Έλγιν όταν η Ελλάδα ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο λόρδος Έλγιν είχε μεν λάβει ένα φιρμάνι από τις τοπικές αρχές, αλλά μόνον αφού πλήρωσε ένα αξιοσημείωτο ποσό για δωροδοκία. Καθιστά αυτό την απόκτηση αντικειμένων παράνομη;

Η εκστρατεία της Τουρκίας έχει μεγάλη υποστήριξη στο εσωτερικό της. Όμως το να εκλαμβάνεται κάθε αντικείμενο που δεν έχει ξεχωριστό συμβόλαιο αγοράς ως κλεμμένο θα πρέπει να θορυβήσει τα μουσεία σε όλο τον κόσμο.