Η Αλεξάνδρεια ήταν το πιο πολυσύχναστο μεσογειακό λιμάνι από τον 3ο έως τον 1ο αι. π.Χ. Κάθε εμπορικό πλοίο όμως που έδενε στο λιμάνι έπρεπε να περάσει μια ασυνήθιστη δοκιμασία: μια επιτροπή ανέβαινε στο πλοίο και το ερευνούσε, για να δει αν μετέφερε παπύρινα βιβλία! Είτε αυτά ήταν ιδιωτικά και βρίσκονταν στις αποσκευές των επιβατών είτε ήταν της αποστολής: βιβλία, λ.χ. του καπετάνιου με σκίτσα, περιγραφές, γεωγραφικές πληροφορίες.

Αντίθετα όμως με όσα συνέβαιναν σε άλλες περιπτώσεις, η επιτροπή δεν έψαχνε βιβλία για να τα καταστρέψει. Γινόταν κατάσχεσή τους προκειμένου να κοσμήσουν τη θρυλική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στη θέση τους, οι Αλεξανδρινοί έδιναν στους ιδιοκτήτες των παπύρων αντίγραφα. Κρατούσαν εκείνοι τα πρωτότυπα, προκειμένου να περιορίσουν την πιθανότητα λαθών στην αντιγραφή. Και τους ενδιέφεραν τα πάντα.

«Ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού, κανενός πολιτισμού, δεν είχε υπάρξει, έως τη δημιουργία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, μια τόσο υπερφιλόδοξη σύλληψη: να δημιουργηθεί δηλαδή μια βιβλιοθήκη που να θησαυρίζει όλη τη γραμματεία του παρελθόντος στον τότε γνωστό κόσμο, σε όλες τις εθνικές γλώσσες αλλά και σε μεταφράσεις, όπως και σε ποικίλες εκδόσεις, ώστε να καταλήγουν οι ειδικοί στην κατά το δυνατόν πιο αξιόπιστη έκδοση», λέει στα «Νέα» ο αρχιτέκτονας και ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Στάικος.

«Προϊστάμενοι της Βιβλιοθήκης ήταν οι άριστοι φιλόλογοι της εποχής», συνεχίζει. «Εκείνοι ήταν άλλωστε που επέβαλαν και τη στίξη. Ο βιβλιογραφικός πλούτος ταξινομήθηκε με τους “πίνακες” που συνέταξε ο ποιητής Καλλίμαχος, ο λεγόμενος και “χαλκέντερος”. Πρόκειται για την πρώτη πλήρη βιβλιοθηκονομική τάξη. Κάθε παπύρινος ρόλος είχε τον τίτλο του, πληροφορίες για το όνομα του συγγραφέα, τον αριθμό του συνόλου των παπύρων του έργου. Από τον ελληνικό κόσμο πρέπει να είχαν τα πάντα. Ήταν πάντως μια κλειστή Ακαδημία με επικεφαλής ιερέα. Και η τελειομανία τους ήταν παροιμιώδης».

Ο Κωνσταντίνος Στάικος συνέγραψε την πεντάτομη «Ιστορία της βιβλιοθήκης στον δυτικό πολιτισμό», της οποίας ο πέμπτος τόμος, που αφορά τις βιβλιοθήκες της Αναγέννησης («Από τον Πετράρχη στον Μιχαήλ Αγγελο»), κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες. Έχοντας ανασυγκροτήσει, ως αρχιτέκτονας βιβλιοθηκών, τόσο τις πατριαρχικές βιβλιοθήκες όσο και τη Βιβλιοθήκη της Μονής της Πάτμου, ο Κωνσταντίνος Στάικος απέκτησε και διεθνή φήμη ως ιστορικός του βιβλίου όταν εξέδωσε σε έναν από τους πλέον εξειδικευμένους και έγκυρους σε θέματα ιστορίας βιβλίου εκδοτικούς οίκους, τον Oak Knoll Press που εδρεύει στο Νιου Καστλς του Ντελαγουέρ στις ΗΠΑ, το έργο του «The Great Libraries» — έργο αναφοράς πλέον που μνημονεύεται σε κάθε σχετική βιβλιογραφία.

Στον ελληνικό κόσμο, μας λέει, πέρα από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, υπάρχει ένα ακόμη μεγάλο —προγενέστερο— κεφάλαιο που έχει να κάνει με την ιστορία των βιβλιοθηκών: είναι ο Αριστοτέλης και η εποχή του. Και τα δύο αυτά κεφάλαια συνδέονται, πάντως, το καθένα με τον τρόπο του, με τον Αλέξανδρο. Διότι ο Αριστοτέλης, ως δάσκαλος του Αλέξανδρου, τον ώθησε ενδεχομένως να φθάσει να οραματιστεί πρώτος μια αυτοκρατορική, πανεθνική βιβλιοθήκη. Έδωσε μάλιστα εντολή να μεταφράζονται στα ελληνικά κείμενα κατακτημένων λαών από ελληνομαθείς αυτόχθονες ώστε να συγκεντρώνεται και η πολιτιστική παράδοση και η ιστορία των επαρχιών της αυτοκρατορίας του. «Με αυτόν τον τρόπο σώθηκε η φιλοσοφία του Ζωροάστρη και πέρασε ξανά, από τα ελληνικά, στους Πέρσες», λέει ο Κωνσταντίνος Στάικος.

Ταυτόχρονα, ο Αριστοτέλης αλλά και ο Πλάτωνας ήταν εκείνοι που συγκρότησαν τις πρώτες βιβλιοθήκες φιλοσοφικού και πανεπιστημιακού χαρακτήρα, όπου συγκεντρώθηκε η προσωκρατική παράδοση. Αργότερα οι Σοφιστές τις επέκτειναν, περνώντας το βιβλίο στην εκπαίδευση και στη μάθηση. Ο Αριστοτέλης ήταν εξάλλου εκείνος που ζήτησε το 338 από τον Λυκούργο να φτιάξει στην Αθήνα βιβλιοθήκη με τα αυθεντικά κείμενα των τραγικών. «Αργότερα οι Πτολεμαίοι πήραν τα πρωτότυπα και άφησαν αντίγραφα», εξηγεί ο μελετητής της ιστορίας του βιβλίου.

Βιβλία στα χρόνια των διωγμών

Σε έναν περίπατό του ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναγκάστηκε να πετάξει ένα βιβλίο που κρατούσε στο ποτάμι. Είχε δει να πλησιάζουν δύο στρατιώτες και η εποχή του δεν ήταν παράδεισος για τους βιβλιόφιλους. Αυτό που φοβήθηκε περισσότερο ήταν ότι το περιεχόμενο του συγγράμματος που κρατούσε μπορούσε να παρερμηνευθεί και οι στρατιώτες να τον συλλάβουν ως αιρετικό!

«Η αντιπαλότητα εθνικών και χριστιανών είχε φτάσει σε επίπεδα αδιανόητα», λέει στα «Νέα» ο Κωνσταντίνος Στάικος, ο οποίος ολοκλήρωσε πρόσφατα την άνω των 2.300 σελίδων πεντάτομη «Ιστορία της βιβλιοθήκης στον δυτικό πολιτισμό». «Το βιβλίο τότε αποτελούσε ομολογία πίστης ή μη πίστης. Οι εθνικοί υποχρέωναν τους χριστιανούς να καίνε τα Ευαγγέλια και οι χριστιανοί τους πλήρωναν με το ίδιο νόμισμα: αν κάποιοι θησαύριζαν στο σπίτι τους κείμενα των εθνικών —μαθηματικά, αστρονομικά, φιλοσοφικά—, όλα αυτά κατέληγαν στην πυρά μαζί με τους ιδιοκτήτες τους».

Η επικράτηση του χριστιανισμού άλλαξε άλλωστε τα δεδομένα τόσο της ιστορίας του βιβλίου και των βιβλιοθηκών όσο και της ιστορίας της παιδείας γενικότερα. «Η παιδεία των εθνικών, αν δεν τελούσε υπό διωγμό —τα νεοπλατωνικά συστήματα ήταν προς αφανισμό—, στην καλύτερη των περιπτώσεων συμπτύχθηκε σε επιτομές», εξηγεί. «Η αρχαία γνώση περνούσε πλέον στη χριστιανική εκπαίδευση με τη μορφή μικροεπιτομών —εγχειριδίων με σκόρπια στοιχεία— και η παιδεία, που πέρασε στη δικαιοδοσία μοναστηριακών κύκλων, βασιζόταν κυρίως στη Βίβλο. Η αριστοτελική ηθική περνάει μόνο μέσα από τα κείμενα των βίων των αγίων».

Όλα αυτά έδωσαν το στίγμα της παιδείας που επικράτησε για αρκετούς αιώνες. «Οι χριστιανοί δεν χρησιμοποίησαν κανένα από τα μνημειακά κτίσματα-βιβλιοθήκες του ρωμαϊκού παρελθόντος. Είτε τα έκαψαν, είτε τα μετέτρεψαν σε στάβλους, είτε απλώς τα απέκοψαν από τον ιστό της κοινωνικής ζωής κάθε πόλης», λέει.

Οι Ρωμαίοι είχαν αναπτύξει μεγάλο δίκτυο βιβλιοθηκών. «Η μεγάλη καινοτομία της ρωμαϊκής περιόδου ήταν ο θεσμός της διπλοβιβλιοθήκης», λέει ο Κωνσταντίνος Στάικος. «Είτε με χωριστά τμήματα είτε ακόμη και με δίδυμα κτίρια, οι Ρωμαίοι είχαν παράλληλες βιβλιοθήκες στα λατινικά και στα ελληνικά προκειμένου να εξισώσουν τα λατινικά με τα ελληνικά γράμματα. Η αρχή έγινε με την πρώτη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ρώμης (38 π.Χ.), εμπνεύσεως του Ιουλίου Καίσαρα, η οποία ολοκληρώθηκε όμως μετά τη δολοφονία του. Πρόκειται για μεγάλη καινοτομία στην ιστορία των βιβλιοθηκών: δύο παράλληλες βιβλιοθήκες για δύο παράλληλους πολιτισμούς. Και είναι απίστευτο ότι ο θεσμός επεκτάθηκε σε κάθε πόλη: βιβλιοθήκες σε ναούς, αγορές, θέρμες, γυμνάσια, σχολεία· βιβλιοθήκες δημόσιες, αυτοκρατορικές ή και αναθηματικές, όπως του Κέλσου στην Έφεσο».

Στη χριστιανική Ευρώπη τα πράγματα άρχισαν να επιστρέφουν στην αγάπη για τα γράμματα των αρχαίων Ρωμαίων και Ελλήνων, με τη δημιουργία των πρώτων πανεπιστημίων: της Σορβόννης το 1260, του Σαλέρνο, της Μπολόνια. Στην Ανατολή, πάντως, το «πανεπιστήμιο» εξακολούθησε να λειτουργεί σε μοναστηριακά κέντρα, αλλά και με εμπνευσμένους κοσμικούς δασκάλους, όπως ο Μετοχίτης. «Την αλλαγή τη βλέπουμε σταδιακά από τον 10ο αιώνα και μετά», λέει ο Κωνσταντίνος Στάικος. «Φως στους λεγόμενους “σκοτεινούς αιώνες” του Βυζαντίου δίνει η Βιβλιοθήκη του Πατριάρχου Φωτίου Α’, σύγγραμμα στο οποίο καταγράφονται όσα βιβλία συνάντησε ο ίδιος σε μοναστηριακές συλλογές, βιβλία εντελώς ξεχασμένα έως τότε», λέει.

Και συνεχίζει: «Δεν είναι εθνικιστικό να πει κανείς ότι η ουμανιστική φιλοσοφία που έθρεψε την Αναγέννηση οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη νέα διάδοση της ελληνικής γλώσσας και την υποδοχή της από τους Ιταλούς. Τον 14ο αι. στη Δύση ελάχιστοι γνώριζαν στοιχειώδη ελληνικά. Είναι η συστηματική διδασκαλία τους από το 1397, στην έδρα του Studium της Φλωρεντίας, που οδηγεί στην αναστήλωση του σκηνικού του 4ου αι. Από εκεί βγήκαν σημαντικοί ελληνιστές που μελέτησαν ξανά τα έργα της αρχαιότητας από το πρωτότυπο. Και από την εποχή του Πετράρχη η προσωπική βιβλιοθήκη γίνεται και πάλι ένα εργαλείο για τον ποιητή, τον ιστορικό, τον λογοτέχνη, τον επιστήμονα. Γίνεται ο αχώριστος σύντροφός του. Ο Πλάτωνας ανακαλύπτεται ξανά. Η πλατωνική φιλοσοφία αποκτά μια νέα ακαδημία στη Φλωρεντία από την οποία περνούν όλοι οι διάσημοι στοχαστές της Ιταλίας αλλά και του Βορρά, με προεξάρχοντα τον Έρασμο. Οι διπλοβιβλιοθήκες κάνουν την εμφάνισή τους ξανά —όπως των Μεδίκων που σχεδίασε ο Μιχαήλ Άγγελος— και η Εκκλησία μπαίνει σε τροχιά μιας ελληνορωμαϊκοχριστιανικής σύγκλισης».

«Αναλώσιμη η σημερινή παιδεία»

«Η Αναγέννηση, μέσα από το βιβλίο, έθρεψε τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο και το έργο του», λέει ο ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Στάικος. «Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά της στην ανθρωπότητα. Σήμερα, πάλι, η ουμανιστική παράδοση δεν είναι μόνο υπό διωγμόν. Ακόμα χειρότερα, είναι απλώς… άγνωστη. Η ουμανιστική συνείδηση είναι σε ελεύθερη πτώση, συνθλίβεται από την αντίληψη της παιδείας της επιτομής που προάγει κάτι πιο αναλώσιμο και εύπεπτο. Υπάρχει άγνοια των επιπτώσεων. Δεν μας οδηγεί κανένας. Πηγαίνουμε απλώς, χωρίς ανάχωμα σε οτιδήποτε. Και κανείς δεν έχει τη δύναμη να εκφράσει άλλη φωνή. Αλλά βασικός παρονομαστής στην παιδεία είναι η ισχυρή συνείδηση», καταλήγει.