Με την εντολή να μην περιορίσουν τις παρατηρήσεις τους «στις μύγες και τα χόρτα, αλλά να τις επεκτείνουν στους τόπους και τους ανθρώπους», ξεκίνησε το 1829 η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή για να «καταλάβει» τον Μοριά. Αντικείμενό της ήταν η ιστορική, αρχαιολογική και εικονογραφική τεκμηρίωσή του. Είκοσι περίπου επιστήμονες και καλλιτέχνες καθώς και 28 αξιωματικοί τοπογράφοι του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του Σώματος Μηχανικού της Γαλλίας, με πολυάριθμους συνεργάτες, αποβιβάστηκαν από τη φρεγάτα «Κυβέλη» στον όρμο του Ναυαρίνου. Σε διάστημα από τρεις μήνες έως τρία χρόνια έφεραν εις πέρας ένα σύνθετο επιστημονικό, καλλιτεχνικό, χαρτογραφικό και εκδοτικό έργο, το οποίο αποτελεί μια ισχυρή μαρτυρία για τον γεωγραφικό χώρο και την κοινωνία του Μοριά κατά την ιδιαίτερη αυτή εποχή.

Η κρατικά οργανωμένη Γαλλική Αποστολή έγινε σε μια δεκαετία (1829 – 1838) κατά την οποία θεμελιωνόταν το νεοελληνικό κράτος. Είναι η εποχή της «Συμμαχίας του Ναυαρίνου» (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία), της θεσμικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας και της νομιμοποίησης του νέου διπλωματικού μορφώματος των «προστάτιδων δυνάμεων». Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο και στον αδυσώπητο αγώνα των επιρροών, όπως περιγράφονται από τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, η Γαλλία αποφάσισε αυτή την Αποστολή στο πνεύμα της προηγηθείσας Αποστολής στην Αίγυπτο με την οποία «η Αιγυπτιολογία απόκτησε το βασικό της επιστημονικό υπόβαθρο, ενώ με την Αποστολή στον Μοριά, η αρχαιολογία του ελληνικού κόσμου εκτοξεύτηκε στην τροχιά που τη γνωρίζουμε σήμερα». Επίσης, η γεωλογία, η ζωολογία και κυρίως η χαρτογραφία προικίστηκαν με θεμελιώδη επιστημονικά έργα, τα οποία εκδόθηκαν σε πολυάριθμους τόμους στη Γαλλία, μεταξύ 1831 και 1838.

Η Επιστημονική Αποστολή, που είχε ως προδρόμους τους ρομαντικούς αρχαιολάτρες και τους περιηγητές, ανταποκρινόταν στα αιτήματα της νεοσύστατης ελληνικής κυβέρνησης, για αρωγή στην τεκμηρίωση του χώρου και καταγραφή των διαθέσιμων πόρων καθώς και τη δυτική τεχνογνωσία. Το ταξίδι και οι συνθήκες περιγράφονται από τον επικεφαλής της Αποστολής, Bory de Saint Vincent, έναν 50χρονο συνταγματάρχη, σημαντικό φυσιοδίφη και γεωγράφο, μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας, φιλόδοξο και πολυπράγμονα, στην «Αφήγηση», σ’ έναν από τους πολυάριθμους τόμους που εκδόθηκαν στη συνέχεια (Γεωγραφία, Γεωλογία-Ορυκτολογία, Ζωολογία, Βοτανική κ.ά.). «Πήρα λεπτομερείς σημειώσεις σχετικά με τα ήθη και έθιμα. Αφού παρατήρησα καλά τους ανθρώπους, τότε πλέον θέλησα να δω τη φυσική σύσταση και μορφολογία του εδάφους», γράφει.

«Η ανθρωπολογική του προσέγγιση ακολουθεί την παράδοση όσων πιστεύουν ότι οι σύγχρονοι Ελληνες είναι ο ίδιος λαός με εκείνον των κλασικών χρόνων και διακηρύσσουν ότι μπορούν να εγκαθιδρύσουν ένα δημοκρατικό πολίτευμα και να ξαναβρούν την αρχαία δόξα», εκτιμά ο Γιάννης Σαΐτας, αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και εθνολόγος. Η Αποστολή στον Μοριά αποτέλεσε, κατά τον Γ. Σαΐτα, «τομή για τη μελέτη του ελληνικού χώρου». Στον τομέα, για παράδειγμα, της εικονογραφίας της Ελλάδας «επέφερε σημαντική ανανέωση, καθώς επεδίωξε τον επιστημονικό χαρακτήρα της απεικόνισης του τόπου». Ο Vincent, άλλωστε, επέκρινε τους «κατασκευαστές λευκωμάτων» που «επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό και όχι την ακρίβεια».

Η κύρια δουλειά της Αποστολής περιελήφθη σε οκτώ τόμους με 2.420 σελίδες και 405 πίνακες. Επίσης, ο πολύ σημαντικός χάρτης που ετοίμασαν οι γεωγράφοι μηχανικοί, ο Ατλας με 140 χαρακτικά-απόψεις τοπίων κι ένα Λεύκωμα με 56 πρωτότυπα σχέδια του ζωγράφου της Αποστολής Prosper Bassuet, το οποίο βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Επιπλέον βιβλία, άρθρα και ανέκδοτο πολύτιμο υλικό που βρίσκεται ανεκμετάλλευτο σε κρατικά αρχεία, μουσεία, συλλογές και οικογενειακά αρχεία.

Οι χάρτες

Η χαρτογράφηση του Μοριά αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο της δουλειάς της Γαλλικής Αποστολής. Ενας νέος ενημερωμένος χάρτης, άλλωστε, ενδιέφερε τόσο τη γαλλική όσο και την ελληνική πλευρά. Ξεκίνησε το 1828, με αίτημα του Καποδίστρια προς το Γαλλικό Επιτελείο Στρατού, το οποίο «αποφάσισε ότι προκειμένου να διορθωθούν οι προηγούμενοι χάρτες ήταν απαραίτητο να εκτελεστούν τριγωνισμοί». Πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, έως το 1832, οπότε εκδόθηκε ο Χάρτης του Μοριά. Υπό την εποπτεία τριών έμπειρων λοχαγών, ανάμεσά τους και ο E. Peytier, εργάστηκαν 27 μηχανικοί-γεωγράφοι, με πέντε φράγκα την ημέρα. Στις αναφορές τους περιγράφουν τις δυσκολίες της δουλειάς, ειδικά μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, αλλά και τις κακουχίες. Η χαρτογράφηση περιελάμβανε το δίκτυο των οικισμών, όπως πόλεις, χωριά, καλύβια, σκάλες, χάνια, μοναστήρια, μετόχια, εκκλησίες, πύργους, οχυρώσεις, αγροικίες, ανθρώπινες επεμβάσεις. Επί Οθωνα πλέον, το 1834, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε από το Παρίσι 100 αντίτυπα του Χάρτη του Μοριά. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε σε δύο φύλλα και ο χάρτης της συνοριακής γραμμής του νέου ελληνικού κράτους, καθώς ο Peytier είχε χαρτογραφήσει και τη Στερεά Ελλάδα. Ο ίδιος, ως προϊστάμενος πλέον του Πρώτου Τμήματος του Αρχείου Πολέμου στη Γαλλία, επόπτευσε την έκδοση του μεγάλου Χάρτης της Ελλάδας, το 1852.

Ο Άτλαντας: 140 τοπία, κοπέλες με στάμνες και γυναίκες που γνέθουν

Γυναίκες που γνέθουν, κοπέλες με στάμνες κι άλλες σκηνές της καθημερινότητας, ηθογραφικά θέματα και απόψεις τοπίων ή μνημείων σε χαρακτικά έργα εντοπίζονται στη δουλειά της Γαλλικής Αποστολής. Ο τοπιογράφος και ζωγράφος Prosper Bassuet, που τη συνόδευε, όφειλε να σχεδιάζει τις περισσότερες φορές καθ’ υπόδειξη του αρχηγού της Αποστολής, Bory de Saint Vincent, αντιπροσωπευτικά θέματα του χώρου και αξιομνημόνευτα τοπία. Συνολικά 140 απόψεις τοπίων κοσμούν τον μνημειώδη Ατλαντα, μεγάλου σχήματος, που συνόδευσε τις εκδόσεις του Τμήματος Φυσικών Επιστημών της Αποστολής, και παρέπεμπαν στους αντίστοιχους τόμους (Αφήγηση, Γεωγραφία, Γεωλογία κ.λπ).

Ο Bassuet, όπως εκτιμά η Ιόλη Βιγγοπούλου σε σχετικό κείμενό της στην παρούσα έκδοση, ίσως είναι ο τελευταίος της σχολής που «επιδίωκε ακρίβεια και πλαστικότητα στην αποτύπωση του ελληνικού τοπίου, σε μια σφαίρα ποιητικότητας, χωρίς όμως εξάρσεις και υπερβολές». Η πρωτοτυπία των χαρακτικών του Ατλαντα «εντοπίζεται στις ανθρώπινες μορφές και ιδίως στα στιγμιότυπα της καθημερινότητας των μελών της Αποστολής».

Το λιμάνι της Μεθώνης, η πέτρινη Γέφυρα του Ευρώτα, η αρχαία γέφυρα της Μαυροζούμενας, κοντά στον Μελιγαλά Μεσσηνίας, που θεωρείται η εντυπωσιακότερη αρχαία γέφυρα της Πελοποννήσου και άντεξε, λόγω της κατασκευής της, ανά τους αιώνες και χρησιμοποιείται έως τις μέρες μας, είναι μερικά μόνο από όσα απεικόνισε ο ζωγράφος κοσμώντας τόσο τον Ατλαντα όσο και το Λεύκωμα.

Το τελευταίο, με 56 φύλλα, πρωτότυπα σχέδια του Bassuet, φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Στην πρώτη σελίδα φέρει ιδιόχειρες σημειώσεις του Ιωάννη Γενναδίου για την αγορά του έργου. Σχεδιασμένα με μολύβι ή μελάνι, 17 έργα του στον Ατλαντα ταυτίζονται με τα σχέδια στο Λεύκωμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ελεύθερα σχέδια του ζωγράφου, με θέματα που δεν αναπαράχθηκαν ποτέ σε χαρακτικά. Πρόκειται για σκίτσα που έγιναν πολύ βιαστικά και απαθανάτισαν σκηνές της καθημερινότητας: γυναίκες, ιερέας, φορτωμένος γάιδαρος, λεπτομέρειες από αρχαιότητες, καβαλάρηδες, χορευτές, κυπαρίσσια κ.ά. Εδώ ο τοπιογράφος «ξεπερνά την αναγκαιότητα της αποστολής του και αφήνεται στο πηγαίο αίσθημα του ζωγράφου».

Η σκοτεινή πτυχή

Μια σκοτεινή πτυχή υπάρχει στον τομέα της αρχαιολογίας για τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή: παρά τις οδηγίες που είχαν δοθεί από τις αντίστοιχες γαλλικές ακαδημίες, η διαρπαγή και η εξαγωγή των μετοπών του ναού του Διός στην Ολυμπία, οι οποίες βρίσκονται σήμερα στο Λούβρο, αποτέλεσαν το αντάλλαγμα που ζήτησε και έλαβε η Γαλλία από τον Καποδίστρια κατά τις διαπραγματεύσεις ενός δανείου για την Ελλάδα. Από την άλλη, οι εργασίες στους αρχαιολογικούς χώρους, όπως εκτιμά ο Γ. Σαΐτας, γίνονταν με τον παραδοσιακό βάναυσο τρόπο της εποχής, εκείνον που υπηρετούσε ένα είδος «κυνήγι του θησαυρού».

Μπορεί η Μεσσηνία να είχε ιδιαίτερη σημασία για την Αποστολή στον τομέα της καταγραφής των «ερειπίων του Μοριά», καθώς αποβιβάστηκαν στο Ναυαρίνο, όμως μια έκπληξη τους περίμενε στις Βάσσες του Κωτιλίου όρους, βορειοανατολικά της Φιγάλειας: ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα. Ο δεύτερος ωραιότερος ναός της Πελοποννήσου (ύστερα από αυτόν της Τεγέας), κατά τον Παυσανία, αποτυπώθηκε για πρώτη φορά από τα μέλη της Γαλλικής Αποστολής.

Δύο αιώνες μετά: Βιβλίο και Folio για το ευρύ κοινό

Δύο σχεδόν αιώνες μετά τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στον Μοριά κι ενώ σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι σβήνουν τα εμπόδια της φυσικής μορφολογίας του, όπως τα είχε εντοπίσει ο Vincent,  σημαντικό τμήμα του έργου της δίνεται στο ευρύ κοινό. Κι αυτό χάρη στις εκδόσεις «Μέλισσα» και τη χορηγό εταιρεία «Μορέας ΑΕ». Η πρώτη έκδοση, η οποία, με έμφαση στην εικονογραφική τεκμηρίωση, πραγματεύεται όψεις των πεπραγμένων στους τομείς Αφήγηση του ταξιδιού, Γεωγραφία, Γεωλογία, Χαρτογραφία, Απόψεις τοπίων, σε επιμέλεια του Γιάννη Σαΐτα, βρίσκεται ήδη στα βιβλιοπωλεία. Αποτελούμενη από βιβλίο και Folio, με τον Άτλαντα (απόψεις τοπίων) μεγάλων διαστάσεων και υψηλής ποιότητας, τιμάται 240 ευρώ. Θα ακολουθήσουν δύο εκδόσεις με την εικονογραφική τεκμηρίωση αφενός των μνημείων της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και των επιγραφών και αφετέρου στους τομείς της Ζωολογίας και της Βοτανικής.