Χάνονται το ένα μετά το άλλο τα πλέον αξιόλογα αρχιτεκτονικά κτίρια του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης και μαζί τους η ιστορική μνήμη της πόλης. Η φυσιογνωμία του ιστορικού κέντρου αλλάζει καθώς τη θέση των υπό διατήρηση κτιρίων παίρνουν συνήθως ακαλαίσθητες πολυκατοικίες, χωρίς αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, που διασφαλίζουν κέρδη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν είχαν χαρακτηριστεί υπό διατήρηση 260 αξιόλογα κτίρια του ιστορικού κέντρου, περίπου 15 χάθηκαν. Τα υπόλοιπα 245 απλώς στέκονται περιμένοντας είτε να χαρακτηριστούν διατηρητέα είτε να ακολουθήσουν την τύχη των 15…

Η δευτεροβάθμια Επιτροπή Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Β΄ ΕΠΑΕ) έχει επισημάνει διαχρονικά το πρόβλημα, όμως όλες οι προσπάθειές της πέφτουν στο κενό. Στελέχη της έχουν διαμαρτυρηθεί εντόνως και επανειλημμένα στους αρμόδιους φορείς, καθώς το αποτέλεσμα γεννά υποψίες για αδιαφάνεια, χρηματισμό, εξυπηρέτηση συμφερόντων και συναλλαγή.

26 χρόνια…

Το καθεστώς προστασίας των κτιριακών συνόλων της πυρίκαυστης περιοχής του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, που ανοικοδομήθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917, διαχωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

1. Με Προεδρικό Διάταγμα 220 κτίρια χαρακτηρίστηκαν το 1983 ως διατηρητέα (αυτά δεν κινδυνεύουν).

2. Μέχρι το 1985 είχαν καταγραφεί άλλα 260 κτίρια για να διατηρηθούν (υπό διατήρηση), επειδή αποτελούν μέχρι σήμερα διαχρονικές αρχιτεκτονικές μαρτυρίες και αναδεικνύουν τον πολεοδομικό ιστό του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, μετά την πυρκαγιά του 1917.

«Για την περίπτωση αυτή δεν έχει δημοσιευτεί μέχρι σήμερα η σχετική ρύθμιση για μια αποτελεσματική προστασία τους. Πέρασαν 26 χρόνια… Μερικά από αυτά τα κτίρια έχουν ήδη χαθεί (περίπου 15) και τα υπόλοιπα κινδυνεύουν να χαθούν επίσης», είπε ο πρόεδρος της Β΄ ΕΠΑΕ, Μίλτος Μαυρομάτης.

Σε ό,τι αφορά τα 15 που κατεδαφίστηκαν, ο κ. Μαυρομάτης εξηγεί ότι η διαδικασία είχε κενά, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι, με αποτέλεσμα να χαθούν. «Η διαδικασία να αποφασίζεται η κατά περίπτωση εξέταση της διατήρησης οδήγησε σε αρνητικά αποτελέσματα για την προστασία των υπό διατήρηση κτιρίων. Ορισμένα αδιάφορα κτίρια, διάσπαρτα και περιφερειακά από τους βασικούς άξονες του κέντρου της πόλης με πρωτόκολλα της επιτροπής επικινδύνων ετοιμόρροπων οικοδομών επηρέασαν τη δημόσια διοίκηση να μην προχωρήσει στο χαρακτηρισμό του συνόλου των κτιρίων ως διατηρητέων. Η στασιμότητα όμως αυτή δημιουργεί σήμερα σοβαρά προβλήματα στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του ιστορικού κέντρου. Επίσης η αδράνεια αυτή έφερε τη σύγχυση μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών, για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και τη δοκιμασία της έννοιας της χρηστής διοίκησης», σημειώνει ο κ. Μαυρομάτης.

Αιτίες

Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι:

– οι αρμοδιότητες προστασίας των ιστορικών τόπων μετά το 2002 μεταβιβάστηκαν από το υπουργείο Χωροταξίας στο υπουργείο Πολιτισμού.

– Η περιοχή που οριοθετήθηκε από την αρμόδια Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης ως ιστορικός τόπος, περιλαμβάνει σχεδόν στο σύνολό τους τα κτίρια που είχαν καταγραφεί για διατήρηση. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου αρχαιολογικού νόμου, οι κατεδαφίσεις στον οριοθετημένο ιστορικό τόπο της πόλης εγκρίνονται ή μη από το υπουργείο Πολιτισμού (εφόσον δεν είναι διατηρητέα).

Ο κ. Μαυρομάτης εξηγεί ότι η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού που αποφασίζει, έχει ως κριτήριο για ένα υπό διατήρηση (πλην όμως όχι διατηρητέο ακόμη) κτίριο τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου (ιστορικό μνημείο, έργο τέχνης κ.λπ.). «Είναι φυσικό πολλά κτίρια που έχουν καταγραφεί να μην πληρούν τους όρους της διατήρησης που προβλέπονται στα άρθρα του αρχαιολογικού νόμου. Έτσι το υπουργείο εγκρίνει αυτές τις κατεδαφίσεις»!

Με την κατεδάφιση, ο ίδιος φορέας ζητά νέα αρχιτεκτονική μελέτη επιβάλλοντας όρους και περιορισμούς δόμησης. Έπειτα από χρονοβόρα διαδικασία (έλεγχος – εισήγηση της αρμόδιας εφορείας, έγκριση από το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων), ο πολίτης καταθέτει στην Πολεοδομία τις εγκρίσεις για την προώθηση της οικοδομικής άδειας ανέγερσης. «Εδώ ανατρέπεται η όλη προσπάθεια της πολιτικής της διατήρησης και η αξιοπιστία της δημόσιας διοίκησης. Η αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας, ως οφείλει, διαβιβάζει το φάκελο της κατεδάφισης στην άλλη αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Μακεδονίας – Θράκης για να αποφασίσει – νομοθετήσει τη διατήρηση ή μη του κτιρίου. Πλέον κατατίθενται φάκελοι για κατεδαφίσεις διαρκώς», τόνισε ο κ. Μαυρομάτης.

«Οι αντιφατικές αποφάσεις της δημόσιας διοίκησης ταλαιπωρούν τους πολίτες, αμφισβητείται η χρηστή διοίκηση και το αποτέλεσμα είναι να προσφεύγουν οι πολίτες στα Διοικητικά Εφετεία για να δικαιωθούν. Η ισχύς του αρχαιολογικού νόμου μέσα στους ιστορικούς τόπους, εφόσον έχουν εξεταστεί από το υπουργείο Πολιτισμού, κατισχύει όλων των διατάξεων», δηλώνει ο κ. Μαυρομάτης.

Προτάσεις

Η Β΄ ΕΠΑΕ προτείνει την ορθολογική παρέμβαση των φορέων της πόλης, ώστε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις και τα αρνητικά αποτελέσματα της αλλοίωσης της περιβαλλοντικής φυσιογνωμίας του ιστορικού κέντρου. Επίσης, προτείνεται η σύσταση ομάδας ειδικής μελέτης, που θα εξετάσει ποια κτίρια θα διατηρηθούν και ποιες ρυθμίσεις ειδικών όρων δόμησης και χρήσεων και ποια θα κατεδαφιστούν (περιπτώσεις μεμονωμένων ή αδιάφορων). Κριτήρια θα είναι η στατική κατάσταση των κτιρίων, η ιστορική αξία τους, η παλαιότητα, η αρχιτεκτονική και περιβαλλοντική αξία τους και η πολεοδομική θέση τους.